Η ωριμότητα έχει και
τα καλά της. Γιατί όλα όσα με απασχολούσαν κάποτε, σήμερα φαίνονται αστεία.
Μόνο θα ήθελα να ήταν εδώ και ο Τάκης να πίνουμε ένα ουζάκι και να
γελάμε. Που σε ρε Τάκη κακιά συναναστροφή μου!
Ποτέ δεν έμαθες πόσο σε ζήλευα για τα πυκνά μαλλιά σου. Ενώ εγώ αν και νεώτερος ήμουν «ο καράφλας». Η τουλάχιστον έτσι πίστευα ότι με αποκαλούσαν όλοι πίσω από την πλάτη μου. Και μια μέρα με έπεισες να αγοράσω εκείνη την περούκα που μόλις την είδε η Καιτούλα έβαλε τις φωνές σαν να έβλεπε κανένα θηρίο. Εδώ που τα λέμε σαν θηρίο έμοιαζε πάνω στην καρέκλα όταν την έβγαζα το βράδυ. Η Καιτούλα φοβόταν να την αγγίξει και έλεγε ότι έμοιαζε με μαλλιαρή εξωγήινη χελώνα.
Ποτέ δεν έμαθες πόσο σε ζήλευα για τα πυκνά μαλλιά σου. Ενώ εγώ αν και νεώτερος ήμουν «ο καράφλας». Η τουλάχιστον έτσι πίστευα ότι με αποκαλούσαν όλοι πίσω από την πλάτη μου. Και μια μέρα με έπεισες να αγοράσω εκείνη την περούκα που μόλις την είδε η Καιτούλα έβαλε τις φωνές σαν να έβλεπε κανένα θηρίο. Εδώ που τα λέμε σαν θηρίο έμοιαζε πάνω στην καρέκλα όταν την έβγαζα το βράδυ. Η Καιτούλα φοβόταν να την αγγίξει και έλεγε ότι έμοιαζε με μαλλιαρή εξωγήινη χελώνα.
Από τότε άρχισαν τα... δύσκολα. Κάθε πρωί έπρεπε να την κολλάω με εκείνο το
αυτοκόλλητο που είχαμε για τις μοκέτες. Εκεί που ποτέ δεν παρακολουθούσα το δελτίο
καιρού μόλις απόκτησα αυτή την καταραμένη περούκα έπρεπε να παρακολουθώ τα
μποφόρ για να ξέρω πόσα κομμάτια αυτοκόλλητο θα βάλω. Φοβόμουν τον άνεμο μη μου
την ξεκολλήσει και βλέπει ο κόσμος έναν καράφλα να κυνηγάει την περούκα του
έξαλλος. Έπρεπε να αποχαιρετήσω τις βουτιές στη θάλασσα και να
κάθομαι σαν παππούς κάτω από μία ομπρέλα. Τελικά αυτό το άχρηστο
αντικείμενο μου στέρησε την ελευθερία. Το μισούσα αλλά τελικά δεν μπορούσα να
το αποχωριστώ. Έγινε ο δυνάστης μου. Αυτή η «αδικία» της φύσης να χάσω τα
μαλλιά μου από μικρή ηλικία μου προκαλούσε ακόμα μεγαλύτερη ντροπή.
Κάθε φορά που περνάω
από τη θέση που ήταν εκείνο το Λούνα Πάρκ στην Παραλιακή όλο εσένα θυμάμαι
παλιόφιλε Τάκη με τις ιδέες σου. Αλλά εσύ δεν έφταιγες. Εγώ έφταιγα που
σε άκουγα. Θυμάμαι και εκείνη την μέρα της ντροπής στο "Ταψί" με τα παιδιά
και την Καιτούλα. Σε μια στιγμή γλίστρησα από το κάθισμα και βρέθηκα στο
κέντρο. Τρανταζόμουν στο ταψί μαζί με μια παχουλή κοπέλα που είχαν βγει τα
τροφαντά στήθη της έξω και χόρευαν στο ρυθμό της μουσικής. Ο κόσμος γελούσε.
Παρακαλούσα το Θεό να μη φύγει η περούκα. Ο Θεός όμως δεν με άκουσε. Η περούκα
ξεκόλλησε και πετούσε σαν πουλί με κατεύθυνση προς τη θάλασσα. Φώναζα να
σταματήσουν το άθλιο παιχνίδι αλλά δεν με άκουγε κανείς. Η Καιτούλα και τα
παιδιά είχαν ξεκαρδιστεί στα γέλια μαζί με όλο τον κόσμο. Κατέβηκα από το
«ταψί» και ένοιωσα όλα τα βλέμματα καρφωμένα πάνω μου. Έτσι νόμιζα. Ένοιωθα σαν
γυμνός.
Στο σπίτι η Καιτούλα δόξαζε
τον Κύριο που άκουσε τις προσευχές της και την απάλλαξε από τον εφιάλτη του
τέρατος όπως έλεγε. Ήρθε δίπλα μου και με αγκάλιασε για πρώτη φορά μετά από
μήνες. Με ήθελε πάντα όπως ήμουν και
αυτό το μαραφέτι είχε μπει ανάμεσά μας και προκαλούσε καυγάδες και περιφρόνηση
από τη μεριά της.
Τώρα
πλέον με την απόσταση του χρόνου αυτή η στιγμή φαίνεται μακρινή και αστεία. Από
αυτές τις στιγμές που σπάνε τη ρουτίνα και γίνονται ορόσημο και θέμα συζήτησης.
Τελικά κανείς ποτέ δεν έδωσε σημασία σε αυτή την «αδικία» της φύσης όπως
έλεγα. Όλα ήταν η ιδέα μου, η εμμονή
μου. Έπρεπε να περάσουν χρόνια για να το καταλάβω. Μόνο εσύ λείπεις Τάκη τώρα που σε χρειάζομαι.
Συγγραφέας: Μαρία Κόνιαρη - Σπουδάστρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου