Ο Άλεξ (Αλέξανδρος),
εκ πεποιθήσεως εργένης, ήταν Διευθυντής Προσωπικού σε έναν Ναυτιλιακό Όμιλο που
περιλάμβανε κορυφαίες ελληνικές επιχειρήσεις του κλάδου. Ο Όμιλος είχε έδρα τον
Πειραιά αλλά δεν θα μπορούσε να μην έχει παράρτημα και εδώ στο Ρότερνταμ˙ το μεγαλύτερο λιμάνι της Ευρώπης.
Με σημαντικές
σπουδές στο αντικείμενο ο Άλεξ διέθετε και πολλά από τα απαιτούμενα προσόντα:
οργανωτικές και διοικητικές ικανότητες, επικοινωνιακός, διαλλακτικός, ευέλικτος.
Υπήρχε, ωστόσο, και η σκοτεινή πλευρά του, που όταν εκδηλωνόταν δηλητηρίαζε το
κλίμα. Οσφραινόταν σαν λαγωνικό τις αδυναμίες των άλλων και, όταν το ήθελε, δεν
δίσταζε να τις εκμεταλλευτεί προς όφελός του, ακόμα και με όπλο την εξουσία του˙ δεν ήταν λίγες οι φήμες που
κυκλοφορούσαν για σχέσεις του με γυναίκες υπαλλήλους. Σχέσεις για τις οποίες
κανείς δεν μιλούσε ελεύθερα, επειδή, εκτός των άλλων, όλοι γνώριζαν ότι ¨είχε
πλάτες¨: τον Αντιπρόεδρο του Ομίλου, τον φίλο του τον Άρη. Επιπλέον, ζωτική
ανάγκη γι’ αυτόν ήταν να σκαρφίζεται συχνά καταστάσεις με σκοπό να διασκεδάσει όσο
γινόταν περισσότερο, καταστάσεις που για τους άλλους μπορεί να ήταν πολύ
δυσάρεστες˙ ο ολλανδός φίλος του ο Γιόχαν, Οικονομικός Διευθυντής
του παραρτήματος, τον κατσάδιαζε γι’ αυτό.
Ο Άλεξ έφθασε στο
γραφείο του κακόκεφος. Και Δευτέρα ήταν και το Σαββατοκύριακο που πέρασε ήταν
από τα χειρότερα˙ όλα είχαν πάει
στραβά με αποκορύφωμα τον άγριο τσακωμό με τη φιλενάδα του. Πίνοντας τον καφέ
του, διάβασε την τακτική εσωτερική αξιολόγηση όπου αποτυπωνόταν μείωση του
μέσου όρου απόδοσης των υπαλλήλων και η διάθεσή του στο ναδίρ. Συλλογίστηκε πώς
να χειριστεί το θέμα… και ένα σαρδόνιο χαμόγελο διαγράφηκε στα χείλη του.
Μετά από λίγο η
αίθουσα εκδηλώσεων είχε γεμίσει από τους υπαλλήλους
˙ είχαν κληθεί από τον Διευθυντή Προσωπικού για μια σημαντική
ανακοίνωση. Ο Άλεξ ανέβηκε στο βήμα και αρχικά τους υπενθύμισε «Πόσο τους έχει
συμπαρασταθεί… Πόση κατανόηση τους έχει δείξει…». Στη συνέχεια αναφέρθηκε στα πορίσματα
της αξιολόγησης και κατέληξε τονίζοντας μία προς μία τις λέξεις του: «Δυστυχώς,
δεν μπορώ να αποφύγω τη μείωση προσωπικού. Με τη λήξη του ωραρίου σας θα πάρετε
από ένα κουλουράκι της τύχης– είχε εμμονή μ’ αυτά– που θα γνωστοποιεί σε πέντε
από εσάς την απόλυσή σας».
Ένα βουητό από πνιχτά
επιφωνήματα έφθανε στ’ αυτιά του, ο Γιόχαν τον αγριοκοίταζε με εμφανή δυσφορία
και αυτός απολάμβανε το θέαμα: απορία, ανησυχία, αγωνία αλλά και οργή χαραγμένα
στα πρόσωπα των υπαλλήλων.
Ήταν ακόμα μία από
τις πλάκες του. Δεν θα απολυόταν κανείς αλλά η απειλή θα τους ταρακουνούσε και
θα βελτιώνονταν. Άλλωστε, βασικό καθήκον του δεν ήταν η ενεργοποίηση του
προσωπικού για υψηλότερες επιδόσεις;
Το βράδυ της ίδιας
μέρας, ο Άρης επιστρέφοντας στο σπίτι του στην Καστέλα, βρήκε την 15χρονη κόρη
του την Ισμήνη να διαβάζει στη Βιολογία για τις ομάδες αίματος.
Εκείνος –για
βιοπορισμό– ¨παντρεύτηκε¨ τα χρηματοοικονομικά και τη διοίκηση επιχειρήσεων, οι
φυσικές επιστήμες, όμως, ήταν η ¨ερωμένη¨ του. Όποτε το επέτρεπαν οι συνθήκες, συζητούσαν
γι’ αυτές με την κόρη του˙ μεταξύ
τους, άλλωστε, είχε αναπτυχθεί πολύ ισχυρός δεσμός.
Κάθισε δίπλα της και
εκείνη άρχισε να του εξηγεί με ενθουσιασμό και σιγουριά
τον τρόπο κληρονόμησης
των ομάδων αίματος. Του ανέφερε τα γονίδια που εμπλέκονται και έγραφε τους διάφορους
συνδυασμούς τους και την ομάδα αίματος που προέκυπτε κάθε φορά, όταν ξαφνικά… Κόπηκε
η μιλιά της: το βλέμμα του πατέρα της στο ¨πουθενά¨ και το πρόσωπό του άσπρο
σαν φάντασμα. Ο Άρης είχε ομάδα αίματος Ο και η Ισμήνη ΑΒ: σύμφωνα με τους
νόμους της κληρονομικότητας ήταν αδύνατον να είναι αυτός ο πατέρας της! Του το είχε αποδείξει ανυποψίαστη η ίδια η
Ισμήνη.
Βουρκωμένη αγκάλιασε
τον πατέρα της και με τρεμάμενη φωνή του ψέλλισε, «μπαμπά μου είσαι καλά;». Εκείνος
επιστρατεύοντας όλο του το κουράγιο, ανέκτησε τη ψυχραιμία του και την
καθησύχασε. «Αισθάνθηκα μια ζάλη… Φταίει η κούραση της ημέρας… Είμαι καλύτερα
τώρα… ». Της χάιδεψε τα μαλλιά, τη φίλησε και βρήκε τη δύναμη να της
χαμογελάσει ευχαριστώντας την για το μάθημα.
Έριξε λίγο νερό στο
πρόσωπό του και πήγε στη γυναίκα του τη Νατάσα. Ήταν μαζί είκοσι
χρόνια τώρα. Δεν υπήρξε ποτέ τρελά ερωτευμένος μαζί της, είχε βρει όμως σ’ αυτήν όσα αποζητούσε αδιαπραγμάτευτα από
μια γυναίκα. Κάθισε αποκαρδιωμένος,
της είπε τι συνέβη και περίμενε…
Η Νατάσσα δεν ήταν
σίγουρη για το ποιος ήταν ο πατέρας της Ισμήνης αλλά δεν ήθελε καθόλου να το
ψάξει. Τώρα, όμως, ήταν αντιμέτωπη μ’ αυτό που είχε απωθήσει στα κατάβαθα του
μυαλού της! Έγειρε το κεφάλι, στήριξε τους αγκώνες στα καλλίγραμμα πόδια της
και έκρυψε με τις παλάμες το γλυκό της πρόσωπο. Λυγμοί, αναφιλητά και δάκρυα
συνόδευαν τα λόγια της.
Ήταν τότε που ο Άρης
έλειπε για δέκα μέρες στο Λονδίνο για δουλειές… Ένα βράδυ κάλεσε τρία φιλικά
τους ζευγάρια για δείπνο… Ο Άλεξ ήρθε χωρίς τη φιλενάδα του… Έμειναν μόνοι τους
στο σπίτι… Την άρπαξε και τη φίλησε με πάθος… Τον απωθούσε αλλά εκείνος συνέχιζε…
Την έριξε στον καναπέ… Ήταν ασυγκράτητος… Δεν μπορούσε να του ξεφύγει. Υπολόγιζε ότι η
ημέρα εκείνη δεν ήταν γόνιμη… Δεν πήρε το χάπι της επόμενης μέρας. Φοβόταν την
αντίδρασή του και δεν του είπε τίποτα. Μόνο εκείνη ήξερε πόσο υπέφερε στη
θύμησή του…
Έμειναν για ώρα
σιωπηλοί.
«Προς το παρόν δεν
θα πεις τίποτα στην Ισμήνη» της είπε και τη ρώτησε: «τι ομάδα αίματος έχεις;»
«Α» του απάντησε. «Αν σε ρωτήσει η Ισμήνη, εγώ έχω Β» – έτσι θα συμφωνούσαν οι
ομάδες αίματος των τριών. Χωρίς άλλη κουβέντα έφυγε από το σπίτι˙ έπρεπε να σκεφτεί.
Ο Άρης γεννήθηκε σ΄
ένα άγονο ορεινό χωριό της Άρτας. Η απώλεια από νωρίς
της μητέρας του, το βουκολικό περιβάλλον, η σκληρή εργασία και η μεγάλη φτώχια,
σμίλεψαν τον σκληρό και κλειστό χαρακτήρα του. Καθόρισαν τα θέλω του
απ’
τη ζωή και τον όπλισαν με ατσάλινη θέληση και αποφασιστικότητα για να τ’
αποκτήσει.
Η αρχή ήταν δύσκολη.
Όταν σπούδαζε, για να καλύψει τα έξοδά του, βρέθηκε να κάνει τον πορτιέρη σ’
ένα νυχτερινό κέντρο διασκέδασης. Απέκτησε, έτσι, γνωριμίες και διασυνδέσεις
στον κόσμο της νύχτας, που αργότερα χρησιμοποίησε για ¨θελήματα¨ (εκβιασμούς,
απειλές, ξυλοκοπήματα…) στις επαγγελματικές του υποθέσεις. Δεν είχε πολλούς
ηθικούς φραγμούς πίστευε, πάντως, στη φιλία και την οικογένεια.
Η αποκάλυψη, κατά
περίεργο τρόπο, τον έκανε πιο ανθρώπινο. Η Ισμήνη του... Όταν
τον αγκάλιαζε αισθανόταν άλλος άνθρωπος… Τι και αν δεν ήταν η βιολογική του
κόρη; Την αγαπούσε πιο πολύ τώρα… Αυτός ήταν ο πατέρας της και κανένας άλλος!
Με τη Νατάσα, είχαν αντιμετωπίσει
πολλές φουρτούνες. Ποτέ δεν τον είχε απογοητεύσει. Δεν της φερόταν όπως έπρεπε.
Θα τη φρόντιζε περισσότερο.
Πόσο πολύ είχε
βοηθήσει τον Άλεξ… Τόσο καιροσκόπος και αδίστακτος ήταν; Τόλμησε να βιάσει τη
γυναίκα του… Πρόδωσε τη φιλία του με τον χειρότερο τρόπο… Θα το πλήρωνε πολύ
ακριβά…!
Την επόμενη Δευτέρα,
ο Άλεξ και ο Γιόχαν έτρωγαν μεσημεριανό στο κινέζικο εστιατόριο που σύχναζαν.
Ήπιαν την τελευταία γουλιά απ’ το κρασί τους και άνοιξαν τα κουλουράκια τους. Ο
Άλεξ διάβασε στο δικό του χαρτάκι: «Η ζωή σου βρίσκεται σε κίνδυνο. Μην
πεις σε κανέναν τίποτα. Πρέπει να φύγεις από το Ρότερνταμ αμέσως και να μην
ξαναγυρίσεις».
Τι ήταν αυτό;… Σαστισμένος
και με κάποια ανησυχία το έδειξε στον Γιόχαν. Εκείνος έβαλε τα γέλια και του
είπε. «Είναι δυνατόν να το πάρεις στα σοβαρά;»
Έφυγαν και ο Άλεξ
πήγε σπίτι του.
Προσπάθησε να
χαλαρώσει αλλά δεν μπορούσε, σκεφτόταν διαρκώς το μήνυμα. Τα κουλουράκια
γράφουν γενικολογίες… Αυτό είναι πολύ συγκεκριμένο… Είναι τυχαίο ή του κάνουν πλάκα; Μήπως
είναι αλήθεια; Αλλά από ποιον κινδυνεύει; Ποιος τον προειδοποιούσε και γιατί; Χάλασε η διάθεσή του
και δεν ήθελε να πάει στο επαγγελματικό δείπνο το βράδυ. Ήταν όμως υποχρεωμένος.
Εκείνο το βράδυ ο Άρης
κοιμήθηκε καλά. Είχε λάβει ένα
μήνυμα στον Η/Υ του: «Όποιος οδηγεί πιωμένος, κινδυνεύει να τον καταπιεί η
θάλασσα».
Και ο Γιόχαν
κοιμήθηκε καλά.
Μετά την «πλάκα με
τις απολύσεις» αποφάσισε να δώσει στον Άλεξ ένα καλό μάθημα. Θα τον πλήρωνε με
το ίδιο νόμισμα μήπως επιτέλους καταλάβαινε. Είπε στον σερβιτόρο του κινέζικου
να δώσει στον Άλεξ το κουλουράκι όπου είχε βάλει το μήνυμα αυτό.
«Θα του έκαναν ένα
αστείο… Θα το διασκέδαζε πολύ ο Άλεξ…». Με τη βοήθεια και του καλού
φιλοδωρήματος, ο σερβιτόρος πείστηκε. Δεν θα τον ζόριζε, πάντως,
πολύ ο Γιόχαν˙ το πρωί θα του
εξηγούσε.
Από νωρίς το επόμενο
πρωινό, στις τοπικές ιστοσελίδες διάβαζες:
«Αργά τη νύχτα, Ι.Χ.
έπεσε στα νερά του λιμανιού. Το αυτοκίνητο ανασύρθηκε μαζί με το πτώμα του
άτυχου οδηγού Άλεξ…, ο οποίος ήταν σημαίνον στέλεχος του Ομίλου… Εικάζεται ότι
πρόκειται περί τροχαίου δυστυχήματος...».
Ο Άρης έσπασε τον
Η/Υ του και ξεφορτώθηκε τα κομμάτια του ενώ ο Γιόχαν απαρηγόρητος ένιωθε
υπεύθυνος για το δυστύχημα.
Λίγες ώρες μετά, ο
Διοικητής του αστυνομικού τμήματος διάβαζε τα αποτελέσματα των ερευνών και της
νεκροψίας. «Δεν είχε βρεθεί τίποτα ύποπτο στον τόπο του συμβάντος… Ο οδηγός
είχε πιεί πολύ… Βρέθηκε στην τσέπη του ένα βρεγμένο χαρτάκι από κινέζικο
μπισκότο. Οι ειδικοί το αποκατέστησαν… Το χαρτάκι έγραφε….».
Ο Διοικητής
συνοφρυώθηκε. Στην υπόθεση αυτή κάτι
τον ξένιζε…
Συγγραφέας: Κώστας Τζερεφός - Σπουδαστής Tabula Rasa