Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2019

"Ένας απρόσμενος φίλος" της Ελένης Μπλιούμη


Ζούσε κάποτε σε μια μικρή πόλη της Θεσσαλίας ένα εφτάχρονο αγοράκι με τους γονείς του. Το όνομά του… Βαγγέλης.
Πλησίαζαν τα Χριστούγεννα και ο Βαγγέλης ήταν σίγουρος ότι θα δέχονταν από τον Αϊ Βασίλη το συναρπαστικότερο δώρο της συλλογής του. Ήταν άλλωστε το πιο φρόνιμο παιδί της χρονιάς, σύμφωνα πάντα με τα λεγόμενα της μητέρας του!
Οι μέρες περνούσαν και η αγωνία του Βαγγέλη μεγάλωνε.
«Μήπως δεν θα έρθει φέτος o Αϊ Βασίλης; Μήπως μεγάλωσα αρκετά και δεν δικαιούμαι δώρο; Αχ πόσο θα ήθελα να τον δω!» συλλογιζόταν. «Πώς θα είναι το εργαστήρι του; Οι βοηθοί του; Πώς θα είναι το σπίτι του; Θα έχει άραγε φίλους; Αχ, πόσο θα ήθελα να ήμουν κοντά του, να παρατηρούσα αυτόν τον γεράκο με την πλατιά καρδιά και το γλυκό χαμόγελο…!».

Με τις σκέψεις αυτές ο Βαγγέλης έτρεξε στο μικρό μπαούλο του και έβγαλε από μέσα μία στολή του Αϊ Βασίλη στο μέγεθός του. Τον στένευε λίγο γιατί ήταν από την προηγούμενη χρονιά, αλλά δεν τον ενοχλούσε καθόλου. Προσπαθούσε ο μικρός Βαγγέλης να μοιάσει τον Αϊ Βασίλη που τόσο πολύ αγαπούσε και θαύμαζε! Κοιταζόταν στον καθρέφτη, φούσκωνε όσο περισσότερο μπορούσε την κοιλιά του και γελούσε δυνατά και παχιά… ΧΑ, ΧΑ, ΧΑ  όπως ακριβώς και το πρότυπό του.
Όμως κάτι του έλειπε. Ένας σάκος! Ναι, ένας σάκος με δώρα. Ένας τέλειος Aϊ Βασίλης θα έπρεπε οπωσδήποτε να έχει δώρα για τα παιδιά. Έβγαλε από την ντουλάπα του ένα σάκο ξεχασμένο και έβαλε μέσα ένα παιχνίδι, δώρο των γονιών του για τα γενέθλιά του, που ακόμη δεν είχε ανοίξει. Φορτώθηκε το σάκο και ανέβηκε στο αλογάκι του για να μοιράσει τα δώρα στα παιδιά, φτωχά και πλούσια, λευκά και μαύρα, μικρά και μεγάλα, δεν είχε σημασία, δώρα για όλα τα παιδιά της Γης. «Φύγαμε τάρανδέ μου, φύγαμε… ΧΑ, ΧΑ, ΧΑ… Παιδιά όλου του κόσμου, ερχόμαστεεεε!».
Τον ενθουσιασμό του Βαγγέλη διέκοψε το χτύπημα της πόρτας. «Αγόρι μου ήρθε η ώρα για ύπνο. Πώς θα σου φέρει το δώρο ο Αϊ Βασίλης εάν εσύ είσαι ξύπνιος; Έλα να ετοιμάσουμε το κέρασμά του, γιατί θα έρθει κουρασμένος και πρέπει να ξεκουραστεί και κάτι να φάει».
«Να βάλουμε φέτος τα κουλουράκια, το χυμό και το γάλα κάτω από το καράβι;» ρώτησε ο Βαγγέλης και η μαμά δέχτηκε, όπως δέχτηκε να κοιμηθεί ο μικρός της με τη στολή του Αϊ Βασίλη. Το απαιτούσε η βραδιά...
Ο Βαγγέλης έκανε προσπάθεια να μην κοιμηθεί για να βρεθεί επιτέλους με τον αγαπημένο των παιδιών. Και ενώ μονολογούσε και φανταζόταν χίλια δύο πράγματα, άκουσε ξαφνικά έναν παράξενο θόρυβο και ¨έστησε¨ αυτί για να ακούσει καλύτερα. Και ο θόρυβος ακούστηκε ξανά πιο δυνατός αυτή τη φορά. Πετάχτηκε από το κρεβάτι του και ακολούθησε με προσοχή τον αλλόκοτο ήχο. Προχωρώντας, έφτασε στο σαλόνι. Τα γαλανά ματάκια του άνοιξαν διάπλατα όταν αντίκρισαν ένα ασυνήθιστο θέαμα.
Ένας γέρος τίναζε την κόκκινη κάπα του από τις στάχτες του τζακιού, ίσιαζε τα στρογγυλά γυαλιά του που μάλλον είχαν στραβώσει κατά την πτώση του από την καμινάδα και μονολογούσε κάτι για τα κιλά του.
Ήταν ψηλός και χοντρός με άσπρα μαλλιά και γένια. Τα στρόγγυλα γυαλιά του ομόρφαιναν περισσότερο το όλο καλοσύνη πρόσωπό του. Πάνω από τα καστανά του μάτια, σαν τόξο τα παχιά φρύδια του τόνιζαν τις εκφράσεις του.
Τα ρούχα του ήταν κόκκινα με μαύρη ζώνη στη μέση και κρατούσε ένα κόκκινο σάκο. Το ίδιο μαύρες με τη ζώνη ήταν και οι μπότες του. Ο σκούφος που φορούσε είχε και αυτός χρώμα κόκκινο με άσπρη γιρλάντα στην άκρη του. Άσπρα με γκρίζες στάχτες ήταν και τα γάντια που κάλυπταν τα γέρικα χέρια του…
Ο μικρός δεν πίστευε στα μάτια του. Ήταν δυνατό να είναι ο Αϊ Βασίλης στο σπίτι του; Κι όμως δεν ονειρευόταν, γιατί ο νεοφερμένος ξένος γύρισε είδε το Βαγγελάκι να τον κοιτάζει με απορία και θαυμασμό και χαμογελώντας είπε: «Μικρέ μου Βαγγέλη τέτοια ώρα δεν θα έπρεπε να είσαι στο κρεβάτι σου και να κοιμάσαι; Τα μικρά παιδιά δεν θα πρέπει να χάνουν ώρα από τον πολύτιμο ύπνο τους» είπε με συμπάθεια ο γέροντας.
«Εσύ είσαι; Ναι, είσαι ο αγαπημένος μου Αϊ Βασίλης!» φώναζε και χοροπηδούσε ο Βαγγέλης ώσπου εκτινάχτηκε στην αγκαλιά του Αϊ Βασίλη, χωρίς δεύτερη σκέψη.
«Ήρθα για να σου αφήσω το δώρο σου. Φέτος ήσουν το καλύτερο παιδί από όλες τις άλλες χρονιές και το δώρο σου είναι κάτι ξεχωριστό. Θέλεις να το ανοίξεις;».
«Σε λίγο, όχι τώρα, θα ήθελα πρώτα να μου λύσεις κάποιες απορίες μου για σένα. Θέλω να μάθω για το εργαστήρι σου, για το σπίτι και τους φίλους σου, για τη χώρα σου, όλα… όλα θέλω να τα μάθω για σένα».
«Σιγά σιγά μικρέ μου, άφησέ με πρώτα να πάρω μια ανάσα, να φάω τα μυρωδάτα κουλουράκια που ποτέ δεν μπορώ να τα αντισταθώ και έπειτα θα δούμε τι μπορούμε να κάνουμε για την εκπλήρωση της επιθυμίας σου. Το κάθε πράγμα στην ώρα του…».
Σε λίγο η μεγάλη πολυθρόνα του σαλονιού γέμισε από Αϊ Βασίλη. Έφαγε με περίσσια όρεξη τις λιχουδιές που βρήκε, κοίταξε τριγύρω και ήρεμα γύρισε προς το Βαγγέλη και του είπε: «Δεν θα ήταν καλύτερα τις απαντήσεις στις ερωτήσεις σου να τις βρεις μόνος σου;».
Ο Βαγγέλης τώρα με τη στολή και το σάκο του, με το χοντρό κασκόλ που του είχε πλέξει η γιαγιά του για τα κρύα, ήταν έτοιμος να ταξιδέψει και να βρει τις απαντήσεις που ζητούσε. Θα γύριζαν σύντομα, ώστε οι γονείς του να μην ανησυχούσαν εάν δεν τον έβρισκαν στο κρεβάτι του.
Βγαίνοντας έξω αντίκρισε το εντυπωσιακό έλκηθρο. Για δεύτερη φορά μέσα σε λίγη ώρα έβλεπε θαυμαστά πράγματα που κανείς μέχρι τότε δεν είχε ξαναδεί.
Χρυσοκέντητο έλκηθρο με σκαλισμένες άκρες γεμάτες χρυσόσκονη και ασημόσκονη στόλιζαν τον ουρανό. Οχτώ καμαρωτοί τάρανδοι, ντυμένοι με χρυσές και πολύχρωμες κορδέλες, περίμεναν με υπομονή το αφεντικό τους. Και όλα αυτά διαδραματίζονταν μπροστά στα μάτια του μικρού Βαγγέλη! Δεν ήταν απίστευτο;
Κάθισαν και οι δύο αναπαυτικά στο έλκηθρο και ο ασπρομάλλης γέρος έδωσε στο μικρό ταξιδιώτη ένα περίεργο βιβλίο με πολλές σελίδες και έγχρωμες φωτογραφίες.
«Το βιβλίο ¨Ταξίδια στον κόσμο¨ είναι ο βοηθός μου. Το συμβουλεύομαι πολλές φορές για να μη χάσω το δρόμο μου και ξεχάσω κάποιο παιδάκι» είπε ο Αϊ Βασίλης. Και λέγοντας αυτά ο γλυκός γέροντας έβγαλε από τις τσέπες του κοστουμιού του λίγη μαγική χρυσόσκονη και την έριξε στα πόδια τον ταράνδων.
«Ρούντολφ ξεκίνα κοκκινομύτη μου, έχουμε πολλή δουλειά ακόμη. Έλα, φώτισε με τη μυτούλα σου το δρόμο μας για να μη χαθούμε. Τρέχα Mαυροπόδαρε κι εσύ Kοντοουρίτσα ελάτε… φύγαμε! Άλβι μην είσαι τόσο λιχούδης πάρε κι εσύ τη θέση σου και σταμάτα να τρως. Κι εσύ Πιτσιλοβούλη έλα και μην αργείς» φώναζε τους ταράνδους του έναν έναν. Μεμιάς το έλκηθρο πήρε φόρα και έσκισε το σκοτεινό ουρανό.
Τα κουδουνάκια των ταράνδων σαν καμπανούλες που έφερναν το χαρμόσυνο μήνυμα  της γέννησης του Χριστούλη, ηχούσαν σα μελωδία και άφηναν ένα μαγευτικό άρωμα. Το ταξίδι ξεκίνησε. Τα παιδιά με αγωνία περίμεναν τα δώρα τους και ευχαριστούσαν από καρδιάς το δικό τους Άγιο.
Από ψηλά όλα ήταν μαγικά. Οι ωκεανοί φαίνονταν σαν ένα γαλάζιο χαλί με λαμπερά χρώματα. Οι ουρανοξύστες τεράστιοι και μοναχικοί προσπαθούσαν να αγγίξουν τον ουρανό. Μάταιη προσπάθεια… Τα  βουνά όπως τα Ουράλια όρη από όπου τώρα περνούσαν, στέκονταν καμαρωτά και αγέρωχα.
«Το μήκος των βουνών αυτών είναι 2000 χιλιόμετρα και χωρίζουν την Ευρώπη από την Ασία» είπε ο Βαγγέλη διαβάζοντας το βιβλίο. «Α! εδώ είναι και η Κασπία Θάλασσα, τη λένε και ¨Η λίμνη της Γης¨ και εδώ είναι η Ασία με  Σινικό τείχος της Κίνας στα 6000 χιλιόμετρα μήκος. Πόσο μακρύ είναι!» θαύμασε ο μικρός. «…και εδώ βλέπουμε την ψηλότερη κορυφή του κόσμου, το Έβερεστ με 8846 μέτρα υψόμετρο»  πρόσθεσε ο Άγιος. Αυτά και πολλά ακόμη είδε ο μικρός και παρατηρούσε ότι σε όλα μέρη της γης απ΄ άκρη σ΄ άκρη τα παιδιά δέχονταν με αγάπη και χαρά τα δώρα του Αϊ Βασίλη.
Ήταν γρήγορος στις κινήσεις του παρά την ηλικία του ο Άγιος, ήταν κεφάτος και με χαρούμενη διάθεση μοίραζε δώρα σε όλα τα παιδιά της γης. Οι τάρανδοι γνώριζαν το δρομολόγιο και βοηθούσαν ώστε να φτάσουν πιο γρήγορα στον προορισμό τους. Ο μικρός συνταξιδιώτης φρόντιζε τους τεράστιους κόκκινους σάκους, έναν για κάθε ήπειρο. «Τι πολλά νερά! Δεν έχω ξαναδεί τόσο πολύ νερό μαζεμένο» φώναξε ξάφνου ο Βαγγέλης. «Είναι οι καταρράχτες του Νιαγάρα. Βρίσκονται ανάμεσα σε δύο λίμνες, τη λίμνη Οντάριο και τη λίμνη Ίρις» εξήγησε ο Αϊ Βασίλης και με μία γρήγορη κίνηση έστριψε το έλκηθρο για τον επόμενο προορισμό τους. «Φύγαμε για την Αυστραλία, το μεγάλο νησί με τα πολλά καγκουρό και την έρημο Βικτόρια».
Δάση, ποτάμια, λίμνες, γέφυρες, έρημη, ζώα μικρά και μεγάλα, τεράστια κτίρια παντού γύρω και ένας κεφάτος ήλιος τους συνόδευε στο ταξίδι τους. Φτάσαμε στην Αφρική! Έχει το ίδιο σχήμα από ψηλά, όπως και στο χάρτη που έχω στο δωμάτιό μου, πίσω από την πόρτα» αναφώνησε ο μικρός. 
«Πολύ σωστά» τον ενθάρρυνε ο Αϊ Βασίλης, «Λέγεται και ¨μαύρη ήπειρος¨ γιατί έχει πολλούς μαύρους ανθρώπους εδώ. Έχεις ακούσει για την έρημο Σαχάρα; Εδώ βρίσκεται και αυτή».  «Ναι, και οι πυραμίδες εδώ δεν είναι; Τις είδα και στο βιβλίο! Κοίτα, κοίτα…». Ο Αϊ Βασίλης πήρε και τον τελευταίο κόκκινο σάκο του και έφυγε για τη διανομή με το γνωστό γέλιο του να γεμίζει τον γκρίζο ουρανό.
Σε λίγο ξαναγυρίζει και αρχίζει να ψάχνει αγωνιωδώς το έλκηθρο. Σήκωνε πράγματα, τα άφηνε, γύριζε γύρω γύρω και για πρώτη φορά ο Βαγγέλης είδε την αγωνία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. «Ψάχνεις κάτι;» τον ρώτησε ο μικρός με την ίδια αγωνία. «Ναι, φαίνεται ότι κάπου έβαλα ένα δώρο και τώρα δεν το βρίσκω. Μήπως το βλέπεις εσύ;».
Το δώρο δεν υπήρχε πουθενά και η αγωνία του Αϊ Βασίλη όλο και μεγάλωνε. Τι θα έδινε στο παιδάκι που περίμενε με λαχτάρα το δώρο του; Ήταν το τελευταίο δώρο. Χωρίς να χάσει χρόνο ο Βαγγέλης, ανοίγει το σάκο του και βγάζει από μέσα το παιχνίδι που είχε πάρει μαζί του και που ήταν δώρο των γονιών του για τα γενέθλιά του. «Μπορείς να πάρεις το δικό μου παιχνίδι. Δεν το έχω ανοίξει ακόμη. Θα χαρώ πολύ να το δώσεις στο παιδάκι! Εγώ έχω κι άλλα παιχνίδια». Ο Αϊ Βασίλης κοίταξε με αγάπη το μικρό φίλο του και ένα δάκρυ συγκίνησης κύλησε στο παχουλό μάγουλό του. Αφού ο μικρός επέμενε τόσο ο Άγιος πήρε το δώρο και έφυγε πετώντας προς τις σκεπές των σπιτιών. 
«Και τώρα που τελείωσε η διανομή των δώρων ποιος είναι ο επόμενος σταθμός μας; Θα γυρίσουμε στο σπίτι;» είπε με απορία ο Βαγγέλης. Ο Αϊ Βασίλης δε μίλησε, έδωσε από ένα γλύκισμα ευχαριστώντας για τη βοήθειά τους στους πιστούς του τάρανδους, έριξε τη μαγική χρυσόσκονη στα ποδαράκια τους και ξεκίνησαν με τραγούδι, γέλιο και χαρά προς νέα κατεύθυνση.
Πετούσαν πάνω από θάλασσες, βουνά, λίμνες και όσο προχωρούσαν τόσο περισσότερο πάγωναν τα πάντα γύρω τους. Σε λίγο όλα ήταν λευκά από χιόνι και ομίχλη και πιο κάτω κρυστάλλινες παγωμένες πέτρες τους περίμεναν. Τα πάντα γύρω είχαν το άρωμα και τη μαγεία των Χριστουγέννων. Ξάφνου οι τάρανδοι έκαναν μια βουτιά και προσγειωθήκαν έξω από ένα μεγαλοπρεπή σπίτι σαν παλάτι. «Εδώ είμαστε, φτάσαμε!» είπε ο Αϊ Βασίλης στον Βαγγέλη και του έγνεψε να κατέβει. Ο μικρός δεν πίστευε στα μάτια του. Το όνειρό του έγινε πραγματικότητα. Βρισκόταν στο σπίτι του ΑΪ ΒΑΣΙΛΗ!!! στη Ροβανιέμι της Φιλανδίας.
Το σπίτι του βρισκόταν πάνω σε ένα βουνό που το όνομά του ήταν ¨Αυτί¨ για να ακούει τα πάντα από εκεί. Στο εσωτερικό του σπιτιού το πρώτο που αντίκρισαν μπροστά τους μόλις μπήκαν,  ήταν ένα τραπέζι στρωμένο με όλα τα καλά του κόσμου επάνω του. Τα ξωτικά τους περίμεναν και είχαν ετοιμάσει γι΄ αυτούς και το πουλιού το γάλα!
Αφού έφαγαν οι ταξιδιώτες και ξεκουράστηκαν, ο Αϊ Βασίλη οδήγησε το Βαγγέλη στο εργαστήριό του. Η είσοδος του εργαστηρίου ήταν μικρή και στενή και από εκεί έβλεπες έναν υπόγειο διάδρομο που στο τελείωμά του απλώνονταν μία σάλα. Στο βάθος αντίκριζε κανείς μια μεγάλη βαριά πόρτα, καλά ασφαλισμένη που άνοιγε μόνο με το κλειδί του Αϊ Βασίλη που είχε στη ζώνη του. Και τι δεν είδε ο μικρός μας φίλος στο άνοιγμα αυτής της πόρτας!
Τους καλοδέχτηκαν αρχικά οι πανέμορφες νεράιδες με λουλούδια και πολύχρωμες κορδέλες και γύρω τους έτρεχαν τα ζαβολιάρικα ξωτικά και τα καλικαντζαράκια. Ο Έλγουιν, ο αρχηγός τους, χοροπηδούσε τριγύρω τους και πείραζε τα μαλλιά και τα αυτιά τους, τους έλουζε με χρυσόσκονη, ανέβαινε πάνω στις λάμπες και έκανε κούνια και ακροβατικά και αναστάτωνε όλο το εργαστήρι με τις τσιρίδες του. Ο κουτσός και άγριος Ζυμαρομύτης και ο Μανδρακούκος ζήλεψαν τις σκανδαλιές του πρώτου και έτρεξαν κι αυτοί να κάνουν τις δικές του. Ανακάτεψαν τις χρυσόσκονες και τις κορδέλες περιτυλίγματος και μαζί με τον Κολωβελόνη που ήταν αδύνατος και σουβλερός σαν μακαρόνι, τον Μπιλ, τον Ρότζερ, τη Γούρι, τον Φρέντ, τον Τζο, τη Μπο και τον γκρινιάρη Φρέντι, έκαναν τσουλήθρα από την καμινάδα και παρέσυραν ένα σύννεφο σκόνης που χρωμάτισε μαύρα τα  πρόσωπά τους. Ο Βαγγέλης ήταν σίγουρος πια ότι ήταν πρωταγωνιστής σε ένα παραμύθι. Αυτό που ζούσε ήταν μία μαγεία, μία φαντασία, ήταν εξωπραγματικό!
Κοιτάζοντας τώρα γύρω του στο βάθος του εργαστηρίου διέκρινε πάγκους εργασίας, εργαλεία τοποθετημένα με σειρά στα ράφια τους, υλικά κάθε είδους, μηχανές… Σε λίγο έφτασαν και στο γραφείο του Αϊ Βασίλη. «Εδώ κάθομαι και διαβάζω τα γράμματά σας, ετοιμάζω τις λίστες με τα δώρα που μου ζητάτε και καταγράφω τα υλικά που θα χρειαστώ. Οι προετοιμασίες των νέων δώρων θα αρχίσουν σε μία εβδομάδα. Τα σκανδαλιάρικα αερικά που είδες και οι ευγενικές νεραϊδούλες είναι οι βοηθοί μου σε αυτό το απαιτητικό, αλλά κατά τα άλλα ευχάριστο έργο μου». Ο μικρός ταξιδιώτης παρατήρησε έναν ολόκληρο τοίχο γεμάτο με βιβλία και μία πινακίδα ψηλά που έγραφε «Η γνώση είναι δικαίωμα όλων!». Χωρίς αμφιβολία ήταν ένα τρισδιάστατο εργαστήριο με τα όλα του όπου όμοιό του δεν υπήρχε πουθενά αλλού!
Όλα τα καλά όμως κάποτε τελειώνουν και σαν ήρθε η ώρα της επιστροφής, ο Βαγγέλης έβγαλε αυθόρμητα από το λαιμό του το χοντρό κασκόλ και χωρίς να πει κουβέντα, το πέρασε με αγάπη στο λαιμό του Αϊ Βασίλη, ενώ εκείνος ταυτόχρονα σκυμμένος στο μπρούτζινο ντουλάπι ξεκλείδωνε μ΄ ένα χρυσό κλειδί το πορτάκι και βγάζοντας από μέσα μία χνουδωτή καρδιά ποτισμένη με νεραϊδόσκονη και άρωμα μαμάς, είπε: «Είναι δώρο της μητέρας μου, αλλά θα ήθελα να το κρατήσεις εσύ και μαζί με αυτό, σου δίνω την ευχή για όλους τους ανθρώπους της γης να έχουν αγάπη, υγεία, ομόνοια, ομορφιά και  ζεστασιά στις καρδιές τους, Να είναι πάντα καλά και να προοδεύουν». Αυτά είπε ο Αϊ Βασίλης και έκλεισε στη ζεστή αγκαλιά του το μικρό φίλο του, μια αγκαλιά τόσο ζεστή που έμοιαζε με αγκαλιά μαμάς…
Ανοίγοντας τα μάτια του ο Βαγγέλης βρισκόταν στην αγκαλιά της μαμάς του και κρατούσε πάνω του σφιχτά μια χνουδωτή καρδιά. Πάνω στο κομοδίνο δίπλα στο κρεβάτι του, ένα βιβλίο με τίτλο ¨Ταξίδια στον κόσμο¨ είχε ανοιχτή τη σελίδα σε όμορφο σπίτι στη Ροβανιέμι της Φιλανδίας. Και οι εκπλήξεις συνεχίστηκαν ως το βράδυ. Όταν άνοιξαν τα χριστουγεννιάτικα δώρα, ο Βαγγέλης δέχτηκε ένα ξεχωριστό δώρο από κάποιον ¨ΑΓΝΩΣΤΟ ΑΠΟΣΤΟΛΕΑ¨. Ήταν ένα παιχνίδι σαν κι αυτό που είχε δώσει ο Βαγγέλης στον  Αϊ Βασίλη για το τελευταίο παιδάκι της αποστολής. Ο μικρός έτρεξε αμέσως στο παράθυρο το άνοιξε και κοίταξε ψηλά. Τα κουδουνάκια ηχούσαν από μακριά και μία γνωστή μορφή φάνηκε, κλείνοντας με νόημα το μάτι στο Βαγγέλη του έγνεφε, υποσχόμενος για νέα ταξίδια και νέες περιπέτειες…

Συγγραφέας: Ελένη Μπλιούμη - Σπουδάστρια Tabula Rasa

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου