Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Τρίτη 28 Φεβρουαρίου 2023

"Το τραγούδι του γκιώνη" της Σωτηρίας Πέππα

Χθες βράδυ είδα σε όνειρο έναν γκιώνη που τραγουδούσε τη γνώριμη επαναλαμβανόμενη
μελωδία του. Είδα και τον παππού μου λίγο πιο πέρα, που πότε κοίταζε αυτόν και πότε εμένα. Ο παππούς κάτι είπε του γκιώνη στα αρβανίτικα και με ενθάρρυνε να το κάνω κι εγώ, πάλι όμως δεν τα κατάφερα, πάλι μπλέχτηκε η γλώσσα μου και πάλι ο παππούς γέλασε με αυτό. "Γκιώνη, γκιώνη, τι κοιτάς;" σήμαινε αυτό που του έλεγε και που δεν κατάφερνα να προφέρω ποτέ σωστά. Ο παππούς καθόταν στον απέναντι καναπέ και το μόνο που απόρησα για το πώς βρέθηκε εκεί ήταν πώς κατάφερε να ανέβει τα τόσα σκαλιά του σπιτιού χωρίς να τον πονέσει η πλάτη του!

"Τον ακούς που δε σταματάει ποτέ να τραγουδάει;" με ρώτησε και έδειξε τον γκιώνη έξω από το παράθυρο χαμογελαστός.

Δε νομίζω ότι έχει περάσει κανένα βράδυ χωρίς να τον ακούσω, εδώ που τα λέμε...

Κάποτε καταφέραμε να πιάσουμε έναν γκιώνη. Δε θυμάμαι πώς, ήμουν κάπου τριών ετών νομίζω. Πρέπει να ήταν χτυπημένο το φτερό του, γιατί δεν έκανε καμία προσπάθεια να φύγει ή να πετάξει. Ήταν ξαπλωμένος στην αγκαλιά του παππού μου κι εγώ πολύ διστακτικά ακούμπησα τα φτερά του. Το φοβόμουν πολύ αυτό το ζώο, κάθε φορά που σκοτείνιαζε το τοπίο και έκανε την εμφάνισή του, έκλεινα τα αυτιά μην ακούσω τη φωνή του και έμπαινα γρήγορα στο σπίτι για να μην τον δω να βολτάρει στα δέντρα μας. Τώρα που τον είδα από τόσο κοντά, παρατήρησα πως είχε πυκνά φρύδια σαν του παππού μου. Μήπως τον αγαπούσε τόσο πολύ επειδή του έμοιαζε; Ξέχασα τότε να τον ρωτήσω και τώρα δε θα μάθω πότε την απάντηση.

Ο παππούς έβαλε τον γκιώνη στη μουριά, το πιο ψηλό δέντρο στην αυλή. Καθόταν στα χαμηλά κλαδιά, όμως σύντομα έφτασε στα πιο ψηλά και καμιά φορά χανόταν ανάμεσα στα φύλλα και δεν τον βλέπαμε. Μόνο το γνώριμο τραγούδι του ακούγαμε, που έσβηνε στην ανατολή του ήλιου.

Από τότε, αν και πέρασαν πολλά χρόνια, δε σταμάτησε να ακούγεται το τραγούδι του γκιώνη από τη μουριά. Δεν ξέρω τι προσδόκιμο ζωής έχουν, μα έχω αρχίσει να πιστεύω ότι είναι ο ίδιος γκιώνης και σκαρώνει ποιήματα και τραγούδια για τον παππού μου! Μπορεί όμως να του μιλάει κι εκείνος στα αρβανίτικα, γι'αυτό να μην τον καταλαβαίνω. Δε μου κάνει καρδιά να του πω ότι ο παππούς δεν είναι εδώ να τα ακούει πλέον - ήταν βλέπεις μεσημέρι όταν έφυγε χωρίς να ξαναγυρίσει και ο αγαπημένος του γκιώνης έλειπε...

Υπάρχουν ακόμα φορές που δεν πλησιάζω τα δέντρα τις νύχτες για να μη συναντήσω αυτόν τον ιπτάμενο ποιητή.

Πολλές φορές κλείνω και τα αυτιά μου• δεν αντέχω να ακούω το τραγούδι ενός μοναχικού πτηνού που εξυμνεί τα απανταχού σκοτάδια και που μοναδική του απόκριση θα είναι οι σκιές και τα θροΐσματα των φύλλων της μουριάς...

 

Συγγραφέας: Σωτηρία Πέππα- Σπουδάστρια Tabula Rasa

Τρίτη 21 Φεβρουαρίου 2023

"Λύπεις" της Μαίρης Παπαδοπούλου

Παστίτσιο. Τρώω το αγαπημένο σου φαγητό μόνη μου, σε ένα τεράστιο τραπέζι που χωράει
πολλούς. Έχω στρώσει το αγαπημένο σου τραπεζομάντηλο, έχω βγάλει το αγαπημένο σου σερβίτσιο. Έχω βάλει την αγαπημένη σου μουσική υπόκρουση - το Φθινόπωρο του Βιβάλντι - έχω χαμηλώσει τα φώτα-όπως σου άρεσε πάντα-. Φοράω το φόρεμα που μου αγόρασες στην 10η  επέτειο γάμου μας. Ναι, μου άρεσε πάρα πολύ, αν και ποτέ δεν στο είπα για να μην πάρουν τα μυαλά σου αέρα - το ένα και μοναδικό ρούχο από αυτά που μου αγόρασες που όντως μου άρεσε! - Ακόμα μου μπαίνει! Γιορτάζω την 30η επέτειο γάμου μας σαν να ήσουν ακόμα εδώ, μαζί μου.

Ο γιός μας δεν ήρθε. Λείπει σε ταξίδι στην Αγγλία. Συνέχεια φεύγει αυτό το παιδί, από κάτι προσπαθεί συνεχώς να ξεφύγει σαν να τον κυνηγάνε. Ακόμα κι όταν είναι εδώ, πάλι λείπει. Όσο ήσουν εδώ, ερχόταν τουλάχιστον τις Κυριακές για φαγητό. Μιλάγαμε λίγο. Μαλώναμε λίγο. Γελάγαμε λίγο. Όλα από λίγο αλλά το λίγο του τότε είναι καλύτερο από το τίποτα του σήμερα. Αχ, με πονάει το δεξί μου πόδι πάλι. Μουδιάζει ξαφνικά εκεί που κάθομαι και δεν μπορώ να κουνηθώ… 

Η κόρη μας ήταν να έρθει, αλλά τελικά δεν ήρθε. Χώρισε οριστικά λέει και ήθελε να μείνει μόνη της. Τους ξέρεις τώρα τους χωρισμούς της. Αρχίζουν Δευτέρα και τελειώνουν Παρασκευή. Όλο μεγάλα λόγια αυτό το κορίτσι, όλο υποσχέσεις που ποτέ δεν τηρεί. Σου μοιάζει. Κι εσύ με ένα πάντα και ένα ποτέ σε κάθε σου πρόταση. «Πάντα θα είμαστε μαζί. Ποτέ δεν θα χωρίσουμε». Και όμως και έφυγες και χωρίσαμε. Ξαφνικά, εκείνο το βράδυ του Φλεβάρη, έφυγες από κοντά μου χωρίς να με ρωτήσεις, χωρίς καν να μου το ανακοινώσεις. Είχα βάλει τα κρύα πόδια μου να μου τα ζεστάνεις, όπως πάντα έκανα τις κρύες νύχτες του χειμώνα. Και ξαφνικά τα ένιωσα πιο κρύα κι από τα δικά μου. Μετά τα χέρια σου, το μέτωπό σου, όλα σου παγωμένα. Έφυγες κρυφά, έφυγες μπαμπέσικα. Δειλέ! Με πονάει ακόμα το δεξί μου πόδι, ακόμα μουδιασμένο είναι… Δεν μπορώ να κουνηθώ.

Ήθελα να βγω έξω να κόψω δυο τριαντάφυλλα, να βάλω από ένα δίπλα στα πιάτα μας. Όπως έκανες πάντα εσύ. Η τριανταφυλλιά μας όμως γέρασε απότομα. Μικρά και αδύναμα τα μπουμπούκια της, σχεδόν μαραίνονται με το που ανοίγουν. Μαράζωσε κι αυτή από το χαμό σου. Θέλει το δικό σου άγγιγμα, το δικό σου χάδι. Εγώ δεν της κάνω… Με πονάει ακόμα το δεξί μου πόδι… Εσύ θα μου έλεγες να πάω στο γιατρό. Δεν θα πάω στο γιατρό. Δεν θα με σώσει κανένας γιατρός. Κι εσύ γιατρός ήσουν και δεν μπόρεσες να σώσεις τον εαυτό σου.

Βγάζω το φόρεμα και βάζω τις πιτζάμες σου τις γκρι. Τόσες φορές τις έπλυνα, ακόμα έχουν τη μυρωδιά σου. Μόνο η μυρωδιά σου με γαληνεύει. Πιάνω από το σύνθετο το τελευταίο βιβλίο που διάβασες. Το ανοίγω, χαϊδεύω τις σελίδες που ακούμπησες, βλέπω τα σημεία που υπογράμμισες, διαβάζω τις σημειώσεις σου στα αριστερά και στα δεξιά. Ψάχνω για τα δικά σου σημάδια παντού. Έτσι μόνο γαληνεύω, έτσι μόνο μπορώ να κοιμηθώ. Θα έρθεις απόψε στο όνειρό μου ή θα έχεις πάλι κάτι καλύτερο να κάνεις? 

Λύπης... Μου λύπεις.

 

Συγγραφέας: Μαίρη Παπαδοπούλου - Σπουδάστρια Tabula Rasa

 

Τετάρτη 15 Φεβρουαρίου 2023

"Καλλιτέχνης πτωμάτων" του Αλέξανδρου Ιβανίδη

Είμαι ο Τζον Μίλερ. Ο περιβόητος και ατρόμητος Τζον Μίλερ που αναστάτωσε μια ολόκληρη χώρα ίσως, και όλο τον πλανήτη. Ω, ναι! Όλο τον πλανήτη θα τον ήθελα. Για πέντε χρόνια υπήρξα Θεός! Ω, ναι! Είναι ωραίο να βλέπεις να φεύγει η ψυχή ενός ανθρώπου από το σώμα του.

Τι είπαν; Μ’ έπιασαν. Μαλακίες! Τις γνωστές μαλακίες! Και η λύση; Τον σκοτώνουμε και τέλος. Υπάρχει διαφορά; Ναι, ρε! Γι’ αυτούς, ναι. Έχουν τον νόμο με το μέρος τους. Μόνο αυτό.

Αύριο την ίδια ώρα με μια ένεση θα τελειώσουν όλα. Κι όμως. Δεν τελειώσαμε. Το όνομά μου θα υπάρχει στις λίστες των χειρότερων δολοφόνων! Ενώ η δικιά τους δολοφονία θα ξεχαστεί πιο γρήγορα απ’ όσο φαντάζονται.

Τζον Μίλερ ο serrial killer που κρέμασε 19 γυναίκες!

Τις έβλεπες να χτυπιούνται σαν χταπόδια όσο η θηλιά έσφιγγε τον λαιμό τους. Και μετά γουρλώνοντας τα μάτια έκαναν τις τελευταίες κινήσεις με τα πόδια. Και μετάααα... Hσυχία. Ω, ναι, τελικά η ψυχή του ανθρώπου βγαίνει από τα πόδια, αφήνοντας πίσω του το γαμημένο σώμα που τη φιλοξενούσε. 

Άδεια κουφάρια, κενά σαν τσουβάλια, αλλά τόσο όμορφα. Έβγαλα και φωτογραφίες. Έργα τέχνης. Νεκρή φύση σε όλο της το μεγαλείο.

(Κλείνει τα μάτια και κουνάει τα χέρια του σαν ν’ ακούει μια μελωδία)

Είμαι καλλιτέχνης! Εντάξει, όχι, για πολύ ακόμα. Ε, και; (γέλιο που σιγά σιγά μετατρέπεται σ’ ένα βουβό κλάμα) ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ, (με κραυγή)

(σιωπή)

Ναι, τις σκότωσα. Τις κρέμασα (τονίζοντας τη λέξη και ανοίγοντας τα μάτια). Δε μ’ έπιασαν όμως. Δεν τα κατάφεραν. Πίστευαν ότι θα γλιτώσει κάποια αλλά δεν γλίτωσε καμία. Δε μ’ έπιασαν και ποτέ δε θα με πιάνανε. Παραδόθηκα. Έτσι απλά. Τώρα; Δε ‘ ενδιαφέρει ας κάνουν ότι θέλουν. Το έργο μου τελείωσε. Μ’ ακούτε, ρε, που σας μιλάω;

Ιπτάμενα κορμιά, ιπτάμενα σακιά… (το λέει τραγουδιστά με κλειστά μάτια)

Τι μπορεί να ξέρουν όλοι αυτοί; Ποτέ δεν άκουσαν. Ποιος είναι ο λόγος του δολοφόνου; Σουτ. Τσιμουδιά, μη μιλάς. Και αυτοί σκοτώνουν αράδα. Κάνουν πολέμους. Ξεκληρίζουν οικογένειες. Καταστρέφουν περιουσίες. Και σε βάζουν να σκοτώνεις μ’ επαίνους λέγοντας πως είσαι ήρωας κι ας είσαι ένα σκατοπιόνι σε μια στημένη σκακιέρα, σ’ ένα στημένο παιχνίδι, που εξυπηρετεί μόνο τα δικά τους συμφέροντα.

19 γυναίκες. (ένα μικρό αγκομαχητό) Ποιες ήταν και τι μου έκαναν; Ενδιαφέρθηκε κανείς; Ρώτησε; Κι, όμως 19 γυναίκες που με ξεφτίλισαν, με πρόδωσαν και μ’ έκλεψαν. Τι; Τον ανδρισμό μου! Την υπόληψή μου!

Τι έκανε η δικαιοσύνη όταν αναζήτησα τη βοήθειά της;

(σιωπή)

19… Δεν ήταν όλες… Υπήρξαν ανάμεσά τους και στελέχη  της δικαιοσύνης (Σηκώσει τα χέρια και κουνάει τον δείκτη και το μεσαίο δάκτυλο σαν να βάζει αποσιωπητικά στη λέξη δικαιοσύνης), ψυχολόγοι και κοινωνικοί λειτουργοί. (ειρωνικό γέλιο) Η πρώτη όμως ήταν! Η Τζέσικα. Αυτή η ρουφιάνα. Μ’ έβγαλε φωτογραφίες! Με τίτλο! Μ’ επικεφαλίδα! ‘Ο ανίκανος Τζον’, ‘ο μικρούλης Τζον’. Κι άλλα, κι άλλα…(κλείνοντας τα μάτια).

Πήραν όλες φωτογραφίες μου. Τις ανέβαζαν και τις κατέβαζαν στα social. Περπατούσα έξω. Με κοιτούσαν και γελούσαν. Όλοι! Και η δικαιοσύνη. Ω, ναι! Την είδα. Τη δικαστίνα που γελούσε. Και αυτή…(με παράπονο) Τα έβγαζα όλα από το μυαλό μου. Είπαν, ρε μ’ ακούτε; Μ’ ακούει κανείς; (φωνάζοντας)

Τώρα; Χμ…

Τώρα γελάω εγώ. Πήρα τη δικαιοσύνη στα χέρια μου. Άργησα να τις εντοπίσω όλες αλλά μετά την Τζέσικα είδα τι μπορούσα να κάνω. Δεν ήταν μόνο το σώμα της βλαμμένης αλλά και ένα έργο τέχνης. Κρέμονταν από μια τριχιά ένα ολόκληρο κορμί. Ασάλευτο. Σαν μαριονέτα. Μια μαριονέτα που έφτιαξα εγώ με τα ίδια μου τα χέρια.

Αυτός είναι ο καλλιτέχνης!

Μόνο αυτή ήταν ίσως δολοφονία. Δίκαιη; Όλες οι υπόλοιπες ήταν μέρος του έργου μου. Ω, ναι! Θα φύγω ως καλλιτέχνης και ως δολοφόνος. Στα δικά τους μόνο μάτια. Ε, και; Απέδειξα κιόλας την ανικανότητα της αστυνομίας να σταματήσουν τα εγκλήματα. Γιατί; Γιατί πολύ απλά δεν ήταν εγκλήματα αλλά ένα καλλιτέχνημα. Μια δημιουργία!

Εγώ το σταμάτησα. Όχι, αυτοί. Λάθος μου. Μόνος μου κατέστρεψα τη δημιουργικότητά μου. Αυτοί ήταν άχρηστοι.

Ελπίζω οι φωτογραφίες των πτωμάτων να βρουν μια θέση στα μουσεία μοντέρνας τέχνης του κόσμου.

Για να θυμούνται το όνομά μου και το έργο μου!

Τζον Μίλερ ο καλλιτέχνης των πτωμάτων.

Μονολογεί στο κελί του ξέροντας πως τον ακούνε οι δυο δεσμοφύλακες που βρίσκονται έξω από αυτό. Η ώρα είναι 18:00 την Πέμπτη και αύριο θα τον σκοτώσουν μετά από την καταδίκη του για τη δολοφονία 19 γυναικών.

 

 Συγγραφέας: Αλέξανδρος Ιβανίδης - Σπουδάστης Tabula Rasa