Πέρασαν εικοσιπέντε χρόνια και δίπλα σ’ έναν αργυροχρυσοχόο έμπορα στον Μίντγκαρντ καθόταν ο νέος γιος του δείχνοντας μεγάλο ζήλο για την δουλειά. Όμως εκτός από την τέχνη, ο Νέρμιν ήταν και πολύ καλός στην ξιφασκία και στην τοξοβολία κάτι που του είχε διδάξει ο θείος του και αδερφός του πατέρα του. Μητέρα δεν είχε γιατί πέθανε μόλις γεννήθηκε αυτός από αρκετή αιμορραγία κι έτσι μεγάλωσε από τον πατέρα του, Νταρν και τον θείο του Μέντεν. Μία μέρα ο Νέρμιν πλησίασε, καθώς διέσχιζε το μεγάλο δάσος, στους καταρράκτες της λίμνης και αποφάσισε να κολυμπήσει. Κολυμπούσε όσο βαθύτερα μπορούσε αγνοώντας τον κίνδυνο απ’ την δύναμη του ρεύματος. Μία αναλαμπή από τον ήλιο που έπεφτε σ’ ένα αντικείμενο του τράβηξε την προσοχή. Πιάστηκε από ένα μεγάλο κλαδί ανέβηκε κάτι βράχους και πλησίασε πιο κοντά. Παρατήρησε αγριόχορτα του γκι πάνω σ’ ένα φέρετρο. Η περιέργεια τον ώθησε να τραβήξει τα αγριόχορτα και να δει το πρόσωπο του νεκρού που κοιμόταν. Αυτό που είδε τον άφησε άφωνο. Μία πανέμορφη νύμφη του δάσους υπήρχε εκεί και χωρίς να διστάσει την φίλησε στο στόμα. Τότε ο ήλιος έλαμψε πιο πολύ πάνω στο άσπρο δέρμα της κι εκείνη σηκώθηκε. «Μπαλντρ;» είπε σιγομιλώντας. «Δεν είμαι ο Μπαλντρ, αλλά ο Νέρμιν!» αν και το όνομα αυτό κάτι του θύμιζε. Το έβλεπε από μικρός στα όνειρά του να τον αποκαλούν έτσι και τότε κατάλαβε ότι αυτή η κόρη ίσως ήταν το πεπρωμένο του.
Η Νάννα περπατούσε για αρκετή ώρα δίπλα στον Νέρμιν για να συνειδητοποιήσει τί πραγματικά συνέβαινε. Ο νέος της θύμιζε τόσο πολύ τον Μπαλντρ! Και της εξομολογήθηκε ότι την ερωτεύτηκε! Το ίδιο άρχιζε να νιώθει κι εκείνη μόνο που δίσταζε στην ανάμνηση του Μπαλντρ. Του ζήτησε χρόνο για να κατανοήσει κάποια πράγματα κι έτσι οι δύο νέοι έγιναν πάρα πολύ καλοί φίλοι.
Η Νάννα επισκέφτηκε την καλύβα που έμενε με τον πατέρα της και συνάντησε τον Σίχμουντ πολύ πιο μεγάλο. Τότε συνειδητοποίησε ότι είχαν περάσει αρκετά χρόνια. Εκείνος μόλις την είδε χάρηκε και την αγκάλιασε κλαίγοντας από συγκίνηση που πραγματικά η κορούλα του ήταν ζωντανή. «Επιτέλους, η προφητεία πραγματοποιήθηκε!». «Ποια προφητεία ρώτησε η Νάννα;». «Το ότι θα σε ξυπνούσε από αιώνιο λήθαργο το φιλί ενός νέου, που θα ήταν η μετενσάρκωση του Μπαλντρ!» της απάντησε η Φρέγια έξω από την καλύβα που κρατούσε ένα καλάθι με τρόφιμα για τον Σίχμουντ. Του πήγαινε φαγητό όλα αυτά τα χρόνια. Η Νάννα έτρεξε και αγκάλιασε την φίλη της που τόσο της είχε λείψει! Έπειτα αφού δείπνησαν και οι τρεις τους η Φρέγια και η Νάννα βγήκαν στο δάσος για να περπατήσουν. Ο ήλιος πέφτοντας στο μενταγιόν της Φρέγια γινόταν όλο και πιο δυνατός μέχρι που τράβηξε το βλέμμα του Νέρμιν από μακριά. Ήταν εκείνη, ως θεά του έρωτα που συνέβαλλε στο να συναντήσει ο Νέρμιν την Νάννα. Τις πλησίασε ο Νέρμιν και η Φρέγια κάτι του θύμιζε. Τότε διηγήθηκε όλη την αλήθεια και στους δύο και πως συνεργάστηκε με την Χελ για να εξελιχτούν τα πράγματα μ’ αυτό τον τρόπο. Οι νόρνες θύμωσαν! Από που κι ως που οι θεοί καθορίζουν την μοίρα των ανθρώπων!
Στην μεγάλη έπαυλη του Νταρν γινόταν μεγάλος γάμος. Παντρευόταν το μοναχοπαίδι του, ο Νέρμιν με την Νάννα. Από τους θεούς καλεσμένοι σ’ αυτό τον γάμο ήταν η Φρέγια και ο Νόνταν, τον οποίο με τον καιρό η εγγονή του άρχιζε να τον συγχωράει για τον θάνατο της μητέρας της. Η Φρέγια έδωσε ως γαμήλιο δώρο στο ζευγάρι αιώνια αγάπη και παντοτινό έρωτα ενώ ο Νόνταν είχε μία άλλη έκπληξη, έκανε την εγγονή του αθάνατη βαλκυρία. Ο Νέρμιν, όμως, παρέμενε θνητός. Αγαπούσε τόσο πολύ την σύζυγό του που την νύχτα του γάμου τους της προσέφερε το δικό του πολύτιμο δώρο. Πέρασε στο λαιμό της ένα περιδέραιο από πέτρες που αποτελούσαν αχλαδόμορφα κομμάτια κρυστάλλου. Επρόκειτο για τις «Magatama» τις ιερές πέτρες σύμφωνα με τον αργυροχρυσοχόο πατέρα του, που έφερναν προστασία, ευημερία και καλοτυχία. Ο ήλιος τις έκανε πράσινες και η σελήνη μπλε. Η Νάννα χάρηκε τόσο πολύ μ’ αυτό το δώρο που ορκίστηκε στον άντρα της ότι δεν θα το αποχωριζόταν ποτέ. «Σ’ αγαπώ!» του είπε. «Είμαστε πλασμένοι ο ένας για τον άλλον!» της ανταποκρίθηκε με μία ιδιαίτερη λάμψη στα μπλε μάτια του.
Για τον γάμο του Νέρμιν έμαθαν και η Φρίγκα με τον Οντίν στο Άσγκαρντ. Πάντα ήξεραν ότι ήταν ο γιος τους αλλά δεν μπορούσαν να παρευρεθούν δίπλα του για να μην κινήσουν τις υποψίες των γιγάντων. Ο Λόκι, όμως, ως κακόβουλος που ήταν πάντα, κρυφάκουσε την συζήτησή τους και έγραψε ένα γράμμα στον αρχηγό των γιγάντων, τον Σεφ, εκείνον που είχε τραυματίσει κάποτε για να σώσει την Φρέγια. Νέα οργή των γιγάντων ξέσπασε στο Μίντγκαρντ.
Η Νάννα και ο Νέρμιν έχαναν όλο και περισσότερο έδαφος από αυτό τον πόλεμο για να υπερασπιστούν τους ανθρώπους από τους γίγαντες. Οι εχθροί τους είχαν τεράστια δύναμη! Κατοικούσαν στο Γιότουνχέιμ γύρω από το Μίντγκαρντ και έτσι μπορούσαν να ασκούν άμα το ήθελαν μεγάλη επιρροή στους θνητούς. Αρκετά κουρασμένη και εξουθενωμένη καθόταν η Νάννα πάνω σ’ έναν βράχο αλλά ο Νόνταν προσπαθούσε ως βαλκυρία που ήταν να την ενθαρρύνει και της πρότεινε να ζητήσει βοήθεια από την μαγεμένη γάτα, την Μπαστέτ, που κατοικούσε σε μία σπηλιά στην βουνοκορφή. Πήγε η Νάννα να την συναντήσει αλλά η Μπαστέτ δεν βρισκόταν πλέον εκεί! Ο Νέρμιν έκανε μεγάλη συμμαχία με το Σβαρταλφχείμ που κατοικούνταν από νάνους, αιώνιοι εχθροί των γιγάντων και επιδέξιοι στο βέλος. Η μεγάλη μάχη ανθρώπων και νάνων εναντίον γιγάντων έφτασε και οι πρώτοι έμειναν αλώβητοι ενώ οι γίγαντες οδηγούνταν στην πτώση τους. Ο Σεφ ερχόμενος σε απελπισία με την ήττα του αποφάσισε να εκδικηθεί με τον χειρότερο τρόπο, απήγαγε την μοναδική βαλκυρία που απέμεινε ρίχνοντάς της πάνω της ένα μαύρο ύφασμα για να την παγιδεύσει. Ο Νέρμιν τρελάθηκε όταν έχασε την Νάννα και θα έκανε τα πάντα για να την φέρει πίσω.
Στο παλάτι των γιγάντων ο Σεφ ήταν αποφασισμένος. Εφόσον κάποτε δεν μπορούσε να έχει την Φρέγια ως γυναίκα του, θα είχε την Νάννα. Του φαινόταν πιο ελκυστική αυτή η βαλκυρία και απόψε θα την έκανε δική του. Έτσι την κάλεσε σε επίσημο προσωπικό γεύμα για να την γνωρίσει καλύτερα και να την παντρευτεί στην συνέχεια. Στο δωμάτιο που ήταν φυλακισμένη η Νάννα πληθώρα υπηρετών την στόλιζαν. Μετά από λίγο η Νάννα παρουσιάστηκε μπροστά στον Σεφ. Ήταν τόσο όμορφη που δεν μπορούσε να κρατηθεί! Πήγε να την αγγίξει αλλά το περιδέραιό της έλαμψε τόσο έντονα που τυφλώθηκε στιγμιαία. Μόλις ανέκτησε την όρασή του διέταξε τους φρουρούς του να την κλείσουν στα μπουντρούμια. Απόρριψε το ενδεχόμενο να κάνει για σύζυγό του μία ιερή κυρία Magatama. Όμως αν την κρατούσε φυλακισμένη ίσως κατάφερνε να σκοτώσει τον Νέρμιν και να προκαλούσε την οργή και των υπόλοιπων θεών.
Το κελί της Νάννα ήταν τόσο σκοτεινό που δεν έβλεπε τίποτα. Αισθανόταν ότι βρισκόταν στο απέραντο σκοτάδι και ήταν τόσο μόνη. Μακάρι ο Νέρμιν να την έβρισκε άμεσα! Καθόταν εδώ και ώρες και σκεφτόταν. Τόσα χρόνια είχε αφεθεί σε μεγάλο ύπνο αλλά μπροστά του οι στιγμές στο κελί έμοιαζαν με αιωνιότητα. Αποκοιμήθηκε κι άρχιζε να ονειρεύεται μέχρι που ένα άγγιγμα στους αγκώνες της από ένα ζώο την ξύπνησε. Άρχιζε να τρίβεται πάνω της ένα τριχωτό ζώο και όταν το ακούμπησε κατάλαβε ότι επρόκειτο για μία γάτα. «Πώς βρέθηκες εσύ εδώ;» την ρώτησε και χωρίς να περιμένει καμία απάντηση μετά από λίγο άκουσε την γάτα να της μιλά. «Είμαι φυλακισμένη όπως κι εσύ. Μόνο που εγώ είμαι και καταραμένη!». Δεν πίστευε στα αυτιά της. Μέχρι που η Μπαστέτ της διηγήθηκε όλη την ιστορία. Κάποτε ήταν η τελευταία νόρνα, η τέταρτη μικρότερη από τις τρεις αδερφές της με μεγάλη διαφορά ηλικίας. Οι νόρνες τότε είχαν τόση δύναμη που μπορούσαν να καθορίσουν τα πάντα, αρκεί να μην εμπλέκονταν με θεούς και ανθρώπους. Ήταν οι μοίρες των πάντων, η Ουρντ «πεπρωμένο, αυτό που έχει γίνει», η Βερντάντι «ανάγκη, αυτό που γίνεται», η Σκουλντ «ύπαρξη, το πρέπον» και η Μπαστέτ «ιδανικότερο, αυτό που θα ήταν καλύτερο να γίνεται». Η Μπαστέτ ήταν νέα και όμορφη και δεν μπορούσε να υπακούσει σ’ όλους τους κανόνες. Έτσι ερωτεύτηκε έναν θεό που είχε εκλεγεί να καθορίσει την μοίρα του, τον Σάλιντ, τον δίδυμο αδερφό του Νόνταν. Όταν το έμαθαν οι αδερφές της την εξόρισαν από την εξώσφαιρα, την καταράστηκαν να χάσει κάθε ανθρώπινη μορφή και να μετατραπεί σε γάτα, όπου θα ζούσε σε μία σπηλιά στο βουνό μόνη της μέχρι που την βρήκαν οι γίγαντες και την φυλάκισαν. Στον Σάλιντ έδωσαν ειδική κατάρα και πέθανε από λέπρα. Συμπόνοια και θλίψη πλημμύρισαν την ψυχή της Νάννα και αγκάλιασε την Μπαστέτ μέχρι που και οι τρεις νόρνες δάκρυσαν από αυτή την στάση και αποφάσισαν να πάρουν το μέρος των δύο κοριτσιών.
Ο Νέρμιν επισκέφτηκε το Άσγκαρντ και συνάντησε τους γονείς που είχε στην προηγούμενη ζωή. Ζήτησε βοήθεια από τον Οντίν, την Φρίγκα και τον Θωρ για να μπει στο παλάτι του Σεφ και να απελευθερώσει την γυναίκα του. Μπροστά του φάνηκε κι ο Λόκι μ’ ένα ειρωνικό χαμόγελο. Μετά από λίγο όταν ήταν μόνοι πλησίασε τον Νέρμιν και του επεξήγησε το σχέδιο που είχε καταστρώσει τότε με το δηλητηριασμένο γκι κι ότι είχε συμφωνήσει κι ο ίδιος να πεθάνει ώστε να μπορεί να γεννηθεί ως θνητός και να βρίσκεται με την αγαπημένη του. Πάντα του άρεσε να ξεκαθαρίζει τα πράγματα ώστε να μην αναλαμβάνει στο τέλος εκείνος τις ευθύνες! Ο Νέρμιν τον κοιτούσε με επιφύλαξη. Ως Μπαλντρ κάποτε τον εμπιστευόταν και τον θεωρούσε αδερφό του αλλά ως Νέρμιν ήταν αρκετά επιφυλακτικός.
Στρατιά μεγάλη από ανθρώπους, νάνους και θεούς μαζεύτηκε έξω από το παλάτι του Σεφ στο Γιότουνχέιμ. Θα ερχόταν το τέλος της δυναστείας των γιγάντων! Φωνές μάχης ακούγονταν απ’ έξω ενώ από μέσα η Νάννα με την Μπαστέτ έψαχναν να βρουν τρόπο να αποδράσουν. «Μισό λεπτό. Ο Νόνταν μου είχε πει κάποτε ότι είσαι μαγεμένη. Υπάρχει κάτι που μπορείς να κάνεις και χρειάζεσαι την βοήθειά μου;». «Ναι, κάποτε θα μπορούσα να μας εξαφανίσω και να μας μεταφέρω σ’ ένα άλλο μέρος μόνο που τώρα είμαι ανήμπορη να το κάνω. Ο Σεφ όταν με φυλάκισε μου αφαίρεσε τα μάτια και χωρίς αυτά δεν έχω καμία δύναμη». «Ώστε είσαι τυφλή! Καημενούλα μου!». Το παλάτι έπεσε από τις στρατιές των εχθρών και μία νέα μάχη αναμενόταν ανάμεσα στον Σεφ και το Νέρμιν με τον πρώτο να ρίχνει σαν γιγάντιος που ήταν ότι αντικείμενο έβρισκε μπροστά του στον δεύτερο και ο δεύτερος να προσπαθεί να γλυτώσει πιάνοντας τα και αποκρούοντας τα ενώ ταυτόχρονα κατέβαλλε κάθε προσπάθεια να πλησιάσει κοντά του και να τον σκοτώσει. Του έμπηξε το ξίφος που του είχε χαρίσει ο θείος του ο Μέντεν στην καρδιά και πριν ξεψυχήσει τον ρώτησε «Πού την έχεις;». Το παλάτι άρχιζε να καίγεται κι ο Νέρμιν πανικόβλητος άνοιγε κάθε πόρτα σε κάθε δωμάτιο και έψαχνε. Έφτασε και στις φυλακές κι εκεί έψαχνε μέχρι που βρήκε λιπόθυμες από ασφυξία την γυναίκα του και κοντά της μία γάτα. Χωρίς να διστάσει τις σήκωσε και τις δύο και με χίλια ζόρια τις έβγαλε έξω. Αγκάλιασε την Νάννα και αυτή άρχιζε να ανακτά τις αισθήσεις της. Εκείνος ήταν τόσο εξαντλημένος που δεν άντεξε και λιποθύμησε. Και μετά συνέβη κάτι το ακατόρθωτο. Οι τρεις νόρνες αποφάσισαν να συγχωρήσουν την μικρή τους αδερφή κι εκείνη σηκώθηκε πάνω ως Μπαστέτ, τέταρτη νόρνα, η μοίρα του ιδανικότερου. Χρωστούσε χάρη στον σωτήρα της κι έτσι τον ευλόγησε με αθανασία. Την δοκιμασία του την είχε περάσει ο Νέρμιν ως θνητός, έδειξε θέληση να σώσει μία γάτα παρόλο που ξεπερνούσε τις δυνάμεις του να την μεταφέρει έξω μαζί με την αγαπημένη του. Αυτό τον καθιστούσε καλό με αγνή ψυχή ως προς τα ζώα.
Γλέντι μεγάλο γινόταν στο Άσγκαρντ με θεούς, ανθρώπους και νάνους παρευρισκόμενους. Από το γλέντι αυτό δεν έλειπαν και τα ζώα, όπου η Μπαστέτ ζώντας ως γάτα για αιώνες είχε φροντίσει για την καλοτυχία τους. Έκανε συμφωνία με την Φρέγια και εκείνη απελευθέρωσε κάθε γάτα που ήταν σκλαβωμένη στο άρμα της. Η θεά του έρωτα δέχτηκε με αντάλλαγμα να την ευλογούσε με την σειρά της να βρει τον μεγάλο έρωτα με ανταπόκριση. Η Μπαστέτ ως μοίρα του ιδανικότερου και του ακατόρθωτου της το υποσχέθηκε και της έκλεισε πονηρά το μάτι. Όλα τώρα στο παλάτι έμοιαζαν ήρεμα και ο Λόκι αποφάσισε να παραιτηθεί προσωρινά από κάθε μηχανουργία. Η Φρέγια τον έψαχνε ώρες και αποφάσισε να τον αναζητήσει στον δωμάτιό του. Εκείνος έλειπε αλλά η περιέργεια την οδήγησε να ψάξει τα πράγματά του μέχρι που βρήκε σ’ ένα ντουλάπι το προσωπικό του ημερολόγιο. Σ’ αυτό έγραφε τα πάντα, κάθε του σκέψη και κάθε του πράξη που τον βοηθούσε να έχει συνοχή σε κάθε σκευωρία του. Στην αρχή ένιωσε ξαφνιασμένη και οργή για τον φίλο της τον Λόκι, όταν όμως διάβασε την παράγραφο που την έσωσε από τον Σεφ και την βοήθησε να κρατήσει το μαγικό μενταγιόν εμπλέκοντας και τον Θωρ, μεγάλη έκπληξη βίωσε. Ο Λόκι ήταν ερωτευμένος μαζί της, μ’ αυτή την θεά του έρωτα που όλα μπορούσε να τα δει και να τα προβλέψει εκτός αυτά που αφορούσαν την ίδια. Ξαφνικά αισθάνθηκε ένα σκίρτημα στην καρδιά της και τα έβλεπε όλα από άλλη πλευρά. Βγήκε στην αίθουσα υποδοχής και χορού κι αντί να παραδώσει το ημερολόγιο του Λόκι στον Οντίν, κάτι που την πρόσταζε η λογική της, η καρδιά της είχε άλλα σχέδια. Έτρεξε στον κήπο της, προσπερνώντας χαμογελαστά τον Νέρμιν και την Νάννα που χόρευαν ευτυχισμένοι και φώναξε τον Λόκι. Εκείνος μεταμορφωμένος σε γεράκι έφτασε γρήγορα κοντά της και πήρε ανθρώπινη μορφή. «Θέλεις να είσαι μαζί μου;» τον ρώτησε. «Φρέγια, εγώ…». «Διάβασα το ημερολόγιό σου!». «Α, μάλιστα! Και δεν θα με καταδώσεις στον Οντίν;». «Όχι, μόνο αν με παντρευτείς και μου ορκιστείς ότι θα αλλάξεις!». «Για εσένα, Φρέγια, θα γινόμουν αγνός. Θα γεννιόμουν κι εγώ ξανά σαν τον Μπαλντρ και θα πέθαινα. Ναι, δέχομαι!». της απάντησε και την φίλησε.
Μεγάλος γάμος θα γινόταν την επόμενη ημέρα στο Άσγκαρντ και ο Νέρμιν με την Νάννα αποφάσισαν να διανυκτερεύσουν πριν τον γάμο στο Μίντγκαρντ δίπλα στους γονείς τους. Όλες οι κατάρες, τα βάσανα και τα εμπόδια είχαν πλέον τελειώσει και στην γη των ανθρώπων καθώς και στην πόλη των θεών υπήρχαν αγάπη και ειρήνη. Οι κακοί έγιναν καλοί αφού παίχτηκε το μεγαλύτερο παιχνίδι της μοίρας και οι νόρνες έγιναν συμπονετικές κι αυτές με την σειρά τους. Η Ειμαρμένη που ήταν ένα μεγάλο τέρας με την μορφή αρκούδας ημέρευσε. Έφτασε η μέρα του γάμου και όμοια τελετή δεν είχε ξανασυμβεί με τον γαμπρό να είναι το μεγαλύτερο κάθαρμα όλων των εποχών ή καλύτερα ήταν κάθαρμα καθώς ο έρωτας τον άλλαξε. Αυτή ήταν η ευχή της τέταρτης νόρνας κι αυτό ήταν το πεπρωμένο όλων.
Συγγραφέας: Ζωρζέτ Βασιλείου – Σπουδάστρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου