Ανοίγω τα μάτια μου και νοιώθω παγωνιά. Καθηλωμένη σ' ένα κρύο και άγνωστο κρεβάτι. Παγωνιά και μοναξιά. Κι ένα τεράστιο κενό μέσα στο κεφάλι μου. Πονάει όλο μου το σώμα. Η πλάτη μου είναι μουδιασμένη. Βλέπω μόνο μια ταμπέλα, καρφωμένη στο ταβάνι. Τα μάτια μου θολά και τσούζουν. Διαβάζω αργά. «Έχετε μια ώρα για να βγείτε. Μην ακουμπάτε τους τοίχους». Ποιους τοίχους, τι λέει, σκέφτομαι και προσπαθώ να κουνήσω το κεφάλι μου. Βαρύ σαν πέτρα. Έφαγα ξύλο, δεν μπορεί. Καταφέρνω ν' ανασηκωθώ με δυσκολία. Στην θέα των ματιών μου, αρχίζω να ιδρώνω. Η καρδιά μου πάει να σπάσει. Το μυαλό μου παίζει παιχνίδια. Δεν σκέφτομαι, δεν μπορώ. Είμαι σε πανικό.
Βλέπω
έναν λαβύρινθο μπροστά στα μάτια μου. Είμαι μέσα σ' έναν λαβύρινθο. Τα λέω όλα
διπλά μέσα στο κεφάλι μου γιατί δεν τα πιστεύω. Από κάπου μπαίνει όμως λίγο
φως. Πώς γίνεται αυτό; Είναι λευκοί οι τοίχοι. Πολύ λευκοί. Κρύβεται γρήγορα το
φως, δυστυχώς. Μάλλον είναι χειμώνας γιατί έχει παγωνιά. Πόση παγωνιά Θεέ μου.
«Θεέ μου;»... εγώ το είπα αυτό; Νόμιζα ότι έχω ξεχάσει τι εστί «Θεός», όπως
τώρα είμαι σίγουρη ότι με έχει ξεχάσει κι Εκείνος. Μοναξιά και παγωνιά, παγωνιά
και μοναξιά. Αυτά είναι τα μόνα πράγματα που κατανοεί ο εγκέφαλός μου. Γιατί
όλα τ' άλλα, δεν μπορώ, δε νοιώθω καμία λάμψη κανένα φως να έρχεται ν' ανοίγει
τα παράθυρα του μυαλού μου. Μαραμένο θα το 'λεγα. Μόνο σκοτάδι, παγωνιά και
μοναξιά. Μόνο αγκάθια και κάγκελα κυκλώνουν την καρδιά μου που πονάει, πονάει
πολύ.
Πρέπει να τρέξω. Πρέπει να σηκωθώ. Τρέμει το σώμα μου, αλλά κουνιέμαι. Κατεβαίνω απ' το κρεβάτι ξυπόλητη. Φοράω ένα λευκό νυχτικό. Αρχίζει και με δυναστεύει τρομερά αυτό το λευκό. Νοιώθω την ανάγκη να πετάξω κουβάδες χρώμα παντού. Διστακτικά φτάνω σε μία πόρτα. Λευκή κι αυτή, πιο λευκή δεν γίνεται. Αρχίζει να εξαντλείται η λιγοστή υπομονή μου. «Μην ακουμπάς, μην ακουμπάς τους τοίχους», φωνάζω, μην και ξεχαστώ. Μόλις ανοίγω την πόρτα και βλέπω μπροστά μου τον λαβύρινθο να συνεχίζεται, καταρρέω στο πάτωμα. Κουλουριάζομαι, τρέμοντας μην ακουμπήσω τον τοίχο κι αρχίζω να σπαράζω. Δεν βγαίνει όμως τίποτα. Ξαφνικά δεν ακούω την φωνή μου. Μόνο εσωτερικός αντίλαλος, βουβός, που σκίζει τα σωθικά μου. Να σπάσω θέλω το κεφάλι μου. Τι είναι όλα αυτά; Πού είμαι, που πηγαίνω; Ξαφνικά, ακούω ένα κλάμα. Μωρού; Παιδικό; Ενήλικα; Δεν μπορώ να καταλάβω. «Όχι Θεέ μου» βγάζω μια κραυγή κι αρχίζω να θρηνώ. Δεν ξέρω γιατί αλλά το κάνω αβίαστα. Τελικά, δεν μπορεί, πιστεύω στον Θεό τουλάχιστον, με τόσες προσφωνήσεις!
Ξαφνικά όλα αρχίζουν να γυρίζουν. Εγώ εκεί, ακόμα κουλουριασμένη, χωρίς να υπολογίζω χρόνο. Μια δίνη μόνο, μια ζάλη κυριαρχεί στον εγκέφαλό μου. Κι αυτό είναι. Σβήνει η ακοή μου και κλείνουν τα μάτια μου. Λιποθυμώ. Για λίγο... Επανέρχομαι νωρίς, νομίζω δηλαδή. Ανοίγω πάλι τα μάτια και κοιτώ δειλά γύρω μου. Βρίσκομαι στο ίδιο πάτωμα, μπροστά στην ίδια λευκή πόρτα, με τους λευκούς τοίχους να κυριαρχούν. Κι ένα κομμάτι χαρτί στα χέρια μου, σαν γράμμα. Ο λαβύρινθος εξαφανίστηκε. Μα πώς; Νοιώθω την παρουσία της κοντά μου κι ανασηκώνω το κεφάλι. Στέκεται μπροστά μου με την λευκή της ρόμπα και νομίζω ότι βλέπω συμπάθεια στο βλέμμα της. Κάτι μου θυμίζει. Μα ναι, είναι αυτή. Αυτή που ήρθε κι εχθές και προχθές. Αυτή που μπήγει στο κορμί μου την ένεση κι αποκοιμιέμαι. Πόσο καιρό άραγε; Και θυμήθηκα. Με αποκαλεί συχνά «καημενούλα μου», επειδή δεν θυμάμαι λέει. Το μόνο που ξέρω, ένα όνομα που είναι κολλημένο στο κεφάλι μου μέσα και σαν να προσπαθεί ν' ανάψει φως. «Λευκή. Σ' εσένα γράφω λοιπόν κι ας μην θυμάμαι ποια είσαι». Και μόνο παγωνιά. Παγωνιά και μοναξιά. Τα υπόλοιπα κενά, αδιάφορα, σαν να περπατώ σ' ένα λευκό σύννεφο, χωρίς προορισμό.
Συγγραφέας: Χριστίνα Αλεξίου - Φοιτήτρια Tabula Rasa
Υπέροχο!
ΑπάντησηΔιαγραφή