Χθες βράδυ είδα σε όνειρο έναν γκιώνη που τραγουδούσε τη γνώριμη επαναλαμβανόμενη
μελωδία του. Είδα και τον παππού μου λίγο πιο πέρα, που πότε κοίταζε αυτόν και πότε εμένα. Ο παππούς κάτι είπε του γκιώνη στα αρβανίτικα και με ενθάρρυνε να το κάνω κι εγώ, πάλι όμως δεν τα κατάφερα, πάλι μπλέχτηκε η γλώσσα μου και πάλι ο παππούς γέλασε με αυτό. "Γκιώνη, γκιώνη, τι κοιτάς;" σήμαινε αυτό που του έλεγε και που δεν κατάφερνα να προφέρω ποτέ σωστά. Ο παππούς καθόταν στον απέναντι καναπέ και το μόνο που απόρησα για το πώς βρέθηκε εκεί ήταν πώς κατάφερε να ανέβει τα τόσα σκαλιά του σπιτιού χωρίς να τον πονέσει η πλάτη του!
"Τον ακούς που δε σταματάει ποτέ να τραγουδάει;" με ρώτησε και έδειξε τον γκιώνη έξω από το παράθυρο χαμογελαστός.
Δε νομίζω ότι έχει περάσει κανένα βράδυ χωρίς να τον ακούσω, εδώ που τα λέμε...
Κάποτε καταφέραμε να πιάσουμε έναν γκιώνη. Δε θυμάμαι πώς, ήμουν κάπου τριών ετών νομίζω. Πρέπει να ήταν χτυπημένο το φτερό του, γιατί δεν έκανε καμία προσπάθεια να φύγει ή να πετάξει. Ήταν ξαπλωμένος στην αγκαλιά του παππού μου κι εγώ πολύ διστακτικά ακούμπησα τα φτερά του. Το φοβόμουν πολύ αυτό το ζώο, κάθε φορά που σκοτείνιαζε το τοπίο και έκανε την εμφάνισή του, έκλεινα τα αυτιά μην ακούσω τη φωνή του και έμπαινα γρήγορα στο σπίτι για να μην τον δω να βολτάρει στα δέντρα μας. Τώρα που τον είδα από τόσο κοντά, παρατήρησα πως είχε πυκνά φρύδια σαν του παππού μου. Μήπως τον αγαπούσε τόσο πολύ επειδή του έμοιαζε; Ξέχασα τότε να τον ρωτήσω και τώρα δε θα μάθω πότε την απάντηση.
Ο παππούς έβαλε τον γκιώνη στη μουριά, το πιο ψηλό δέντρο στην αυλή. Καθόταν στα χαμηλά κλαδιά, όμως σύντομα έφτασε στα πιο ψηλά και καμιά φορά χανόταν ανάμεσα στα φύλλα και δεν τον βλέπαμε. Μόνο το γνώριμο τραγούδι του ακούγαμε, που έσβηνε στην ανατολή του ήλιου.
Από τότε, αν και πέρασαν πολλά χρόνια, δε σταμάτησε να ακούγεται το τραγούδι του γκιώνη από τη μουριά. Δεν ξέρω τι προσδόκιμο ζωής έχουν, μα έχω αρχίσει να πιστεύω ότι είναι ο ίδιος γκιώνης και σκαρώνει ποιήματα και τραγούδια για τον παππού μου! Μπορεί όμως να του μιλάει κι εκείνος στα αρβανίτικα, γι'αυτό να μην τον καταλαβαίνω. Δε μου κάνει καρδιά να του πω ότι ο παππούς δεν είναι εδώ να τα ακούει πλέον - ήταν βλέπεις μεσημέρι όταν έφυγε χωρίς να ξαναγυρίσει και ο αγαπημένος του γκιώνης έλειπε...
Υπάρχουν ακόμα φορές που δεν πλησιάζω τα δέντρα τις νύχτες για να μη συναντήσω αυτόν τον ιπτάμενο ποιητή.
Πολλές φορές κλείνω και τα αυτιά μου• δεν αντέχω να ακούω το τραγούδι ενός μοναχικού πτηνού που εξυμνεί τα απανταχού σκοτάδια και που μοναδική του απόκριση θα είναι οι σκιές και τα θροΐσματα των φύλλων της μουριάς...
Συγγραφέας: Σωτηρία Πέππα- Σπουδάστρια Tabula Rasa