«Δεν πάμε καλά. Γεμίσαμε ξένους. Κίτρινους μαύρους
κόκκινους. Θα μπασταρδέψουν τη φυλή μας. Και να δεις που με λένε φασίστα και
ρατσιστή» σχολίαζε ο Γρηγόρης κρυμμένος πίσω από την εφημερίδα του.
«Τι σε νοιάζει Γρηγόρη μου που ήρθαν ξένοι; Άφησε κάτω την εφημερίδα επιτέλους! έχουμε πολλά προβλήματα στο σπίτι και στην οικογένειά μας» διαμαρτυρήθηκε η γυναίκα του η Αρετή ρίχνοντας κρυφές ματιές στο είδωλό της που καθρεφτιζόταν στο τζάμι της κουζίνας .
Στενοχωριόταν που ο άντρας της ήταν κρυμμένος πίσω από μια
εφημερίδα και δεν ήταν τόσο για να μαθαίνει τα «νέα» αλλά για να μην τη βλέπει
και να μην της μιλάει. Κάτι σαν περιφρόνηση για την κάποτε όμορφη και χαζή
γυναίκα του. Τώρα που η ομορφιά εξατμιζόταν θα ήταν μόνο χαζή και αυτό δεν το
άντεχε. Έπρεπε με κάθε τρόπο να διατηρήσει τη λάμψη της. Ας είναι καλά η
βιομηχανία…
«Ξέρω! Η προκομμένη η κόρη μας που πέρασε τα τριάντα και
δεν παντρεύεται και ο κόσμος με ρωτάει και εγώ καταπίνω τη γλώσσα μου». Είπε ο
Γρηγόρης φανερά εκνευρισμένος. «Ποιος εγώ! Που είμαι υπόδειγμα πατέρα. Ίσως
πρέπει να σκεφτούμε κανένα συνοικέσιο, αλλά όχι με όποιον κι όποιον. Με γιατρό
ή καθηγητή πανεπιστημίου ή διευθυντή Υπουργείου ή τέλος πάντων κάποιον που να
ταιριάζει στη δική μας οικογένεια, κάποιον με τιμή και υπόληψη στην κοινωνία.
Να μπούμε στα μάτια τους»
«Γιατρό Γρηγόρη μου» είπε η Αρετή αφήνοντας να φανεί λίγο
το στήθος από τη σατέν ρόμπα της. «Αλλά βλέπεις έμοιασε στο δικό σας σόι. Σαν
την αδερφή σου τη Γαρούφω με κείνη την κοτσίδα σα βλαχαδερό».
«Άσε Αρετή, με πληροφόρησαν ότι την είδαν με κάποιο
χλέμπουρα να κάθεται σε ένα παγκάκι. Που είναι τώρα και δεν ήρθε στο τραπέζι;»
Εκείνη την ώρα παρουσιάστηκε η Πέρσα με την καστανόξανθη
μακριά κοτσίδα, το ξεβαμμένο τζιν και το φαρδύ πουλόβερ ασυνήθιστα χαρούμενη
και γελαστή.
«Εδώ είμαι πατερούλη και τα άκουσα όλα, μανούλα τι ωραίο
φρέσκο μαγουλάκι είναι αυτό; Σαν κοπελίτσα είσαι!» είπε και τσίμπησε το μάγουλο
της μητέρας της.
«Αφού τα άκουσες όλα τι έχεις να πεις Είναι ψέματα ότι σε
είδαν με κάποιον;» ρώτησε ο Γρηγόρης με αυστηρό ύφος.
«Τι χρώμα είχε αυτός ο κάποιος;» ρώτησε ειρωνικά η Πέρσα.
«Κανελί με βούλες! Σου έστριψε; Άκου κει τι χρώμα είχε;» Τα
χέρια του Γρηγόρη έτρεμαν.
«Μην τον συγχύζεις τον πατέρα σου κόρη μου»
«Βγαίνω εδώ και καιρό με ένα γιατρό καρδιολόγο που δουλεύει
στο Ιατρικό Κέντρο. Μανώλη τον λένε»
«Γιατρό; Έτσι ατημέλητη με παντελόνι της UNRA συναντάς κοτζάμ γιατρό;» είπε η
Αρετή με υπεροπτικό ύφος όπως συνήθιζε πάντα να μέμφεται τη κόρη της για την
σπορ και ανέμελη εμφάνισή της.
«Έμαθε και η Αρετή την UNRA και τη μεταπολεμική ιστορία της χώρας
για να κάνει κρύο χιούμορ. Εδώ ο κόσμος καίγεται…» Σχολίασε ο Γρηγόρης με
φανερή περιφρόνηση στη γυναίκα του αλλά και στην κόρη του.
«Τον κάλεσα να έρθει να σας γνωρίσει. Σε λίγα λεπτά θα
είναι εδώ»
«Θεέ μου και είμαι με τη ρόμπα… και δεν έχω φτιάξει τα
μαλλιά μου, δεν έκανα μάσκα. Που να ξέρω ότι θα έχουμε επισκέψεις. Και μάλιστα
γαμπρός γιατρός όπως ονειρευόμασταν»
Η Αρετή έτρεξε πανικόβλητη στην κρεβατοκάμαρα να
ετοιμαστεί, ο Γρηγόρης είχε μείνει στήλη άλατος με ανοιχτό το στόμα και η Πέρσα
με δυσκολία συγκρατούσε τα γέλια της. Αυτό που τους ετοίμαζε ήταν παιχνίδι με
τη φωτιά. Προσευχήθηκε να μην πάθουν τίποτα, να μην αντιδράσουν άσχημα και προ
παντός να μη χάσει τον καλό της φίλο το Μανώλη που είχε δεχθεί να παίξει το
ρόλο του γαμπρού αλλά και ταυτόχρονα το ρόλο του… «μπαμπούλα».
Σε λίγο χτύπησε το κουδούνι. Η Αρετή ντυμένη με το σινιέ
μοντελάκι καλοχτενισμένη και βαμμένη έτρεξε στην πόρτα να υποδεχτεί τον γαμπρό
με το πιο γλυκό χαμόγελο που όμως πάγωσε και έγινε γκριμάτσα όταν είδε τον
περιβόητο γιατρό στην πόρτα. «Παναγιά μου» φώναξε και σταυροκοπήθηκε η Αρετή.
Γύρισε και ο Γρηγόρης να δει και παραλίγο να λιποθυμήσει. Έμεινε με γουρλωμένα
μάτια να κοιτάζει αγριεμένος.
Η Πέρσα κοίταξε τους γονείς της ειρωνικά. Ήθελαν να την
παντρέψουν σώνει και καλά με γιατρό και αυτό είχε καταντήσει μανία τα τελευταία
χρόνια. Και να που τους έφερε έναν αλλά… μαύρο σα λουστρίνι από την Αιθιοπία. «πως
κολλάνε έτσι στο χρώμα» σκέφτηκε.
«Μαύρος γιατρός, άσπρος γιατρός, γιατρός είναι» είπε στον
πατέρα της σιγά να μην ακούσουν οι άλλοι και μετά δυνάμωσε τη φωνή και είπε
αποφασιστικά «Ο γάμος θα γίνει την επόμενη Κυριακή»
«Όχι κορίτσι μου περιμένετε λίγο. Είσαι πολύ μικρή για
γάμο» τραύλισε ο Γρηγόρης.
«Να γνωριστείτε καλύτερα, να προλάβω κι εγώ να ράψω ένα
ωραίο φουστάνι για το γάμο σας παιδιά μου, να κάνω μια κούρα ομορφιάς και ένα
μπότοξ».
«Μανώλη είσαι Θεός!» είπε η Πέρσα στα γαλλικά για να μην
ακούσουν οι γονείς της «Από κει που ήμουν υποψήφια γεροντοκόρη έγινα η μικρή
τους κορούλα. Έδωσες χρώμα στη ζωή μας».
Συγγραφέας: Μάρια Κόνιαρη - Σπουδάστρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου