Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Δευτέρα 5 Ιουνίου 2023

"Τρεις ευχές" της Μαρίας Χοχορέλου

Μια φορά κι έναν καιρό, σ’ ένα μικρό χωριουδάκι ζούσε μια όμορφη κοπέλα. Η ομορφιά της τους ξεπέρναγε όλους και όλες. Βαθιά μέσα στο δάσος ζούσε η κακιά μάγισσα που τα ξόρκια της μαγεύαν και βατράχι. M’ αυτά τα ξόρκια λοιπόν ήθελε να μαγέψει και την όμορφη κοπέλα. Μια βροχερή μέρα λοιπόν, που όλοι ήταν κλεισμένοι στα σπίτια τους, η κακιά μάγισσα έβαλε σε εφαρμογή το σχέδιο της. Έφτιαξε τα μαντζούνια της, μεταμορφώθηκε σε μια ανήμπορη γριούλα, και κίνησε για το χωριουδάκι της όμορφης κοπέλας.

Έξω έβρεχε πολύ κι η ανήμπορη γριούλα κάλυψε το κεφάλι της με το σάλι της και συνέχισε τον δρόμο της. Και μια και δυο και τρεις έφτασε έξω από το σπιτάκι της όμορφης κοπέλας. Tο όνομα της Μπέλα. Mία νεραΐδα μια μέρα λένε πως της έδωσε το όνομα αυτό, γιατί τα μάτια της ήταν τόσο φωτεινά σαν ψεύτικα και το δέρμα της τόσο λευκό σαν κούκλας. 

Δεν της ήταν δύσκολο να εκτελέσει το σχέδιο της, αφού το παράθυρο του σπιτιού ήταν ανοιχτό. Δίχως να το σκεφτεί, άνοιξε το μπουκαλάκι κι άφησε την ευωδία να σκεπάσει σαν σύννεφο το σπίτι.

Κι έτσι η όμορφη κοπέλα λιποθύμησε και η κακιά η μάγισσα τρύπωσε στο μικρό σπιτάκι κι άρπαξε την Μπέλα. Την πήγε βαθιά μέσα στο δάσος εκεί όπου ζούσε, και την έκλεισε μέσα σε ένα μπουντρούμι. Της έπιασε με αλυσίδες χέρια και πόδια, και με το κακό ραβδί της της έδεσε τη γλώσσα και σφράγισε το στόμα της.

Τώρα η Μπέλα ήταν δυστυχισμένη και κοιμισμένη. Μα η ώρα περνούσε, κι η όμορφη Μπέλα όπου να ‘ταν θα ξυπνούσε.

Στο βάθος του δάσους ζούσε ένας δράκος - σύμμαχος της κακιάς μάγισσας – εκεί σκόπευε να πάει την Μπέλα, και γρήγορα προτού ξυπνήσει. Μα η Μπέλα άρχισε να ξυπνά σιγά-σιγά μα σαν άνοιξε τα μάτια της ένοιωσε  βάρος στα χέρια  και στα πόδια της, και σαν κοίταξε τι να δει; Αλυσίδες δέσμευαν τα πόδια και τα χέρια της.

Και ξαφνικά κατάλαβε πως δεν μπορούσε, μήτε το στόμα της να ανοίξει μα ούτε και τα χείλη της σαλεύαν. Τότε με όλη της τη δύναμη, κουνούσε χέρια και πόδια – κάποιος θα την άκουγε.

Καθώς λοιπόν χτυπούσε χέρια και πόδια, η πόρτα άνοιξε με βροντερό ήχο – ήταν η κακιά μάγισσα. Κακό σημάδι.

«Άνοιξες τα μάτια σου βλέπω; Δε πρόλαβα να σε πάω στον δράκο. Μα κάποιο τρόπο θα βρω. Σκέφτηκε για λίγο η κακιά μάγισσα. Ακόμα και ξύπνια, θέλοντας και μη, θα σε πάω στο βάθος του δάσους εκεί που ζει ο δράκος.»

Τώρα η Μπέλα χτυπούσε πιο δυνατά τις αλυσίδες. «Δεν μπορεί, κάποιος θα μ’ ακούσει.» Σκέφτηκε η Μπέλα. «Χαχαχα» απάντησε με βροντερή φωνή η μάγισσα. «Πάω να φτιάξω τα ξόρκια μου.»

Και «ταραντούμ ταραντούμ» έκανε τα μαγικά της η κακιά μάγισσα και το ξόρκι ήταν έτοιμο. Μία σταγόνα μόνο ακούμπησε στο μέτωπο της, οι αλυσίδες λύθηκαν κι η Μπέλα λιποθύμησε. Μ’ όλη της τη δύναμη, η κακιά μάγισσα, την έσυρε ως το βάθος του δάσους στην σπηλιά του δράκου, κι εκεί στην άκρη της σπηλιάς την έδεσε. Ο δράκος βρυχιόταν από τα βαθύ της σπηλιάς, κι η όμορφη Μπέλα ήταν φυλακισμένη στα δίχτυα του δράκου. Μα όλα ήταν τρομακτικά εκεί κάτω, αλλά το καλό ξωτικό έβαλε σε εφαρμογή το σχέδιο που του είχε εκμυστηρευτεί η καλή μάγισσα, δίνοντας του θάρρος και δύναμη για να ελευθερώσει την όμορφη Μπέλα. Μ’ όλο το θάρρος του λοιπόν προχώρησε μπροστά, ορθώνοντας το μικροκαμωμένο  κορμί του.

Μα πιο βαθιά στην σπηλιά, φλόγες ξεπηδούσαν από δω, κι από κει – ο Τσεπέτο φιλοκάρδισε, μα δε το ‘βαλε κάτω. Με όσο θάρρος είχε, προχώρησε μες στην σπηλιά. Όσο κατέβαινε όμως, τόσο πιο μεγάλες γίνονταν οι φλόγες – ο Τσεπέτο ήξερε πως κάποτε θα κουραζόταν ο δράκος, και θα σταματούσε.

Τρομακτική βουή ακούστηκε από την σπηλιά, και μια ανατριχιαστική φωνή να λέει: Μόνο αν βρεις τις 3 ευχές θα ελευθερωθείς από τα δεσμά του δράκου. 

Δαιμόνια και ξωτικά μαζεύτηκαν αμέσως – ο Τσεπέτο ήθελε βοήθεια, κι ολόκληρο το δάσος γέμισε με κάθε λογής ξωτικά και νάνους για να βοηθήσουν τον μικρό τους φίλο, μα κι ένας γιγαντόσωμος μάγος εμφανίστηκε εμπρός στο μικροκαμωμένο ξωτικό.

Ο Τσεπέτο θαμπώθηκε από την κορμοστασιά του καλού μάγου, αυτού που θα έλυνε τα μάγια της Μπέλας.

«Κάντε στην άκρη, εγώ θα σώσω την όμορφη Μπέλα.»

Κι άπλωσε το μακρύ και λεπτό ραβδί του, έκλεισε τα μάτια και με μιας  έλυσε τα δεσμά στην σπηλιά. Μα καθώς κίνησε να μπει στη σπηλιά, φωτιές ξεπετάγονταν τριγύρω.

Μια λάβα από φωτιά απειλούσε την όμορφη Μπέλα και την κρατούσε φυλακισμένη στην σπηλιά.

Τότε, μια πεταλούδα εμφανίστηκε, και φώτισε τα σκοτάδια της σπηλιάς.

Ήταν η ελπίδα της Μπέλας. Μα δε θα ήταν όλα τόσο ρόδινα όσο περίμενε. Αφού τις έλυνε για πάντα τα δεσμά, έπρεπε η Μπέλα να λύσει τρεις ευχές.

Οι αλυσίδες είχαν μαυρίσει το κορμί της Μπέλας. Τώρα πια δεν υπήρχε λύση. Εκτός αν η όμορφη Μπέλα έβρισκε τις τρεις ευχές και τις άφηνε στην πεταλούδα.

«Ελευθέρωσέ με σε παρακαλώ, και θα κάνω ό,τι θες.»

Στο επόμενο λεπτό, η πεταλούδα διέλυσε τα δεσμά που βάραιναν την Μπέλα – η επόμενη κίνηση ήταν να βρει η Μπέλα τις  τρεις ευχές.

Κίνησε λοιπόν αμέσως προς το δάσος – εκεί που ήταν κρυμμένες οι τρεις ευχές, μα πριν ξεκινήσει η πεταλούδα της είπε λόγια μαγικά: «Ταραντούμ- ταραντούμ τώρα να πας βαθιά μες στο δάσος τις 3 ευχές για να βρεις. Αλλιώς θα ζεις αιώνια στο σκότος.»

Έτσι η Μπέλα κίνησε για το δάσος – εκεί στην καρδιά του δάσους, βρήκε μια σφαίρα φωτεινή –«πρώτο σημάδι». Την πηρέ στο χέρι της και συνέχισε το ταξίδι.

Μα όσο πιο βαθιά έμπαινε στο δάσος τόσο περισσότερο εγκλωβιζόταν. Φυλακιζόταν μες στο δάσος.  Μόνος σύμμαχος της ήταν τα πουλιά.

«Τι πρέπει να κάνω τι; Πείτε μου, τι να κάνω;»

Τα πουλιά τιτίβιζαν και χόρευαν γύρω από το κεφάλι της. Τότε της ήρθε ιδέα ξαφνική κι άρχισε το τραγούδι.

«Τι να κάνω πέστε μου τι, η λύση για να βρεθεί, να λυθούν τα μαγικά; Που να ψάξω για να βρω τις 3 ευχές που αναζητώ»;

Μα πιο βαθιά στο δάσος ζούσαν δράκοι που δυσκόλευαν την αποστολή της. Φόβος την έλουζε από την κορφή ως τα νύχια. «Καλέ μου δράκε, σε παρακαλώ βοήθησέ με για να βρω τη δεύτερη ευχή. Που θέλει να με ταξιδέψει αυτή η σφαίρα;

Κοιτάζοντας λοιπόν μέσα στη σφαίρα, το βλέμμα της έφτασε πιο βαθιά στο δάσος. Εκεί  που ήταν η άκρη του νήματος.

Κι έτσι συνέχισε να περπατά μέσα στο δάσος από ένα μονοπάτι μυστικό.

Προχώραγε- προχώραγε μα τίποτα κανένα σημάδι, καθώς όμως περιπλανιόταν μες στο δάσος, σκόνταψε σε μια ομπρέλα, η μάλλον μαγκούρα η ομπρελομαγκούρα.

Και τότε η σφαίρα άστραψε για μια στιγμή. «Να το δεύτερο σημάδι.» Είπε η όμορφη Μπέλα.

Άνεμος δυνατός έπιασε στη στιγμή – η σφαίρα άστραψε κι η μαγκουρομπρέλα άνοιξε με μιας, κι άρχισε να στριφογυρίζει με μανία.

Πάει… ταξίδεψε η Μπέλα σε χώρα μαγική.

«Μα που βρίσκομαι;» Είπε ζαλισμένη. Έπρεπε την τρίτη ευχή να βρει, μα ο άνεμος ο δυνατός δεν την άφηνε. Μα μια και δυο κατάφερε να σηκωθεί, και να συνεχίσει το ταξίδι.

«Που θα με πάει αυτός ο άνεμος;» Συλλογίστηκε. Και στροβιλίζοντας την, ένα - δυο βήματα πιο κει, είδε μια σκούπα.

Αυτή θα ήταν η τρίτη ευχή. Μ’ αυτή η σκούπα χόρευε σαν τρελή, δυσκολεύοντας κι άλλο την αποστολή της Μπελας. Μες στο στροβίλισμα του ανέμου, η Μπέλα η σκούπα η μαγκουρομπρελα και η σφαίρα, κατέληξαν  έξω από ένα κάστρο.

«Τι μέρος να ‘ναι αυτό; Που βρίσκομαι;»

Τότε η σκούπα άστραψε σαν κεραυνός, και η μαγκουρομπρέλα στροβιλιζόταν στον αέρα, μαζί μ’ αυτήν κι η Μπέλα, και με έναν τρόπο μαγικό βρέθηκαν όλοι μες στο κάστρο. Σε εκείνο το δωμάτιο – το δωμάτιο της κακιάς μάγισσας.

Τώρα έπρεπε τρόπο να εύρει μαγικό τα μάγια για να λύσει, να πάει όλα τα στοιχεία στην πεταλούδα, και γρήγορα να γυρίσει στους φίλους της μες στο δάσος.

Η σκούπα της κακιάς μάγισσας όμως εξαφάνιζε όλο τον κόσμο, ποιο να ‘ταν το αντίδοτο, τα μάγια να της λύσει; Ξάφνου, της ήρθαν στο μυαλό, τα λόγια του Τσεπέτο.

«Ταραντούμ- ταραντούμ ευθύς τα μάγια να διαλυθούν από τη μαγεμένη σκούπα.»

Σκότος σκόρπισε το δωμάτιο, μόνο η σφαίρα φώτιζε και ένας κεραυνός κύκλωσε τη σκούπα. Από τη σπίθα του η Μπέλα λιποθύμησε. Η κακιά μάγισσα σκόρπισε πάλι τον τρόμο της και την σκόνη της κι η Μπέλα σκόρπισε στους δέκα ανέμους.

 

Συγγραφέας: Μαρίας Χοχορέλου - Σπουδάστρια Tabula Rasa

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου