Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2021

"Poisoning" της Αλίκης Καραθανάση

Η ώρα είναι 22:00.Το ραδιόφωνο παίζει χαμηλά τζαζ μουσική και έχω χαλαρώσει αρκετά. Σε μισή ώρα φτάνω στη θεία Μάρτα, η οποία σίγουρα θα με περιμένει φτιάχνοντας την αγαπημένη μου συνταγή, γλυκό τσίζκεικ με κεράσια, συνοδευόμενο από ζεστή σοκολάτα με  χρωματιστή τρούφα. Ξαφνικά, ακούγεται ένας ήχος από τη μηχανή του αυτοκινήτου. ΓΚΛΟΥΚ –ΓΚΛΟΥΚ. «Όχι..!» Αναφωνώ. Ο ήχος αναπτύσσεται και το αυτοκίνητο σταματάει λίγο λίγο στη μέση της πυκνής νύχτας. Μόνο μια λάμπα υπάρχει στη λωρίδα του δρόμου και τριγύρω δέντρα, φράκτες και πυκνή βλάστηση.

Κάνω κίνηση να πιάσω γραμμή στο κινητό, μα τίποτα… Πανικόβλητη πηγαίνω στο πορτμπαγκάζ με τρεμάμενη καρδιά, βγάζω έναν φακό, την τσάντα μου και λίγο νερό. «Δεν μπορεί! Δε γίνεται να μου συμβαίνει αυτό τώρα… Πρέπει να βγω από το αδιέξοδο». Περπατάω με το φακό και σε λίγα μέτρα πιο κάτω βλέπω κατά τύχη ένα πανδοχείο.

Πλησιάζω στη ρεσεψιόν. «Καλησπέρα, θα ήθελα ένα δωμάτιο για μια νύχτα, παρακαλώ». «Βεβαίως», με καλωσορίζει ένας κατάκοπος κυριούλης με καφέ πουλόβερ και κιτρινισμένα δόντια. Η μορφή του με κάνει να αηδιάσω κάπως, αλλά δεν το σχολιάζω περισσότερο, δε θα τον παντρευτώ εξάλλου.

Παίρνω τα μπαγκάζια μου, ανεβαίνω στο δωμάτιο και με γρήγορες κινήσεις χουχουλιάζω στα σκεπάσματα. Αργεί ακόμα να ξημερώσει και έτσι στο μεταξύ τρώω με λαιμαργία το σοκολατένιο κρουασάν που φύλαγα στην τσάντα μου. Όταν το τελειώνω, καλώ στη ρεσεψιόν. «Κύριε, κύριε παρακαλώ πολύ με το που ξημερώσει να καλέσετε το τοπικό συνεργείο για να φτιάξουν το αμάξι μου».

(Που να ήξερε η καημένη, τι θα επιφύλασσε η μοίρα?)

Παράλληλα, παραγγέλνω ένα  φλυτζάνι τσάι και εάν υπάρχει κάποιο κομμάτι κέικ. Η εξυπηρέτηση ήταν άμεση. Ο γηραιός κύριος με διαβεβαιώνει πως το αμάξι θα φτιάξει άμεσα και πως θα φύγω από εκεί σύντομα, να μην ανησυχώ!

Το τσάι μου ήρθε στο μεταξύ. Η γραμμή δυστυχώς δεν έπιανε ακόμα από το κινητό και το τηλέφωνο είχε κλειδωμένο κωδικό προκειμένου να καλέσεις άλλα τηλέφωνα. Αγχώθηκα που θα με ψάχνει η θεία μου, αλλά υπέμεινα ότι σε λίγο θα έρθει άλλη μέρα και όλα θα πάνε καλά. Τρώω με λαχτάρα το κομμάτι μου, το οποίο ήταν μέτριο αλλά πεινούσα  και ήπια λίγο λίγο το τσάι μου. Άρχισα να νυστάζω ξαφνικά. Πίνοντας την τελευταία γουλιά, ανοιγόκλεισα τα βλέφαρα μου στον πάτο του φλυτζανιού και αντίκρυσα την φράση «Υou ve been poisoned». Πλάκα μου κάνει, σκέφτομαι. Ναι καλά… Οκ, ωραία πλάκα!

Μόλις συνέρχομαι λιγάκι, τρέχω να κλειδώσω την πόρτα. Και νιώθω να με εγκαταλείπουν οι αισθήσεις μου λίγο λίγο. Εκείνη την ώρα, χτύπησε το τηλέφωνο.

-Καλησπέρα, είμαι ο Άντονι από τη ρεσεψιόν. Θα θέλατε λίγο τσάι ακόμα; χαχαχαχαχα

-Ποιος είσαι και τι θες από μένα;

-Τίποτα σπουδαίο, νομίζεις ότι είσαι κάτι το ξεχωριστό; Έχουν περάσει τόσες και τόσες από εδώ.

-Θα σε βρουν, δε σε φοβάμαι!

Κλείνω τη γραμμή, πιάνω το κινητό μου και αρχίζω να γράφω ένα μήνυμα στη θεία μου, λίγα λόγια  έτσι για να προλάβω πριν λιποθυμήσω. «Θεία, βοήθεια. Είμαι στο πανδοχείο ‘RED VELVET’ και κάτι μου έριξαν στο τσάι… Κάλεσε βοήθεια άμεσα!». Οι αισθήσεις μου δε με εγκατέλειψαν αμέσως, ήπια όλο το νερό που είχα και περίμενα.

Ξημέρωσε, βρισκόμουν ημιλιπόθυμη και άκουσα σειρήνες αστυνομικού περιπολικού. Ελπίζω να σωθώ, έκλαψα γοερά..!

Συγγραφέας: Αλίκη Καραθανάση - Σπουδάστρια Tabula Rasa

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου