Μια φορά κι έναν καιρό σε μια μακρινή πολιτεία, ζούσε ένα αγοράκι, μόλις 5 χρόνων με την οικογένεια του. Οι σχέσεις του μικρού αγοριού με τους γονείς του ήταν αλλόκοτες και κάνεις δεν μπορούσε να αλλάξει τα γεγονότα.
Ο μικρός Άγγελος ζούσε στον δικό του κόσμο - ανάμεσα στον πραγματικό και τον φανταστικό. Όλη μέρα έμενε κλεισμένος στο δωμάτιο του, και ταξίδευε στους κόσμους του μυαλού του.
«Μα τι να έχει αυτό το παιδί»;
Σκέφτονταν οι γονείς του μικρού Άγγελου. Ο πατέρας του έμοιαζε άπραγος στο πρόβλημα του γιου του και η μητέρα του θλιμμένη με την αρρώστια του παιδιού της – έτσι το έβλεπε εκείνη.
Την ίδια νύχτα στο όνειρο του μικρού αγοριού εμφανίστηκε μια όμορφη κοπέλα με κατάμαυρα μαλλιά κι ένα γλυκό χαμόγελο ζωγραφισμένο στα χείλη της. Φορούσε ένα μπλε αστραφτερό φόρεμα, που φώτιζε όλο το δωμάτιο.
Αυτό το αστραφτερό φως έκανε και τον μικρό Αγγελο, να ανοίξει τα μάτια του. Μα τάχα μήπως δεν ήταν όνειρο; Το μικρό αγόρι ευθύς άνοιξε τα μάτια του και κοιτούσε με θαυμασμό την όμορφη κοπέλα.
-Ποια είσαι εσύ; «Ρώτησε το αγόρι, με τον ίδιο θαυμασμό στα μάτια».
-Είμαι το πνεύμα του καλού. Άκουσε μια φωνή να λέει, μα χωρίς να σαλεύουν τα χείλια της.
-Μα από που ακούστηκε η φωνή; «Ρώτησε γεμάτο τρόμο το μικρό αγόρι».
-Μη φοβάσαι, αυτό συμβαίνει γιατί είμαι ένα πνεύμα, το πνεύμα του καλού. Ήρθα στο όνειρο σου γιατί με χρειάζεσαι.
-Δε σε χρειάζομαι. «Είπε με πείσμα και θυμό το αγόρι».
-Με χρειάζεσαι, εσύ με φώναξες.
Κι η αλήθεια ήταν πως
ο μικρός Πέτρος την φώναξε, ή μάλλον οι σιωπές του.
-Θες να μου δείξεις τον κόσμο σου;
Ο μικρός Άγγελος κουκουλώθηκε μέχρι το κεφάλι, και δεν μίλησε στο πνεύμα του καλού. Τότε η όμορφη νεράιδα ακούμπησε το μικρό σώμα του μικρού αγοριού, κι όλο το δωμάτιο γέμισε με αστραφτερό μπλε φως. Το μικρό αγόρι τράβηξε την κουβέρτα από πάνω του, και με έκπληξη κοίταξε γύρω του. Το δωμάτιο του δεν υπήρχε πια, αιωρούνταν πάνω στα σύννεφα – τώρα ήταν όρθιος στο κρεβάτι του, με την νεράιδα δίπλα του, κι έμοιαζε να πέτα.
Άξαφνα ένα άλλο χέρι τον τραβούσε, ήταν το πνεύμα του κακού που άρχιζε να ριζώνει στην καρδιά του μικρού Άγγελου. Το πνεύμα του καλού έκανε άκαρπες προσπάθειες να τον πάρει προς το μέρος του.
Η «χώρα του πότε» με τη «χώρα των θαυμάτων» πάλευαν για να κρατήσουν το μικρό αγόρι. Ο μικρός Πέτρος ήξερε το πνεύμα του κακού, αφού για μεγάλο διάστημα ζούσε μέσα στα σκοτάδια του - μα το πνεύμα του καλού ήταν τώρα πιο κοντά στα πιστεύω του μικρού Άγγελου
Το πνεύμα του κακού, ξυπνούσε πρόσφατους εφιάλτες στον Άγγελο, μα το μικρό αγόρι ήταν τόσο έξυπνο, ώστε να μπορέσει να του ξεφύγει – παρά το μικρό της ηλικίας του. Ήταν τότε που οι γονείς του μικρού Πέτρου είχαν καυγάδες σχεδόν κάθε μέρα. Τότε πρώτο εμφανίστηκε το πνεύμα του κακού.
Ήταν μόλις τριών ετών – πολύ νωπές διαγράφονταν οι μνήμες στο μυαλό του, καθώς είχαν περάσει μόλις δύο χρόνια. Το πνεύμα του καλού έσφιξε στην αγκαλιά του, τον Άγγελο και συνέχισαν το μεγάλο τους ταξίδι.
«Τι ωραία που είναι εδώ.» Είπε μόλις έφτασαν σε ένα απέραντο δάσος.
«Εδώ θα είναι το σπίτι σου.»
«Μα εδώ δεν έχει σπίτια, μαγαζιά πλατείες, ούτε ανθρώπους.
Και καθώς μιλούσαν έφτασαν σε μια όαση. Ναι εκεί του άρεσε του Άγγελου, ναι εκεί θα τολμούσε να ζήσει. Άλλωστε στο σπίτι του δεν πέρναγε καλά, μα ήταν αναγκασμένος να μένει εκεί, εκεί ζούσαν οι γονείς του, οι μόνοι άνθρωποι που μπορούσαν να τον φροντίσουν. Αυτή η κοπέλα ήταν μια άγνωστη, μα ας μην ξεχνάμε πως μιλάμε για ένα όνειρο.
-Πως σε λένε; «Ρώτησε ξαφνικά ο μικρός Άγγελος»
-Αριελ.
-Ξέρεις πως τον φαντάζομαι τον κόσμο Αριελ; Να μην υπάρχουν κακοί άνθρωποι, που φωνάζουν, χτυπούν τον άλλον, με τα λόγια, όχι με τα χέρια. Θέλω ο κόσμος του μέλλοντος να μην έχει αφεντικά, να μην χρειάζεται να δουλεύουμε. Να δίνονται όλα με προσφορά, δίχως να πρέπει να πληρώνουμε, δίχως να πρέπει να μας πληρώνουν. Να ζούμε όλοι σαν ένα μέρος σαν κι αυτό. Όχι εκεί που ζούσα εγώ, που ζω εγώ.
Κι η Άριελ τον έκλεισε στα χρυσαφένια της φτερά.
-Κι εσύ ποια είσαι Αριελ; Που είναι το σπίτι σου, που είναι οι γονείς σου;
-Εγώ είμαι ένα ξωτικό, τα ξωτικά δεν έχουν οικογένεια, δεν έχουν σπίτι, είναι πλάσματα ελεύθερα. Τα ξωτικά μπαίνουν στις σκέψεις των μικρών παιδιών κι απαλύνουν τον πόνο τους, ηρεμούν τη ζωή τους.
Η φαντασία του μικρού ήταν μεγάλη, μα πως να γινόντουσαν όλα αυτά; δε μπορούσε να το φανταστεί. Τρόμος κάλυψε το προσωπάκι του κι απελπισία δεν μπορούσε να βρει λύση. Βλέποντας τον έτσι η νεράιδα του είπε: Κλείσε τα μάτια και κοίτα. Κι έτσι έγινε – με το που έκλεισε τα μάτια του, είδε πόση αγάπη είχε μέσα στην ψυχούλα του, πόσο τον χειραγωγούσε ο πατέρας του, και πόσο είχε αλλάξει η μητέρα του.
Εκείνο το βράδυ δυσκολεύτηκε να κοιμηθεί, σαν να ήταν στο δωμάτιο του, και να άκουγε τον πατέρα του να ουρλιάζει να τον βασανίζει, τη μάνα του, να ναι άβουλη – και τα όνειρα του μαύρισαν. Το κατάλαβε όταν άνοιξε τα μάτια του, και σιντριβάνια από δάκρυα σκέπαζαν τα δυο του μάτια.
«Ηρέμησε, τώρα είμαι εγώ εδώ» Άκουσε την τρυφερή και γαλήνια φωνή της Άριελ. «Κανείς δεν θα σε πειράξει τώρα πια.»
Και γλυκά, γλυκά τον πήρες ο ύπνος. Και γλυκά, γλυκά περάσαν τα χρόνια, ή μάλλον το έβλεπε στο όνειρό του.
Τώρα πια, ήταν μεγάλος και τρανός και δεν φοβόταν κανέναν. Τώρα ήταν καλός με αυτούς που δεν τον έβλαπταν μα με όσους ήθελαν, ή προσπαθούσαν για το αντίθετο, τους τσάκιζε.
«Εγώ είμαι ο Άρχων»
Έλεγε τη μία κι όλοι το θωρούσαν με τρόμο, κι έπειτα εμφανιζόταν η καλή του νεράιδα και με μιας άλλαζε ολοκληρωτικά. Μα το θρόισμα των φύλλων, τον έβγαλε από το όνειρο.
Ο μικρός Άγγελος ξύπνησε με νερά καταρράκτες να κυλούν στο πρόσωπο του. Κατατρομαγμένος κοίταξε τριγύρω – μα αυτό το μέρος το είχε ξαναδεί.
Απρόσμενα κοίταξε τα χέρια του, και ουκ θαύματος είδε πως είχε μικρά δακτυλάκια μετά τα πόδια, κι όλο το κορμί του – όχι δεν ήταν ο τρανός και μέγας που ήταν πριν λίγη ώρα, μα ένα μικρό παιδάκι.
«Μα εγώ είμαι νάνος»
Σαν το άκουσε αυτό η Άριελ έβαλε τα γέλια.
«Δεν είσαι νάνος, είσαι ένα μικρό αγόρι.»
«Κι εσύ είσαι αληθινή;»
Η Άριελ απόρησε με την φράση του μικρού Άγγελου, αφού ζούσαν στη χώρα των θαυμάτων.
«Εδώ είναι η χώρα το θαυμάτων, ζούμε έξω απ’ τη σφαίρα του πραγματικού»
Αυτό που άκουσε ο μικρός Άγγελος δε το κατάλαβε, μα το μυαλό του το μεγαλοποίησε - χαμογέλασε, κι είπε στην γλυκιά νεράιδα.
«Άριελ…εδώ θέλω να μείνω, με σένα, εδώ κανείς δε θέλει το κακό μου, εδώ με αγαπούν, εσύ με αγαπάς. Εκεί κάτω κανείς δε με αγαπά.»
Η Άριελ τον έκρυψε μες στο υφαντό της κι άρχισε να του λέει μια ιστοριούλα.
Λοιπόν άκου μια ιστοριούλα αυτού και του άλλου κόσμου. «Πριν από αιώνες αρκετούς στη χώρα αυτή που μένεις κατοικούσαν 2 κόσμοι. Πάλευαν ο ένας με τον άλλον, ταξίδευαν από γαλαξία σε γαλαξία παλεύοντας για τα πιστεύω τους διεκδικώντας ένα καλύτερο αύριο. Σε αυτόν το γαλαξία λοιπόν που είχαν φτάσει μες στο ταξίδι τους συνάντησαν πολλά εμπόδια….
Μα καθώς έλεγε την ιστορία, που ήταν η ιστορία της ζωής της ο μικρός Άγγελος αποκοιμήθηκε. Τότε η Αριελ συνέχισε την ιστορία της. «Ο ένας κόσμος είναι αυτός εδώ που ζούμε, κι άλλος είναι εκεί που ζει το πνεύμα του κακού, μα θα προστατεύσω τον κόσμο σου, δεν θα το αφήσω να μπει σε αυτόν τον κόσμο. Αυτός ο κόσμος είναι δικός σου.»
«Τα χρόνια πέρασαν, περάσαν κι οι δεκαετίες – μεγάλωσα, μα όταν κλείνω τα μάτια μου
γίνομαι ξανά παιδί – βρίσκομαι ξανά σ’ αυτόν τον κόσμο – η Αριελ με γλίτωσε από τα σκοτάδια μου.»
Το πνεύμα του καλού νίκησε το πνεύμα του κακού, κι ο Άγγελος τους εφιάλτες του.
Συγγραφέας: Μαρία Χοχορέλου - Σπουδάστρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου