Μία φορά κι έναν καιρό ζούσε σ’ ένα μεγάλο και αριστοκρατικό κάστρο κοντά στο δάσος μία μικρή πριγκίπισσα που την έλεγαν Άννα. Οι γονείς της επειδή υπήρχε αρκετή μαγεία έξω της επέτρεπαν να βγαίνει μόνο μέχρι το προαύλιο και ποτέ να μην απομακρύνεται μακριά. Έτσι περνούσε τον περισσότερο καιρό μόνη της στο δωμάτιο.
Μία ημέρα λοιπόν, καθώς έπαιζε πιάνο στο δωμάτιό της πετάχτηκε ξαφνικά ακούγοντας έναν περίεργο θόρυβο. Ήταν μία χελιδοφωλιά στη βάση έξω από το παράθυρό της και τα μικρά χελιδόνια μόλις άρχιζαν να βγάζουν τους πρώτους ήχους. Ήταν τόσο όμορφα που η μικρή Άννα δέθηκε πολύ μαζί τους και απέκτησε καινούριους φίλους.
Πέρασαν μερικές ημέρες και η βασίλισσα Όλγα ήταν αρκετά ανήσυχη που η κόρη της δεν κατέβαινε κάτω και δεν έβγαινε έξω από το δωμάτιό της κι έτσι αποφάσισε να ανέβει πάνω για να διαπιστώσει τί συνέβαινε. Αυτό που αντίκρισε την άφησε άφωνη. Η Άννα έπαιζε πιάνο και μερικά πτηνά άρχιζαν να πετούν σ’ όλο το δωμάτιο. Την τρόμαζαν τα πτηνά και δεν της άρεσαν καθόλου! Πλησίασε προς το παράθυρο και εκείνα είχαν αφοδεύσει παντού. Για μία στιγμή η αμηχανία της έδωσε την θέση της σ’ ένα ζεστό χαμόγελο καθώς με βάση μία πρόληψη τους περίμενε αρκετή τύχη και πλούτος, κάτι το οποίο το χρειάζονταν πολύ καθώς το βασίλειο αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα και απειλούνταν από παντού. Όμως με βάση αυτή την εικόνα που έβλεπε είχε καλή διαίσθηση σχετικά με την Αννούλα της.
Μετά από λίγα χρόνια η μικρή Άννα έγινε μία πανέμορφη νέα κόρη. Οι γονείς της της επέτρεπαν να βγαίνει έξω κι αυτό είχε συμβεί μετά από εκείνη την ημέρα που η μητέρα της αποδέχτηκε τους μικρούς της φίλους. Έτσι, ένα ανοιξιάτικο ηλιόλουστο πρωινό αποφάσισε να διασχίσει το μονοπάτι που οδηγούσε στο δάσος για να μαζέψει μερικά λουλούδια. Στο διάβα της συνάντησε έναν καφετί λαγό να διασχίζει την πορεία της. Την προσπέρασε με γοργό ρυθμό κι εκείνη τον ακολούθησε. Ξαφνικά βρέθηκε μπροστά από μία περίεργη καλύβα που στηριζόταν σε πόδια κόκορα. Πλησίασε λίγο πιο πολύ και η περιέργειά της την οδήγησε να σκαρφαλώσει. Μόλις μπήκε μέσα αυτό που αντίκρισε την άφησε άφωνη. Οι μικροί της φίλοι, τα χελιδόνια πετούσαν παντού κι ο λαγός αφήνοντας το καρότο που είχε στο στόμα του, την πλησίασε και της μίλησε. Ήθελε να μάθει ποιος έμενε σ’ αυτή την καλύβα. Κανείς δεν της απαντούσε μέχρι που παρουσιάστηκε μπροστά της μία ηλικιωμένη κυρία με παραμορφωμένο το δεξί σημείο του προσώπου της. Η Άννα τρόμαξε τόσο πολύ που έφυγε τρέχοντας για το κάστρο της.
Μόλις έφτασε στο παλάτι ανέφερε τα πάντα στους γονείς της. Εκείνοι έκαναν τον σταυρό τους και της είπαν ότι τους περίμενε μεγάλη συμφορά κι ότι δεν έπρεπε να ακολουθήσει τον λαγό που διέσχιζε την πορεία της γιατί ήταν κακοτυχία. Ύστερα η συνάντησή της με την γριά μάγισσα, την Μπάμπα Yaga σίγουρα δεν ήταν ότι καλύτερο. Η Άννα δεν μπορούσε να δει κάτι κακό σ’ όλα αυτά εκτός από μία ταλαίπωρη κι αρκετά άσχημη γριούλα. Την λυπήθηκε για μία στιγμή και θύμωσε με τον εαυτό της που φέρθηκε τόσο απερίσκεπτα κι έφυγε τρέχοντας. Οι γονείς της όμως ήταν ανένδοτοι και της ξανά απαγόρευσαν να κυκλοφορεί έξω από το κάστρο.
Την άλλη ημέρα την πλησίασαν στο παράθυρό της ξανά οι μικροί της φίλοι αφήνοντάς της ένα μπλε τριαντάφυλλο. Ήταν τόσο σπάνιο που η Άννα ενθουσιάστηκε! Το περιεργάστηκε όσο περισσότερο μπορούσε και είχε δεμένο ένα μικρό σημείωμα. Ήταν από την Μπάπα Yaga, η οποία της έλεγε ότι τα πράγματα δεν ήταν όπως φαίνονταν και για να λυθούν όλες οι απορίες της να ψάξει στο ντουλάπι που βρισκόταν στο φυτώριο του κάστρου. Το κλειδί θα το έβρισκε σε μία εσοχή πίσω από το σιντριβάνι. Έκανε αυτό που της είπε, βρήκε κάτι γράμματα κι ένα άλλο κλειδί για το τελευταίο δωμάτιο στην σοφίτα. Ποτέ δεν είχε καταλάβει γιατί ήταν πάντα κλειδωμένο! Ανέβηκε πάνω το άνοιξε και την προσοχή της τράβηξε ένας πίνακας και τότε κατάλαβε τί πραγματικά συνέβαινε. Πριν από πολλά χρόνια μαζί με τον παππού της γεννήθηκε σ’ αυτό το κάστρο και μία δίδυμη αδερφή. Όμως η εμφάνισή της ήταν τόσο περίεργη που οι γονείς της την είχαν κλειδωμένη και απομονωμένη σ’ ένα δωμάτιο στην σοφίτα. Οι μόνοι της φίλοι ήταν τα ζώα και τα λουλούδια. Είχε ταλέντο στην κηπουρική και το γεγονός ότι καλλιεργούσε μπλε τριαντάφυλλα και την άκουγαν όλα τα ζώα την καθιστούσε για τους υπόλοιπους μάγισσα. Έτσι κάποια στιγμή βρήκε την θέση της εκεί όπου ανήκε, σε μία μαγική καλύβα στο δάσος. Οι γονείς ήξεραν άρα ποια πραγματικά ήταν η περίεργη γριούλα;
Αμέσως η Άννα έτρεξε να τους βρει και να δείξει αυτά που ανακάλυψε. Οι γονείς της σάστισαν μ’ αυτά που άκουσαν κι έκαναν τον σταυρό τους. Δεν έπρεπε να ανοίξει εκείνο το δωμάτιο που βρισκόταν χρόνια κλειδωμένο γιατί αποτελούσε μεγάλη κατάρα για το κάστρο. Η Άννα, όμως, δεν πίστευε στις προλήψεις κι αποφάσισε να απαντήσει στην μυστηριώδη ηλικιωμένη μ’ ένα γράμμα. Την συγκινούσε το γεγονός ότι ήταν γιαγιά της, η δίδυμη αδερφή του παππού της.
Πέρασαν κι άλλα λίγα χρόνια και η φυλακισμένη πριγκίπισσα δεν μπορούσε να σπάσει τα δεσμά της φυλακής της εκτός κι αν παντρευόταν. Έτσι παντρεύτηκε ένα βασιλόπουλο που τον είχε συμπαθήσει από πολύ μικρή, καθώς έτρεφε κι εκείνος την ίδια αγάπη για τα ζώα. Οπότε από πριγκίπισσα έγινε βασίλισσα σ’ένα γειτονικό κάστρο. Κάποια στιγμή που καθόταν στον κήπο του νέου κάστρου της ξαναείδε τον καφετί λαγό. Την πλησίασε και στο στόμα του κρατούσε ένα μπλε τριαντάφυλλο μ’ ένα σημείωμα. Ήταν από την Μπάμπα Yaga. Ήταν άρρωστη και της ζητούσε να την επισκεφτεί. Τοποθέτησε το τριαντάφυλλο μέσα σ’ ένα βάζο δίπλα σ’ αυτό που της είχε στείλει πριν χρόνια, που κατά έναν περίεργο τρόπο δεν είχε μαραθεί, κι ετοιμάστηκε για να πάει στην καλύβα. Όλα αυτά τα τελευταία χρόνια δεν την είχε ξεχάσει, την είχε συναντήσει κι άλλες φορές από τότε που παντρεύτηκε. Όμως αυτή την φορά ήταν διαφορετικά.
«Όμορφη βασίλισσά μου, είμαι πολύ ευτυχισμένη που τις τελευταίες στιγμές μου σ’ έχω δίπλα μου. Είσαι η μόνη που πίστεψες σ’ εμένα και εναντιώθηκες σ’ όλες τις προλήψεις και ρατσισμό που έζησα λόγω της εμφάνισής μου. Τώρα ήρθε η στιγμή να σου ανταποδώσω κάθε καλοσύνη που έδειξες. Έχεις αναρωτηθεί ποτέ γιατί με περιβάλλει κάποια μαγεία όπως η ικανότητά μου να επικοινωνώ με τα ζώα, να καλλιεργώ σπάνια τριαντάφυλλα και να μένω σ’ ένα τόσο ιδιαίτερο σπίτι; Γεννήθηκα έτσι κι αυτό πάντα τρόμαζε τους γονείς μου. Μου έδωσαν το παρατσούκλι Μπάμπα Yaga οι άνθρωποι ενώ κάποτε μ’ έλεγαν Άννα. Είχα το ίδιο όνομα μ’ εσένα. Ήμουν κλειδωμένη λόγω της εμφάνισής μου για χρόνια μέχρι που ο αδερφός μου όταν έγινε βασιλιάς είτε επειδή με λυπήθηκε είτε επειδή τον τρόμαζα ως κατάρα μ’ έδιωξε από το κάστρο. Όμως, η τύχη στάθηκε προς το μέρος μου επειδή μ’ αγάπησαν τα πλάσματα του δάσους. Υπάρχει μαγεία σ’ αυτό. Και βλέπω ότι αυτήν την μαγεία την έχεις κι εσύ. Οπότε σου αφήνω υπό την προστασία σου το σπίτι μου, τους μικρούς μου φίλους και τα τριαντάφυλλά μου».
Αυτά είπε και έκλεισε τα μάτια της για πάντα. Όμως τα δάκρυα της βασίλισσας έκαναν κι ένα θαύμα όταν ακούμπησαν το πρόσωπό της. Μετατράπηκε σε μία όμορφη γιαγιά. Η βασίλισσα της έχτισε δίπλα από την σπηλιά της το καλύτερο μνήμα και ποτέ δεν την ξέχασε. Έζησε ευτυχισμένη με τον σύζυγό της και τα τέσσερα παιδιά τους και πάντα τους έλεγε τα καλύτερα για την προγιαγιά τους. Έμαθαν να αγαπούν τα ζώα και να μην πιστεύουν στις προλήψεις. Και για χρόνια έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
Συγγραφέας: Βασιλεία Γεωργίου – Σπουδάστρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου