Εκνευρίστηκα, σηκώθηκα,
άνοιξα το φως και αμέσως μετά το ψυγείο. Άρπαξα με το ένα χέρι από το πρώτο
ράφι ένα μισογεμάτο μπουκάλι άσπρο αφρώδες κρασί που είχε ξεμείνει από χτες και
με το άλλο χέρι ένα μήλο που είχε κυλίσει στην γωνία και περίμενε την σειρά του.
Έκατσα στο κρεβάτι και ενώ ο θόρυβος από δίπλα δεν έλεγε να κοπάσει, έβγαλα από
το συρτάρι μου, ένα καλοκαιρινό αξεσουάρ που χρησιμοποίησα στο κάμπινγκ, τις
αγαπημένες μου ωτοασπίδες. Καταπληκτική εφεύρεση όταν θέλεις να βρεις την
ησυχία σου και δεν σε αφήνουν.
Όταν ο δίσκος τελείωσε,
αφουγκράστηκα να δω μήπως ο θόρυβος είχε κοπάσει, κάτι που θα ήταν ευχής έργο,
αλλά δεν είχαν αλλάξει και πολλά μετά από μιάμιση ώρα περίπου. Η ώρα είχε πάει
τρεισήμισι, και το μάτι γαρίδα από τον εκνευρισμό μου, όχι γιατί νύσταζα πλέον
αλλά γιατί κάποιος άλλος μου έκοβε το δικαίωμα στην ηρεμία. Σκέφτηκα να
χτυπήσω, να τους πω τι θα γίνει ρε παιδιά, θα κοιμηθούμε σήμερα ή όχι αλλά μετά
από μια δεύτερη σκέψη, συνειδητοποίησα ότι δίπλα μου έμενε μια ηλικιωμένη κυρία
με το αυτιστικό εγγόνι της που το μεγάλωνε μόνη της. «Kέφια έχει
σήμερα η μικρή και δεν κοιμάται» σκέφτηκα διστακτικά γιατί ποτέ πριν δεν
ενόχλησαν με οποιοδήποτε τρόπο.
Η ώρα περνούσε, έβαλα
και δεύτερο δίσκο στο πικ-απ, αυτή την φορά τη συλλογή με τα τραγούδια της Edith Piaf να μου
γαργαλάει τα αυτιά και βούλιαξα πιο βαθιά στο πάπλωμα, μπας και κλείσει το μάτι
μου επιτέλους, αλλά η ώρα είχε πάει ήδη πέντε και εγώ αντί να κοιμηθώ άρχισα να
ακούω τα κοκόρια να λαλούν. Τόσα χρόνια σε αυτό το σπίτι ποτέ πριν δεν άκουσα
αυτόν τον ήχο. «Εκπληκτικό» σκέφτηκα, «έχουμε και κοκόρια στον Εύοσμο» και
γέλασα μόνη μου με την σκέψη.
Αφού άρχισαν να λαλούν τα κοκόρια μάλλον είναι ώρα για καφέ είπα ξανά μέσα μου και με βαριά καρδιά σηκώθηκα, ξαναέβαλα την ρόμπα μου που είχα αφήσει στην άκρη του κρεβατιού και τράβηξα σερνόμενη μέχρι την κουζίνα για να κάνω έναν δυνατό καφέ, να ξυπνήσω και εγώ όπως τα κοκόρια του γείτονα. Η καφετιέρα άρχισε να δουλεύει και ένα μεθυστικό άρωμα πλημμύρισε την κουζίνα. «Καταπληκτική εφεύρεση ο καφές τελικά» μονολόγησα πάλι και έβγαλα από το ντουλάπι μου την πιο μεγάλη μου κούπα, για να την γεμίσω.
Ο ήχος από το διπλανό
διαμέρισμα, ακόμα δεν είχε κοπάσει, απλά είχα πλέον την εντύπωση ότι είχε
μειωθεί η ένταση του. Πήρα τον καφέ μου και αυτήν την φορά πήγα στο σαλόνι,
έκατσα δίπλα στο καβαλέτο μου με τον μισοτελειωμένο πίνακα με ακρυλικά που δεν
έλεγα να τελειώσω εδώ και μια εβδομάδα λόγω των υποχρεώσεων. «Μήπως να πιάσω τα
πινέλα να τον τελειώσω τώρα, να ευχαριστηθεί και η μάνα μου που δεν θα δει όλο
αυτό το χάλι την Παρασκευή που θα έρθει; Καλή ιδέα», είπα φωναχτά και έβαλα την
πλαστική ποδιά του καλλιτέχνη.
Ζωγράφιζα, η ώρα
περνούσε αλλά απορροφημένη στην δημιουργία μου δεν έδινα πια σημασία στον
ενοχλητικό ήχο του διπλανού διαμερίσματος, μέχρι που γύρω στις 8:00 το πρωί
αποφάσισα να χτυπήσω την διπλανή πόρτα να δω τι γίνεται επιτέλους.
εξώπορτα του διαμερίσματος του νυχτερινού μου μαρτυρίου. Το χτύπημα σταμάτησε και άκουσα το τρίξιμο μιας καρέκλας πάνω στα σανίδια , χωρίς μια ομιλία, χωρίς τίποτα άλλο που να μου έδειχνε ότι κάποιος θα μου άνοιγε, παρόλαυτα εγώ περίμενα δυο λεπτά ακόμα.
Σε λίγο το κλειδί
γύρισε δειλά και πίσω από την πόρτα φάνηκε το μουτράκι της μικρής, να με κοιτά
με τα δυο μεγάλα εκφραστικά της μάτια, χωρίς να βγάλει λέξη.
«Που είναι η γιαγιά;»
της είπα χωρίς να περιμένω ουσιαστικά απάντηση και περίμενα.
Η μικρή μου άνοιξε την
πόρτα και μερικά βήματα πιο πέρα η γιαγιά κείτονταν στο πάτωμα, χωρίς να
κινείται. Μπήκα μέσα και την έπιασα, ήταν παγωμένη αλλά όχι νεκρή, ευτυχώς και
κάλεσα αμέσως τις πρώτες βοήθειες. Η μικρή σε μια γωνιά κοιτώντας το πάτωμα
συνέχιζε να χτυπάει με τα δάχτυλα της τα σανίδια, σαν έκφραση αγωνίας για την
γιαγιά της.
«Μικρέ μου νυχτερινέ
τύραννε ησύχασε, όλα θα πάνε καλά» της είπα και την πήρα στο διαμέρισμα μου να
της κάνω πρωινό.
Συγγραφέας: Ελληνίδα Κατιρτζόγλου - Σπουδάστρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου