Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Παρασκευή 25 Ιανουαρίου 2019

"Οι κούκλες" της Ευαγγελίας Πέτρογλου


Ξύπνησα έντρομος. Για πολλοστή φορά τον τελευταίο καιρό. Άνοιξα τον υπολογιστή αφού έβαλα δίπλα μου ένα διπλό σκέτο ουίσκι. Ο κέρσορας αναβόσβηνε απαιτητικός, σκληρός μαζί μου. Ένιωθα ότι περίμενε κάτι από μένα. Εγώ όμως δεν είχα τίποτα να δώσω.
Όλοι περίμεναν από μένα κάτι. Η πρώην γυναίκα μου διατροφή. Ο εκδότης μου το επόμενο αριστούργημα μου. Τα παιδιά μου τον πατέρα τους. Ήθελα να τους πω να με παρατήσουν, αλλά λέξη δεν έβγαινε από το στόμα μου. Καθόμουν μπροστά από το πληκτρολόγιο άπραγος, μόνος σε ένα σπίτι σκοτεινό.
Έτσι ήταν και η ζωή μου τα τελευταία σαρανταπέντε χρόνια. Σε αυτό το σπίτι, μέσα στο σκοτάδι, με έναν πατέρα σιωπηλό και μοχθηρό, μια μητέρα τρομαγμένη που μονίμως είχε ένα μακρόσυρτο «σσσσς» στο στόμα για να κατευνάζει τα -ανύπαρκτα- πνεύματα και μια μικρότερη αδελφή που ελάχιστα θυμάμαι πια. Από αυτήν μόνο μια χλωμή σκιά θυμάμαι να κυκλοφορεί στο σπίτι χωρίς να προφέρει λέξη. Ζούσε χαμένη στα βιβλία και τις ανεμώνες της. Κι όταν «έφυγε» ξαφνικά, χάθηκε και η τελευταία ελπίδα χαράς μέσα μου. Η σιωπή έγινε η καλύτερη σύντροφος μου. Και για να αποφεύγω το αλλόκοτο βλέμμα του πατέρα, έμαθα να κοιτάζω πάντα τις μύτες των ποδιών μου σε τέτοιο βαθμό που μια ελαφριά κύρτωση άρχισε να διαφαίνεται στο σώμα μου. Αυτό με διευκόλυνε πολύ στις σχέσεις μου με τους ανθρώπους. Μπορούσα να τους παρατηρώ χωρίς να με παρατηρούν. Μετατρεπόμουν σε ένα μοχθηρό πλάσμα κι εγώ που σκεφτόταν μόνο πως θα καταφέρει να πραγματοποιήσει τους πιο σκοτεινούς σκοπούς του. Κλείστηκα λοιπόν στο δωμάτιο μου και σπάνια έβγαινα πλέον από εκεί. Συγκέντρωσα γύρω μου όσα περισσότερα βιβλία μπορούσα να συγκεντρώσω, ανάμεσα σε αυτά και τα βιβλία της αδελφής μου. Η νοσταλγία μου γι’αυτήν μεγάλωνε τόσο μέρα με τη μέρα όσο οι αναμνήσεις μου μαζί της χάνονταν στο βάθος του χρόνου. Με είχε πιάσει μια εμμονή. Να τη φέρω πίσω στη ζωή. Όλη μου η ενέργεια επικεντρώθηκε στο να μελετώ ξανά και ξανά οτιδήποτε έπεφτε στα χέρια μου σε σχέση με το θάνατο και την ανάσταση. Μελέτησα τον αποκρυφισμό και την αλχημεία ενώ σύχναζα περισσότερο στο νεκροταφείο παρά στα μπαράκια με τους συνομηλίκους μου. Ώσπου μια μέρα η μητέρα μου μπήκε στο δωμάτιο μου σαν σίφουνας και με έπιασε να διαβάζω την «Απίστευτη Νεκρανάσταση» της Μπλαβάτσκυ. Από τότε ξεκίνησαν οι επισκέψεις σε ειδικούς, μου χορηγήθηκαν ψυχοφάρμακα και με συντροφεύει η διάγνωση της σχιζοφρένειας. Η μόνη μου λύτρωση και ανακούφιση είναι έκτοτε το γράψιμο. Άρχισα να γράφω για τα πάντα. Τον σκύλο μου τον Όλαφ, τον πατέρα μου, την πρώτη πλατωνική μου σχέση με μια κοπέλα που έμοιαζε σε Εκείνη και φυσικά για Εκείνη. 
Σιγά-σιγά έγινα γνωστός. Τα διηγήματα τρόμου και τα αστυνομικά νουάρ ήταν το δυνατό μου στοιχείο. Σε μια παρουσίαση βιβλίου μου γνώρισα και τη Μιρέλλα, τη μετέπειτα γυναίκα μου. Ένιωσα για πρώτη φορά μετά από χρόνια ένα σκίρτημα στην καρδιά μου. Μπορεί να μην ήμουν ο πιο όμορφος άντρας του κόσμου, λίγο όμως το πνεύμα μου λίγο η έμφυτη μελαγχολία μου ήταν αρκετά για να τη γοητεύσουν και να μπει στη διαδικασία να με προστατεύσει ως λαβωμένη ψυχή. Κάναμε δύο γιους. Εγώ ευχόμουν βέβαια να γεννηθεί κόρη για να πάρει το όνομα Εκείνης. Τα αγόρια μου μεγάλωναν κι ευτυχώς δεν μου έμοιασαν καθόλου. Μετατράπηκαν σε δύο εύρωστα παλικάρια με ανησυχίες της ηλικίας τους και φυσικά άρχισαν να απομακρύνονται από το σιωπηλό και περίεργο πατέρα τους με τις απρόσμενες εκρήξεις θυμού και μελαγχολίας. Και φυσικά δεν ήταν οι μόνοι. Η Μιρέλλα άρχισε να λείπει τα βράδια. Πότε ήταν με φίλες της, πότε πήγαινε σε διάφορες εκδηλώσεις. Η απομάκρυνσή μας ήταν έκδηλη. Και μια ωραία πρωία μου ζήτησε διαζύγιο. Είχε κουραστεί από τη μελαγχολία μου, τα ξεσπάσματά μου και τη συγγραφική μου ενασχόληση. Ήθελε να ζήσει και να χαρεί τώρα που τα αγόρια μεγάλωσαν. Κι έτσι το σπίτι σιώπησε για μια ακόμα φορά.
Η μοναξιά μου έγινε και πάλι η παρέα μου. Ώσπου τις νύχτες άρχισα να βλέπω αλλόκοτα όνειρα. Στην αρχή έβλεπα σκιές και ομιχλώδη τοπία. Αργότερα έβλεπα μια μεγάλη πύλη κι εμένα να εισέρχομαι εκεί τη νύχτα. Τις τελευταίες φορές ένα αόρατο χέρι με οδηγούσε στο ιερό σημείο ταφής της. Ώσπου βρέθηκα μπροστά της. Με κοιτούσε με τα μεγάλα καστανά μάτια της και έμοιαζε πιο χλωμή από ποτέ. Άρχισε να ζει μέσα στο σπίτι. Καθόμασταν μαζί στο τραπέζι. Εγώ έτρωγα ή έπινα το κρασί μου. Αυτή μόνο με κοίταζε χωρίς ποτέ να ανοιγοκλείσει τα μάτια. Δεν με ενδιέφερε όμως. Αρκεί που ήταν εκεί. Άκουγα τη φωνή της να μου μιλάει, χωρίς ωστόσο να έχει κινήσει τα χείλη της. Κάτι μου ζητούσε. Θα έκανα τα πάντα για Εκείνη. Τώρα πλέον δεν ήμουν μόνο αδελφός, αλλά και πατέρας. Θα τη φρόντιζα.
Ο κέρσορας ακόμα αναβοσβήνει μπροστά μου. Τον κοιτάω μαγνητισμένος. Λέξη δεν μου έρχεται, αλλά δεν με ενδιαφέρει. Μόνο αυτό που ζητάει Εκείνη με αφορά. Μου ακουμπάει τον ώμο. Την ακολουθώ. Κατεβαίνουμε μαζί στο υπόγειο. Ανάβουμε τα κεριά. Ο χώρος γύρω είναι γεμάτος από τα αγαπημένα μας παιχνίδια. Μου δίνει την αγαπημένη της κούκλα και με κοιτάει να της χτενίζω τα μαλλιά και να την ντύνω. Κάθεται απέναντί μου με ένα λούτρινο αρκουδάκι στα χέρια. Της χαμογελάω ειρηνικά. Είμαι ευτυχισμένος. Και ένα αμυδρό χαμόγελο σχηματίζεται στα χείλη της…

Συγγραφέας: Ευαγγελία Πέτρογλου - Σπουδάστρια Tabula Rasa

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου