Καθόταν πάνω από το βρέφος της η βαλκυρία Βιγκρίνδη και το παρατηρούσε όσο περισσότερο μπορούσε για να το χορτάσει καθώς σε λίγο θα το αποχωριζόταν. Ο πατέρας της, ο θεός Νόνταν ήταν ξεκάθαρος, ποτέ δεν έπρεπε να ερωτευτεί θνητό! Όμως, εκείνη δεν μπορούσε να αποτρέψει την καρδιά της να χτυπά σαν τρελή για τον πολεμιστή Σίχμουντ, παρόλο που ο ρόλος της ήταν μόνο να μείνει δίπλα του ως προστάτιδά του. Μόλις το έμαθε ο Νόνταν κάλεσε σε συνέλευση και τις υπόλοιπες βαλκυρίες και αποφάσισαν να της αφαιρέσουν την αθανασία και σαν να μην έφτανε μόνο αυτό την καταδίκασαν σε πυρά. Αυτό μόλις γεννούσε το παιδί της καθώς ήταν έγκυος από τον Σίχμουντ. Το κοριτσάκι της την κοιτούσε μ’ ένα βλέμμα ανήσυχο και συνάμα τρυφερό, ποτάμια δάκρυα χύθηκαν από τα μάτια της Βιγκρίνδη με την ευχή της η κόρη της, η μικρή Νάννα, να αποκτούσε πλούσια μακριά μαύρα μαλλιά σαν της μητέρας της και να είχε την δύναμη και την δική της καρδιά. Η βαλκυρία μάζεψε όση περηφάνια είχε κι έστειλε ένα τελευταίο γράμμα στον Νόνταν. Τον παρακαλούσε να απελευθέρωνε τον Σίχμουντ από την φυλακή, καθώς εκείνος ήταν αθώος και να τον άφηνε ήσυχο να μεγαλώσει το κοριτσάκι τους. Το ολοκλήρωσε και το έστειλε μ’ ένα γεράκι. Ο πατέρας της συμφώνησε με την προϋπόθεση να έμεναν μακριά από τους θεούς για πάντα.
Τα χρόνια πέρασαν και η μικρή Νάννα μεγάλωσε κι έγινε μία όμορφη και δυνατή κοπέλα, όπου στην ξιφασκία κέρδιζε κάθε νέο. Είχε συμβάλλει σ’ αυτό κι ο πατέρας της Σίχμουντ, όπου την λάτρευε καθώς όταν την κοίταζε του θύμιζε την χαμένη βαλκυρία του. Έμεναν σε μία μεγάλη σπηλιά που βρισκόταν πολύ κοντά σ’ ένα δάσος το οποίο καθώς διασχιζόταν οδηγούσε σε μία απέραντη λίμνη. Όλες αυτές οι εκτάσεις ήταν το Μίντγκαρντ, ο κόσμος των ανθρώπων. Όμως καθώς η Νάννα περπατούσε σ’ αυτές τις εκτάσεις μεγάλη εντύπωση της έκανε η μεγάλη γέφυρα που ποτέ δεν ήταν ξεκάθαρη η εικόνα της, καθώς την σκέπαζαν σύννεφα ομίχλης. Ήταν η γέφυρα του Μπιφρόστ που συνέδεε το Μίντγκαρντ με το Άσγκαρντ, την κατοικία των θεών. Για λίγο σκέφτηκε να προσπαθήσει να την διασχίσει όμως θυμήθηκε τα λόγια του πατέρα της που πάντα της έλεγε «Κοριτσάκι μου, μπορείς να διασχίσεις κάθε έδαφος, να ταξιδέψεις σ’ όσα μέρη λαχταράς, αρκεί να μείνεις μακριά από την γέφυρα του Μπιφρόστ. Αυτό ποτέ μην το ξεχάσεις!». Έτσι, δίστασε κι έκανε πίσω επιστρέφοντας ξανά το δάσος. Ο ήλιος έδυε και την θέση του έπαιρνε το φεγγάρι. Από μακριά ακούστηκε ένας περίεργος θόρυβος. Κοντοστάθηκε για λίγο και έβγαλε το σπαθί της. Την πλησίασε ένας νέος άντρας, με άσπρη επιδερμίδα, καστανόξανθα μακριά μαλλιά και μπλε μάτια και τέτοια κορμοστασιά που αναρωτήθηκε αν είχε ξανασυναντήσει ποτέ τόση ομορφιά. «Μείνε εκεί που είσαι αλλιώς πρέπει να παλέψουμε», του είπε. «Καλά, ότι θέλεις, αν και απεχθάνομαι τον πόλεμο! Εγώ, νομίζω είναι καλύτερα πρώτα να συστηθούμε. Με λένε Μπαλντρ!» της είπε και της έκλεισε το ένα μάτι. «Πώς βρέθηκες εδώ;» τον ρώτησε. «Είμαι καπετάνιος, βλέπεις σ’ εκείνη την πλευρά…» την άγγιξε ζεστά στον ώμο για να της δείξει την άλλη πλευρά της λίμνης. «…είναι το καράβι μου, το Χρινγκχάμ!». Πολλά συναισθήματα γεννήθηκαν μέσα της και καθώς μιλούσαν όλο και περισσότερο ήταν σίγουρη για ένα πράγμα. Ερωτευόταν τον νέο άντρα παράφορα. Το ίδιο κι εκείνος και έδωσαν ένα παθιασμένο φιλί κάτω από ένα γκι. Οι νόρνες στην εξώσφαιρα κοίταζαν η μία την άλλη περίεργα και γελούσαν.
Όταν ο Μπαλντρ γύρισε στο Άσγκαρντ δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό του την νεαρή θνητή που συνάντησε πριν λίγες ώρες. Παρόλο που τον επιθυμούσαν αρκετές θεές εκείνος ποτέ δεν είχε συναισθήματα για καμιά. Τον ποθούσαν πολλές γυναίκες αλλά αυτός πρώτη φορά αισθάνθηκε κάτι τόσο δυνατό και έντονο και ήταν για την Νάννα. Γι’ αυτό δεν μετάνιωσε για την απόφασή του να την καλέσει στο πάρτι γενεθλίων του που θα του έκαναν οι υπόλοιποι θεοί την επόμενη μέρα στο Άσγκαρντ.
Η Νάννα για να φτάσει στο Άσγκαρντ, έπρεπε να διασχίσει την γέφυρα του Μπιφρόστ. Η καρδιά της χτυπούσε τόσο δυνατά για τον Μπαλντρ που παράκουσε τις εντολές του πατέρα της, όπου τις τόνιζε κάθε μέρα χωρίς να της επεξηγεί τον λόγο. Μόλις έφτανε σ’ αυτά τα μέρη δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που έβλεπε. Παντού υψηλά και ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής κτίρια που πλαισίωναν έναν ξεχωριστό κόσμο. Από το προαύλιο του πρώτου κεντρικού κτιρίου που έμοιαζε με παλάτι την υποδέχτηκε ο Μπαλντρ λέγοντάς της «Καλώς ήρθες στον κόσμο των θεών!». Ούτε αυτό την ένοιαξε, ιδιαίτερα, αρκεί να είναι μαζί του! Της πήρε το χέρι, την κράτησε από το μπράτσο και την συνόδευσε στην αίθουσα του χορού. Μόλις τους είδαν οι υπόλοιποι θεοί όλα τα βλέμματα έπεσαν πάνω τους. Ο Λόκι που πάντα χασκογελούσε πειράζοντας τους άλλους έμεινε άφωνος. Ο πατέρας του Μπαλντρ, ο Οντίν σάστισε, η σύζυγός του η Φρίγκα που στεκόταν δίπλα του κοιτούσε γεμάτη περιέργεια και η Φρέγια, η θεά του έρωτα χαμογέλασε γεμάτη κατανόηση. Άρχιζε να παίζει η μουσική και ο Μπαλντρ με την Νάννα άρχισαν να χορεύουν. Μόλις τελείωσαν τα δύο πρώτα κομμάτια ο Οντίν έκανε νόημα στον γιο του να του μιλήσει ιδιαιτέρως σ’ άλλη αίθουσα. Η Νάννα έμεινε για λίγο μόνη της αλλά η Φρέγια την πλησίασε και της έπιασε τον μπράτσο με τέτοια ζεστασιά ώστε να την συνοδεύσει στον μαγικό κήπο. «Μόνο εσύ με συμπαθείς εδώ μέσα, απ’ ότι φαίνεται!» της είπε η Νάννα. «Δώσε τους χρόνο, καλή μου, να χωνέψουν κάτι τόσο απαγορευμένο!». Ο Οντίν κρατιόταν από τα νεύρα του για να μην ξεσπάσει άγρια πάνω στον γιο του. Ήταν ο δευτερότοκος μετά τον Χοντ, που γεννήθηκε τυφλός ο δύστυχος, ενώ ο Μπαλντρ είχε τόσες αρετές και χάρες. Ήταν τόσο τέλειος που πάντα περηφανευόταν για εκείνον, πάντα μέχρι πρωτίστως. «Καλά τρελάθηκες, τελείως; Έφερες μία θνητή ανάμεσά μας;». «Πατέρα, την ερωτεύτηκα και θέλω την βοήθειά σου για να ζήσουμε μαζί για πάντα! Θέλω να πείσεις την Ιντούν να της δώσει το μήλο της νιότης και της αθανασίας ώστε να μπορεί να μείνει μαζί μου στο Άσγκαρντ και να γίνει γυναίκα μου!». «Έχεις τρελαθεί τελείως! Ξεχνάς ότι μ’ αυτόν τον τρόπο πατάς την συνθήκη μας με τους γίγαντες. Αν αναμειχτούμε με τους θνητούς, πόλεμος θα ξεσπάσει πάλι γιατί θα θελήσουν κι αυτοί θνητούς κι αργότερα το Μίντγκαρντ. Είμαι έξαλλος, δεν το περίμενα από εσένα αυτό! Αρκετά ανεχόμουν τόσα χρόνια τα ταξίδια σου ως ιστιοπλόος!». Κι ακούγοντας όλες αυτές τις φωνές μπαίνει μέσα και η μητέρα του η Φρίγκα για να ηρεμήσει τα πνεύματα. Εκείνη, όπως πάντα, έχοντας μεγάλη αδυναμία στον όμορφο γιο της πήρε το μέρος του και ρώτησε ικετεύοντας τον Οντίν αν μπορούσε στην περίπτωσή τους να γίνει κάτι με την Νάννα. «Δεν μπορούν να είναι μαζί, δυστυχώς!» είπε ο πατέρας του και αναχώρησε από την αίθουσα αφήνοντάς σύζυγο και γιο πίσω του.
«Είναι τόσο όμορφα αυτά τα μπλε τριαντάφυλλα! Στο Μίντγκαρντ δεν έχω δει όμοιά τους!» είπε η Νάννα στην Φρέγια εντυπωσιασμένη γι’ αυτό που έβλεπε. «Είναι ο δικός μου κήπος! Εδώ ξεχνώ κάθε μου έγνοια!» της ανταποκρίθηκε η Φρέγια σκεπτική έχοντας ως μεγαλύτερη έγνοια τον ανεκπλήρωτο έρωτά της για τον Οντίν. Έπειτα βγήκε στον κήπο και ο Μπαλντρ και έπιασε το χέρι της Νάννα για να την συνοδεύσει πίσω στο Μίντγκαρντ. Εκείνη μόλις έφτασε στο σπίτι τύψεις και ενοχές την πλημμύρισαν γι’ αυτό που έκρυψε από τον πατέρα της. Όμως ο Σίχμουντ αντιλήφθηκε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με την κόρη του και αποφάσισε να της μιλήσει για όλα. Δάκρυα κύλησαν από τα μάτια της που ένιωσε αμέσως αποστροφή για τους θεούς, για όλους τους θεούς εκτός από τον Μπαλντρ. Ήταν τόσο καλός και γλυκός που δεν θα μπορούσε ποτέ να τον μισήσει! Το ίδιο και την Φρέγια, την καλύτερη φίλη που είχε ποτέ!
Στο παλάτι στο Άσγκαρντ καθόταν ο Μπαλντρ σκεπτικός. «Έλα, μην κάθεσαι έτσι; Κάτι μπορεί να γίνει! Μην σταματάς να ελπίζεις ο έρωτας τα νικά πάντα όλα!» του απευθύνθηκε στοργικά η Φρέγια. Ο Λόκι, ως κατεργάρης και ζηλιάρης που ήταν πάντα παρατηρούσε όλη αυτή την συζήτηση και σκέφτηκε ένα ύπουλο σχέδιο. «Λοιπόν, Μπαλντρ, αφού δεν μπορείτε να είστε μαζί ως θεοί, τί θα έλεγες να είσαστε ζευγάρι ως θνητοί;». «Μα τι λες;» ανταποκρίθηκε η Φρέγια. Για ένα άτομο που μπορεί να είχε συναισθήματα ο Λόκι κι αυτά πάντα χωρίς ανταπόκριση ήταν για την Φρέγια. Ένιωθε αμηχανία κοντά της και πάντα την βοηθούσε σ’ ό,τι κι αν της συνέβαινε. «Λέω πως θα μπορούσε ο Μπαλντρ να γινόταν θνητός. Μόνο που πρέπει να πεθάνει και να ξαναγεννηθεί». Η Φρέγια ήταν πολύ διστακτική μ’ αυτό το ύπουλο σχέδιο αλλά ο Μπαλντρ ως παράφορα ερωτευμένος στο τέλος συμφώνησε. Οι νόρνες κοίταξαν την Ειμαρμένη γεμάτες απορία. Μπροστά στα ύπουλα σχέδια του Λόκι πάντα έχαναν τον πλάνο τους για την μοίρα.
Έφτασε και η μεγάλη ημέρα, που θεωρούνταν η γιορτή των θεών. Γιόρταζαν τα 1.700 χρόνια τους στο Άσγκαρντ μετά την τελευταία τους συνθήκη με τον πόλεμο που είχαν με τους γίγαντες. Εκείνη την ημέρα κάθε χρόνο συνήθιζαν να πετάνε πράγματα ο ένας στον άλλο αισθανόμενοι πιο δυνατοί. Αυτός που συμμετείχε, πάντα, με μεγάλη προθυμία γιατί εκτός από όμορφος ήταν και ο πιο δυνατός ήταν ο Μπαλντρ. Έτσι, όλοι στράφηκαν να πετάνε πράγματα εναντίον του. Πετούσαν κλειδιά, ρόκα και ανέμη κι εκείνος τα έπιανε. Για μία στιγμή κάτι ψιθύρισε στο αυτί του Χοντ ο Λόκι, κι εκείνος παρόλο που ήταν τυφλός ρώτησε τον αδερφό του αν μπορούσε να συμμετέχει κι εκείνος στο παιχνίδι. Ο Μπαλντρ του ανταποκρίθηκε θετικά χαμογελώντας και σε μία ανυποψίαστη στιγμή από πολλές συνιστώσες, είτε για τον τυφλό αδερφό του είτε για το ασήμαντο αγριόχορτο που ήταν το γκι, ο Μπαλντρ ένιωσε την δύναμή του να λυγίζει κι σωριάστηκε κάτω κρατώντας στην ματωμένη μεριά της καρδιάς του το βέλος με το γκι που του πετάχτηκε τόσο γρήγορα. Έχασε τις αισθήσεις του και πέθανε. Θρήνος και οδύνη επικράτησε στο παλάτι στο Άσγκαρντ. Με την μητέρα του Φρίγκα να κλαίει και να τραβάει τα μαλλιά της πάνω από το πτώμα του γιου της. Κι ο Οντίν ήταν κι αυτός θλιμμένος, αλλά δεν μπορούσε να κατηγορήσει τον Χοντ γιατί δεν έβλεπε αυτό που έκανε. Άλλου τέχνασμα ήταν όλο αυτό! Δεν έχασαν χρόνο οι γονείς του Μπαλντρ και έπεσαν στα γόνατα της Χελ, της θεάς του θανάτου, παρακαλώντας την να αναστήσει τον Μπαλντρ και τάζοντάς της δύναμη, πλούτο και δόξα. Εκείνη στις προτάσεις τους λύγισε, ως φιλόδοξη που ήταν, αλλά το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να ξαναγεννηθεί ο Μπαλντρ και να περάσει μία δοκιμασία ώστε να γίνει αθάνατος. Η Φρίγκα και ο Οντίν συμφώνησαν και το σχέδιο λάμβανε έδαφος.
Τα νέα του θανάτου του Μπαλντρ έφτασαν και στο Μίντγκαρντ από τον Χέιμνταλ, τον θεό που φύλαγε την γέφυρα του Μπιφρόστ. Έφτασαν και στα αυτιά της Νάννα από τον Σίχμουντ και εκείνη λιποθύμησε. Προμηθεύτηκε το πιο δυνατό δηλητήριο από τον βοτανολόγο Γκριγκ και μία μέρα φτάνοντας στο σημείο που γνώρισε τον Μπαλντρ αυτοκτόνησε. Ο Σίχμουντ αν και δεν του είχε πει όλη την αλήθεια για την επίσκεψή της στο Άσγκαρντ δεν μπορούσε να το αφήσει να περάσει έτσι αυτό. Επισκέφτηκε τον Νόνταν, όπου το σπίτι του ήταν κάτω από τους καταρράκτες και ζήτησε έλεος για την εγγονή του. Εκείνος έχοντας χάσει τις άλλες τρεις κόρες του που ήταν βαλκυρίες από σφαγή των γιγάντων και μένοντας μόνος του λύγισε στα παρακάλια του Σίχμουντ. Έπεσε στα γόνατα της Χελ για την επιστροφή της εγγονής του, της Νάννα και εκείνη γέλασε ειρωνικά. Θα ζήσει μόνο όταν το φιλί ενός ερωτευμένου νέου την ξυπνήσει απ’ αυτό τον τάφο. Και της έφτιασε ένα φέρετρο δίπλα από τους καταρράκτες όπου το στόλιζαν αγριόχορτα γκι. Η Ειμαρμένη έξυσε αδίστακτα τα μουστάκια της και κοίταξε τις νόρνες πονηρά.
Η συνέχεια στο Μέρος ΄β
Συγγραφέας: Ζωρζέτ Βασιλείου – Σπουδάστρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου