Δεν ήταν από εκείνους τους χαζοαγρότες που ήταν ακαμάτηδες· τα χέρια του μικρού έπιαναν
πραγματικά. Από τότε που ο πατέρας του τους άφησε χρόνους, ο Στρατής βάλθηκε να γίνει ο άντρας της οικογένειας. Κι ας ήταν μόλις 17 ετών. Είχε να θρέψει μια μάνα ταλαίπωρη και δύο μικρότερες αδερφές. Πήρε λοιπόν επ’ ώμου τα χωραφάκια τους με μια δεκάδα ζωντανά και κάθε μέρα απ’ τα αξημέρωτα μέχρι το σούρουπο δούλευε σαν το σκυλί.
Το έλεγε η καρδούλα του του μικρού κι ας αναγκάστηκε να παρατήσει τις σπουδές του που τόσο αγαπούσε. Θα τέλειωνε φέτος το λύκειο και θα σπούδαζε μηχανολόγος σαν τον ξάδερφο του τον Αλέκο. Αυτό ήταν το όνειρό του. Μα η ζωή ήταν σκληρή μαζί του από νωρίς. Μεγάλωσε με έναν πατέρα αλκοολικό και βίαιο. Πολλά λέγαν στο χωριό για το πόσο βίαιος ήταν. Απέναντι στη γυναίκα του, στις δυο του κόρες, ακόμη και απέναντι στον ίδιο τον Στρατή. Μα όσο μεγάλωνε και άντρευε δεν κόταγε να τον πλησιάσει τον Στρατή τα βράδια που γύριζε πιωμένος από το καφενείο και ξέσπαγε τις ορμές του στη γυναίκα του. Το τελευταίο βράδυ πριν απογίνει το μοιραίο μαλώσανε τόσο πολύ για τις σπουδές του. «Μόλις πάρεις το απολυτήριο από το σχολείο έφυγες για φαντάρος και ύστερα θα έρθεις δίπλα μου στα χωράφια. Έχω ανάγκη από χέρια. Μην ξανακούσω για σπουδές και βλακείες. Άκου εκεί μηχανολόγος. Ποιος νομίζεις ότι είσαι;» φαρμακώθηκε ο Στρατής κι όλο το βράδυ δεν κοιμήθηκε από την στεναχώρια του. Όταν την άλλη μέρα σηκώθηκε για το σχολείο, ο πατέρας του είχε ήδη φύγει για τα χωράφια. Και δεν ξαναγύρισε ποτέ.
Δυο μέρες τον έψαχναν ώσπου βρήκαν το αγροτικό του σ’ ένα χαντάκι στο δρόμο προς τα χωράφια του. Ποιος ξέρει πόσο μεθυσμένος ήταν που πήγε κι έπεσε από το γκρεμό, σκέφτηκαν όλοι. Δεν έλειψε σε κανέναν όμως. Ίσα ίσα που ησύχασε η οικογένεια του από δαύτον. Και μπορεί τώρα πια το όνειρο του Στρατή για σπουδές να είχε χαθεί μια για πάντα, αλλά τουλάχιστον θα έπαιρνε τη ζωή του στα χέρια του.
Μαζί με τις σπουδές όμως έπρεπε να ξεχάσει και το Λενιώ του. Κι αυτό τον πονούσε πιότερο από όλα. Μαζί από το γυμνάσιο, κάνανε όνειρα κάθε μεσημέρι μετά το σχολείο στο δρόμο μέχρι τη στροφή πριν από το σπίτι της, όπου και την αποχαιρετούσε συνωμοτικά, μην τους δει και κανένα μάτι. Ο πατέρας της Λενιώς ήταν ο κοινοτάρχης, άνθρωπος αυστηρός μα αγαπητός στο χωριό και σεβαστικός. Κι ο Στρατής χωρίς να έχει κάνει τα κουμάντα του δεν ήθελε να εκθέσει το Λενιώ, παρόλο που ο πατέρας της τον συμπαθούσε. Έτσι νόμιζε τουλάχιστον.
Δυστυχώς όμως δεν άργησαν να του σφυρίξουν τα νέα για την κόρη του στο καφενείο. «Το Λενιώ μου με τον γιο του Λάμπη του μπεκρή; Δε θα είμαστε με τα καλά μας» άστραψε και βρόντηξε ο κοινοτάρχης κι απαγόρεψε στην κόρη του κάθε επαφή με τον Στρατή. Να πέσει να πεθάνει το Λενιώ, το ίδιο κι ο Στρατής που δεν μπορούσαν πια να βρεθούν μετά το σχολείο, μιας και την περίμενε η μάνα της απέξω κάθε μεσημέρι να την παραλάβει. Και σαν ήρθε καλοκαίρι και τελείωσε το σχολείο την έστειλε στην Αθήνα για σπουδές σε κολέγιο. Τι κι αν ο Στρατής έβαλε λυτούς και δεμένους να του μιλήσουν για τους καλούς σκοπούς του. Τι κι αν ο ίδιος φόρεσε μια μέρα τα καλά του και πήγε με γλυκά και με λουλούδια να ζητήσει το Λενιώ. Ανένδοτος ο κοινοτάρχης.
Και οι μήνες περνούσαν κι ο Στρατής μαράζωνε μακριά από το Λενιώ του. Όλη τη μέρα δούλευε και τα βράδια μελετούσε τα βιβλία μηχανολογίας που του είχε δώσει ο ξάδερφος του, μόνο αυτό του έδινε λίγη χαρά. Ώσπου ένα πρωί μεγάλη αναστάτωση βρήκε το χωριό. Ο κοινοτάρχης νεκρός σε τροχαίο. Καρφώθηκε με το αμάξι του σε μια κολώνα της ΔΕΗ μετά από μια απότομη στροφή στον επαρχιακό δρόμο. Γύρισε το Λενιώ να θάψει τον πατέρα της και σαν αντίκρυσε τον Στρατή έπεσε στην αγκαλιά του και δεν βγήκε από εκεί ποτέ ξανά. Μετά το ετήσιο μνημόσυνο του κοινοτάρχη ο Στρατής παντρεύτηκε με το Λενιώ και όλο το χωριό χάρηκε με τη χαρά τους. Ο Στρατής αποδείχθηκε σωτήρας για την οικογένεια της Λενιώς που μετά τον χαμό του κοινοτάρχη ορφάνεψε και βγήκαν χρέη και κομπίνες στη φόρα. Κι ο Στρατής στάθηκε βράχος και τους ξελάσπωσε και ζήτησε το χέρι της Λενιώς από τη μάνα της αυτή τη φορά κι εκείνη καλοδέχτηκε την πρότασή του.
Κι έτσι οι δυο οικογένειες ενώθηκαν, με τον Στρατή να δουλεύει στα χωράφια του πατέρα τουκαι να ανοίγουν οι δουλειές του, έχοντας δίπλα του την ταλαίπωρη μάνα του, τις αδερφές του και το Λενιώ του. Και τα κατάφερνε μια χαρά. Δεν ήταν ακαταμάτης ο Στρατής, έπιαναν τα χέρια του. Αγρότης ήταν μα μηχανολόγος ήθελε να γίνει. Μηχανολόγος αυτοκινήτων. Θα ήταν καλός στην δουλειά του. Το απέδειξε δύο φορές.(*η πρώτη πρόταση είναι από το βιβλίο «Παγωμένος Άγγελος» του Samuel Bjork)
Συγγραφέας: Σοφία Κουτσούκου – Σπουδάστρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου