To 1970 η Ελπίδα ήταν μόλις δεκαεπτά
χρονών, όταν αναγκάστηκε να φύγει στην ξενιτιά. Σε λίγα λεπτά θα ξεκινούσε το
ταξίδι για μια καινούργια ζωή, μακριά από το ορεινό χωριουδάκι της Ηπείρου,
στην παγωμένη Στουτγκάρδη της Γερμανίας.
Με βουρκωμένα μάτια και αποφασιστικό
βήμα διέσχισε το πολύβουο πλήθος και κατευθύνθηκε στην αίθουσα αναχωρήσεων. Τα
λεπτά χεράκια της ήταν παγωμένα και έτρεμαν από την αγωνία, καθώς έψαχνε μέσα
στην τσάντα της τα ταξιδιωτικά της έγγραφα. Περνώντας από τον έλεγχο του
αεροδρομίου ήξερε πολύ καλά ότι δεν υπήρχαν πλέον περιθώρια αναβολής του
ταξιδιού.
Ανεβαίνοντας τα σκαλοπάτια του
αεροπλάνου, έριξε μια τελευταία ματιά τριγύρω, ρουφώντας όσο περισσότερες
εικόνες μπορούσε και με μια ανάσα γεμάτη ελληνικό οξυγόνο σφράγισε το βαλιτσάκι
των αναμνήσεών της.
Το ταξίδι είχε ξεκινήσει και η Ελπίδα,
καθισμένη δίπλα στο παράθυρο του αεροπλάνου, με γουρλωμένα μάτια προσπαθούσε να
συνειδητοποιήσει πόσο μικροσκοπικός φαίνεται ο κόσμος από ψηλά. Σπίτια, χωράφια
και βουνοκορφές, όλα σε μια παλέτα χρωμάτων, ένας τρελός χορός πάνω και κάτω απ’
τα σύννεφα.
Καθώς είχε κουρνιάσει δίπλα στο
παράθυρο, μια αγωνία και ένα σφίξιμο στο στομάχι την είχε κυριεύσει. Δε φοβόταν
το αεροπλάνο, αλλά συνεχώς βασάνιζε τον εαυτό της με ερωτήματα, «Πού πάω Θεούλη
μου; Πώς να είναι άραγε εκεί στα ξένα; Πώς θα με υποδεχτεί η οικογένεια του
θείου μου;». Μια γλυκιά φωνή όμως, διέκοψε τις μαύρες σκέψεις της.
«Έναν καφέ, παρακαλώ. Ευχαριστώ.»
Ο ζεστός καφές ζέστανε την παγωμένη της
ψυχή και τονώθηκε. Η Ελπίδα ανασηκώθηκε από τη θέση της και κατσάδιασε τον
εαυτό της, «Τέρμα τα κλαψουρίσματα, πρέπει να σταθείς στα πόδια σου! Δεν
υπάρχει δεν μπορώ, μόνο δε θέλω. Όμως, εγώ θέλω να στύψω τη ζωή, να προσπαθήσω
και να αποδείξω σε όλους αυτούς, που με βλέπουν σαν «ψοφίμι», ότι είμαι
άνθρωπος με αξιοπρέπεια και τόλμη και θα κάνω τους γονείς μου περήφανους!»
Στη Θεσσαλονίκη έκανε στάση το αεροπλάνο
και ανέβηκαν κι άλλοι επιβάτες, οι περισσότεροι μετανάστες για τη Γερμανία. Στα
πρόσωπά τους έβλεπες συγκίνηση, απελπισία, αγωνία. Ξαφνικά ένιωσε πολύ οικεία,
σαν όλοι αυτοί οι άνθρωποι να ήταν η καινούρια της οικογένεια.
Το ταξίδι στους αιθέρες συνεχιζόταν και
η Ελπίδα είχε σκαρφαλώσει στο δικό της συννεφάκι. Έφερνε στο νου της αναμνήσεις
σκληρές, σαν τις ξερολιθιές του χωριού της. Δεν είχε ποτέ φανταστεί τη ζωή της
μακριά από τα χωράφια, τα ζώα, τις καταπράσινες πλαγιές, που την άνοιξη
μοσχοβολούσαν θυμάρι και ρίγανη, καθώς η φύση ξετύλιγε το χαλί της με τα
πολύχρωμα αγριολούλουδα. Είχε συνηθίσει από μικρό παιδί να δουλεύει και να
πολεμάει με τα στοιχειά της φύσης. Σαν παιδούλα έπαιζε με πάνινες κούκλες
φτιαγμένες από κουρέλια, αλλά και βόλους στο πλακόστρωτο της αυλής με τα
αδέλφια της και τα γειτονόπουλα.
Το παιχνίδι, όμως, κρατούσε λίγο, καθώς
οι υποχρεώσεις της μεγάλης αδερφής ήταν πολλές. Έπρεπε να προσέχει τα μικρότερα
αδέλφια της, να πλένει, να ζυμώνει και να καθαρίζει το σπίτι. Και όλα αυτά από
ένα παιδί ψηλόλιγνο, με λεπτοκαμωμένα χέρια, που όταν φυσούσε δυνατά, έβαζε
πέτρες στις τσέπες για να νιώθει ασφάλεια. Η μάνα πήγαινε στα χωράφια και όταν
θα γύριζε, έπρεπε όλα να είναι έτοιμα και τακτοποιημένα. Έτσι, η παιδικότητα
χανόταν, μιας και το φιλότιμο ήταν άριστο όπλο της πατριαρχικής οικογένειας.
Τίποτα δεν της χαρίστηκε, ακόμη και για το σχολείο έπρεπε να διανύσει
τουλάχιστον δέκα χιλιόμετρα μέσα στη λάσπη, κουβαλώντας λίγα κούτσουρα για τη
σόμπα του σχολείου. Το βράδυ όμως, που μαζευόταν η οικογένεια δίπλα στο τζάκι,
τα γέλια και τα αστεία πλημμύριζαν το σπίτι από ευτυχία και η κοπιαστική μέρα
τελείωνε για να ξεκινήσει η επομένη με το λάλημα του κόκορα.
Η θύελλα των σκέψεων σταμάτησε απότομα,
όταν ανακοινώθηκε η διαδικασία προσγείωσης. Σε λίγα λεπτά θα έφτανε στον
προορισμό της. Έβρεχε ασταμάτητα και η αγωνία της είχε κορυφωθεί. Ευτυχώς την
καθοδήγησε ένας ευγενέστατος κύριος μέχρι την παραλαβή των αποσκευών, αφού το
αεροδρόμιο ήταν ένα μεγάλο χάος για εκείνην.
«Σας ευχαριστώ πολύ, κύριε, για την
εξυπηρέτηση. Τώρα προς τα πού είναι η έξοδος;»
«Ελάτε και εγώ προς τα εκεί πηγαίνω. Σας
περιμένει κάποιος; Πώς θα φύγετε;»
«Ναι, σας ευχαριστώ, με περιμένουν
συγγενείς.»
«Λοιπόν, καλή τύχη!» της ευχήθηκε, και
εκείνη συναντήθηκε με τους θείους της.
Ο δρόμος προς το σπίτι των θείων τής
φάνηκε παράξενος. Ατελείωτες εικόνες, τεράστιοι αυτοκινητόδρομοι, γέφυρες, πάρκα,
κτίρια με αλλιώτικη αρχιτεκτονική και δίπατα σπίτια με μεγάλα παράθυρα και
αναρριχώμενα φυτά να τα στολίζουν. Σ’ όλη τη διαδρομή η θεία την ξεναγούσε και
που και που, ρωτούσε για τα νέα της οικογένειάς της και των συγχωριανών τους.
Δειλά, δειλά και αμήχανα ανέβηκε τα
σκαλοπάτια του σπιτιού και μια μεγάλη αγκαλιά από μικρά χεράκια την περίμεναν.
Ήταν τα ξαδερφάκια της,
«Καλωσόρισες Ελπίδα, έλα μέσα, έλα να
σου δείξουμε τα παιχνίδια μας»
«Σε λίγο, η Ελπίδα είναι κουρασμένη, θα
παίξετε μετά το φαγητό» συμπλήρωσε η θεία.
Η βροχή είχε επιτέλους σταματήσει και
μια ηλιαχτίδα φώτισε το σπίτι με τα ζεστά χρώματα στους τοίχους και στα έπιπλα.
«Λοιπόν, Ελπίδα», είπε ο θείος, «Αύριο είναι μεγάλη μέρα, ένα νέο ξεκίνημα στη
ζωή σου. Σου έχουμε βρει δουλειά σε ένα νοσοκομείο. Εκεί θα σου παρέχουν δικό
σου δωμάτιο, φαγητό στην τραπεζαρία του προσωπικού και βέβαια θα κάνεις
μαθήματα της γερμανικής γλώσσας. Θα είμαστε δίπλα σου», πρόσθεσε και της έσφιξε
το χέρι.
Ένα μήνα μετά η Ελπίδα αντιμετώπιζε
ρεαλιστικά τη ζωή της, όσο οδυνηρό και αν ήταν γι’ αυτήν να ζει με τη νοσταλγία
της οικογένειάς της. Είχε πάντα μαζί της ένα μπλοκάκι και σημείωνε λέξεις που
άκουγε και δεν τις καταλάβαινε. Τα βράδια έψαχνε τη μετάφραση στο λεξικό και
ύστερα προσευχόταν για να αντλήσει δύναμη. Κάθε Σάββατο ξεφύλλιζε την
αλληλογραφία της με δάκρυα στα μάτια, ύστερα όμως, έπαιρνε κουράγιο και έγραφε
την καθημερινότητά της στους γονείς της.
Ξυπνώντας τα πρωινά απολάμβανε το
τιτίβισμα των πουλιών, που διέκοπτε την απόλυτη ησυχία στο δωμάτιο. Ένα πρωί
ξύπνησε ανήσυχη από ένα όνειρο. Άνοιξε το παράθυρό της και παίρνοντας μια βαθιά
ανάσα γλίστρησε το μυαλό της στο όνειρο «εκείνη και το θηρίο να παλεύουν σαν
τον Διγενή στα μαρμαρένια αλώνια». Το δικό της θηρίο ήταν η ξενιτιά.
Χαμογελώντας έκλεισε το παράθυρο και νιώθοντας πιο δυνατή από ποτέ είπε,
«Έτοιμη!». Η Ελπίδα ήταν έτοιμη να ζήσει το παρόν, ήταν έτοιμη να τα καταφέρει!
Συγγραφέας: Κατερίνα Χριστοδούλου –
Φοιτήτρια Tabula
Rasa
Όλοι έχουμε ένα θηρίο με το οποίο παλεύουμε τελικά.
ΑπάντησηΔιαγραφή