Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Πέμπτη 25 Μαρτίου 2021

"Η Κοκκινοσκουφίτσα έγινε γιαγιά" της Κορνηλίας Πετράκη

«Κατάλαβες παιδί μου πως πρέπει να ακούς τη μητέρα σου και να προσέχεις τον κακό το λύκο;» συμβούλεψε η γιαγιά τη μικρή της εγγονή. «Ναι γιαγιούλα μου έχεις δίκαιο. Τι κακός και πονηρός που ήταν αυτός ο λύκος και πόσο άσχημα σας είχε φερθεί». Η μικρή εγγονή άκουσε με προσοχή την ιστορία της γιαγιάς της και χώθηκε στην γλυκιά αγκαλιά της. Το μακρύ ξεφτισμένο κόκκινο σκουφάκι της γιαγιάς ακούμπησε τα ροδαλά ολόφρεσκα μαγουλάκια της Μικροσκουφίτσας όπως την έλεγε η γιαγιά της, η Κοκκινοσκουφίτσα. Ήταν γεγονός η Κοκκινοσκουφίτσα διάβαζε το παραμύθι της, στην δική της εγγονή.

Είχαν περάσει χρόνια πολλά και η Κοκκινοσκουφίτσα είχε γίνει πλέον γιαγιά. Οι βαθιές γραμμές στο πρόσωπο της ήταν πολλές και βαθιές τόσο όσο κάτι χαράδρες σε απόκρημνους γκρεμούς . Τα καστανά μαλλάκια της άφησαν τη θέση τους σε έναν κότσο από μαλλί της γριάς, σαν αυτόν που πουλάνε στα πανηγύρια οι πλανόδιοι πωλητές. Μόνο το κόκκινο σκουφάκι ήταν αυτό που μαρτυρούσε το όνομα και την ιστορία της. Αυτό που της είχε ράψει η μαμά της όταν ήταν και αυτή μικρή.

Η Κοκκινοσκουφίτσα εδώ και εβδομήντα χρόνια ζούσε σε ένα καλύβι ξύλινο φτιαγμένο από τα καλύτερα ξύλα του δάσους. Το είχε χτίσει ο άντρας της ο κυνηγός, ναι αυτός που την είχε σώσει τότε και αυτήν και την γιαγιά της από τον κακό λύκο. Παντρεύτηκαν, έκαναν μαζί μία κόρη και αυτή με τη σειρά της έκανε την Μικροσκουφίτσα, την εγγονή της Κοκκινοσκουφίτσας.

Η Κοκκινοσκουφίτσα όλα αυτά τα χρόνια καθόταν σε μια μπλε βελούδινη άνετη και μεγάλη πολυθρόνα και έραβε. Έραβε από το πρωί μέχρι το βράδυ. Από το βράδυ μέχρι το πρωί. Έραβε μικρά και μεγάλα κόκκινα σκουφάκια για μικρά και μεγάλα κεφαλάκια. Έραβε κόκκινα σκουφάκια για όλα τα ζωάκια. Το χωριό τους απομακρυσμένο από τις ακτίνες του ήλιου, ήταν κοκαλωμένο από το κρύο! Για αυτό η καλή γιαγιάκα έραβε και έραβε κόκκινα σκουφάκια για να ζεστάνει όλα τα σκαντζοχοιράκια, τα σκιουράκια, τα ποντικάκια, τα μερμηγκάκια, τα αλεπουδάκια και τα μικρά καλά λυκάκια. Μόνο όμως τα μικρά καλά λυκάκια και όχι εκείνον τον κακό ακόμα γέρο λύκο. Εκείνον με την γέρικη πια καμπούρα, τα ρυτιδιασμένα χέρια και χαλασμένα δόντια από το χρόνο. Αυτός ήταν ο μόνος που ξεχώριζε από όλα τα κοκκινοσκουφιασμένα καλά ζωάκια του δάσους. Γιατί ξέρετε, η Κοκκινοσκουφίτσα δεν θα έφτιαχνε ποτέ σκουφάκι για αυτόν τον κακό και πονηρό λύκο. ¨Έφτιαχνε σκουφάκια μόνο για τα καλά ζωάκια. Ο λύκος όμως ζήλευε τόσο πολύ και ήθελε και αυτός ένα.

«Καλημέρα Κοκκινοσκουφίτσα, γκρρρ…» της έλεγε κάθε πρωί. «Άλλαξες τελικά γνώμη θα μου ράψεις και εμένα ένα κόκκινο σκουφάκι;»

«Αχ βρε λύκε, σου το έχω πει πως εάν δεν γίνεις καλός, δεν θα μπορέσω να σου το κάνω. Η κλωστή είναι μαγική και θα ξηλωθεί μονομιάς στο κακό και ξεροκέφαλο κεφάλι σου».

Ο λύκος τόσο που θύμωνε κάθε φορά. Και τι δεν της είχε πάει από δώρα μπας και τη χρυσώσει. Από μοσχομυριστά κόκκινα μπισκότα από το Χάλστατ, μέχρι μεταξωτά κόκκινα νήματα από την Πόλη. Σοκολατάκια με κόκκινο σιρόπι φράουλας και βατόμουρου. Έφερε κοκκινομαλιασμένο στρατό να φυλάει τα σύνορα του χωριό. Μέχρι και ένα κατακόκκινο άγαλμα της έστησε στην πλατεία του χωριού. Αλλά η Κοκκινοσκουφίτσα του είχε επαναλάβει τόσες φορές πως το μόνο που ήθελε από αυτόν ήταν να γίνει καλός. Τι πιο απλό, αλλά και πιο δύσκολο για αυτόν. Και τι δεν σκαρφίστηκε το πονηρό μυαλό του για να αποκτήσει ένα κόκκινο σκουφάκι σαν αυτό που φορούσαν όλοι στο χωριό. Όμως μάταια. Πως ήταν δυνατόν να βγει καλοσύνη από την τόσων χρονών μαραμένη καρδιά του; Η ζήλια, η κακία, η πονηριά και η γκρίνια είχαν στοιχειώσει το κορμί και το μυαλό του.

Ήταν βράδυ όταν ο λύκος σκεπάστηκε με τη χοντρή γκρι κουβέρτα του που μύριζε στάχτες από τη ξυλόσομπα του δωματίου του. Ο ύπνος τον πήρε και ξαφνικά έγινε κάτι παράξενο. Ένα πνεύμα εμφανίστηκε μέσα στο όνειρο του. Ήταν αυτό που την προηγούμενη ημέρα το είχαν παρακαλέσει όλα τα ζωάκια του δάσους να τον επισκεφτεί για να τον βοηθήσει να γίνει καλός. Ήταν το καλό πνεύμα του δάσους, που έβλεπε τον λύκο να τυραννιέται να γίνει καλός και να μην μπορεί. Ήταν η μόνη του ελπίδα! Το πνεύμα άκουσε όλες τις προσευχές από τα κοκκινοσκουφιασμένα ζωάκια και τελικά κατάφερε να εμφανιστεί. Ήρθε, και άπλωσε όλη τη μαγική σκόνη της καλοσύνης και της γαλήνης πάνω από το κεφάλι του λύκου και εξαφανίστηκε. Το πρωί ο λύκος ξύπνησε με μια περίεργη αίσθηση. Ένας βαρύς πονοκέφαλος τον έκανε να σέρνει αργά τα βήματα του. Ξαφνικά μια γλυκύτητα και καλοσύνη ένιωσε στην ανάσα του. Το πνεύμα είχε κάνει σωστά τη δουλειά του. Ο λύκος τελικά άλλαξε και έγινε μόνο καλός και τρυφερός. Όλοι στο χωριό χάρηκαν και η Κοκκινοσκουφίτσα ακόμη περισσότερο. Τελικά του έραψε το πιο κόκκινο σκουφάκι του χωριού και του το χάρισε την επόμενη κιόλας ημέρα.

Η προσευχή νίκησε!

Στο χωριουδάκι όλοι πλέον φορούσαν κόκκινα σκουφάκια γι’ αυτό το ονόμασαν Κοκκινοχωριουδάκι και αν ψάξετε το όνομά του, θα το βρείτε γραμμένο στο βιβλίο Γκίνες ως το πιο κόκκινο χωριό του κόσμου!

 

Συγγραφέας: Κορνηλία Πετράκη - Σπουδάστρια Tabula Rasa 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου