Χτύπησε το παράθυρο.
Άνοιξε τα μάτια του και το κοίταξε. Οι γάζες κουνιόντουσαν απο τον αέρα και η
νύχτα έδειχνε πιο σκοτεινή απο συνήθως.
Έκλεισε τα μάτια του ξανά και γύρισε απο το άλλο πλευρό. Ένιωσε την ανάσα του
στο λαιμό του και τα μάτια του, ακόμα μια φορά άνοιξαν.
«Γύρισες. Το ήξερα πως
θα γύριζες», είπε ψιθυριστά και ένιωσε πάνω του το πιο κρύο άγγιγμα.
Το ξημέρωμα ήρθε
γρήγορα κι εκείνος ήταν τόσο παγωμένος, μα τόσο ασφαλής. Σηκώθηκε και κοίταξε
στον καθρέπτη απέναντι, το άδειο του κρεβάτι. Χάιδεψε το μαξιλάρι δίπλα στο
δικό του και χαμογέλασε.
Το τσιγάρο του είχε
μείνει να περιμένει αναμμένο δίπλα στο μικρό παραθυράκι που κοιτούσε το
νεκροταφείο. Εκείνος πήρε την πρώτη γουλιά απο τον καφέ του και πρόσθεσε γάλα
στην κούπα απέναντι.
«Θα σε δω το βράδυ.
Μην αργήσεις» είπε πιο δυνατά αυτή τη φορά και πέταξε πάνω του το παλτό του.
Αφού πέρασε το
κατώφλι της πόρτας του, πήρε μια βαθιά ανάσα και ξεκίνησε τη μέρα του σα να μην
έλειπε εκείνος. Έκοψε ένα άνθος απο την άσπρη τριανταφυλλιά και το μύρισε.
Περπάτησε αργά, πάντα κοιτώντας το λουλούδι και χαμογελώντας. Το άφησε στο
μάρμαρο, ανάμεσα στα πολλά στο νεκροταφείο και κοίταξε, απο την αντίθετη πλευρά
τώρα, το παράθυρο της κουζίνας του. Σήκωσε το χέρι του και έκανε νεύμα σε
εκείνον.
Άλλη μια μέρα
ξεκίνησε, με μόνη ελπίδα, το τέλος της.
Συγγραφέας: Δανάη Δημητρακοπούλου - Φοιτήτρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου