Ο Τίτο, απ’ τον φόβο του όρμησε στην ποδιά
του Παπά-Τσίφτη κι αυτός άρχισε να φταρνίζεται ασταμάτητα. Όσο για τον Ράμπιτ
το λαγό και τον Superman… αυτοί χώθηκαν ο
ένας στην αγκαλιά του άλλου και άρχισαν να σπαρταρούν απ’ την τρομάρα τους...
Ο
πιλότος, έχοντας κάλλιστα αντανακλαστικά, ξαναπόκτησε αμέσως τον έλεγχο αλλά
δυστυχώς το κενό αέρος είχε κάνει ήδη την δουλειά του. Ένα αιχμηρό σίδερο που
βρισκόταν στο χώρο των αποσκευών απ’ το τράνταγμα καρφώθηκε με δύναμη στο ντεπόζιτο
του αεροσκάφους και το τρύπησε κι έτσι δεν πέρασε πολύ ώρα που τα καύσιμα
σώθηκαν.
Ο πιλότος δεν μπορούσε να κάνει
αναγκαστική προσγείωση καθώς από κάτω τους υπήρχε θάλασσα και το κεφάλαιο που
αναφερόταν στην προσθαλάσσωση δεν το είχε διαβάσει ποτέ στην ζωή του. Με
σκονάκι είχε πάρει πτυχίο. Μη ξέροντας λοιπόν τι να κάνει αποφάσισε να πει όλη
την αλήθεια στους επιβαίνοντες, να τους μοιράσει αλεξίπτωτα και να τους
παροτρύνει να πηδήξουν στο κενό μπας και σωθούνε. Το κακό ήταν πως στο
αεροσκάφος υπήρχαν μόνο δύο αλεξίπτωτα κι έτσι η μόνη λύση για να καταφέρουν
όλοι να επιζήσουν ήταν να τα μοιραστούνε.
Κι έτσι κι έγινε. Ο πιλότος, ο
συμβολαιογράφος και ο Τίτο δέθηκαν με το ένα, ενώ ο Superman, ο Ράμπιτ ο λαγός και ο Παπά-Τσίφτης με το άλλο. Έπεσαν
στην θάλασσα και αμέσως άρχισαν τους πανηγυρισμούς για το ότι κατάφεραν να
παραμείνουν σώοι και αβλαβείς. Η μεταξύ αποκάλυψη όμως των τριών φίλων μας πως
κανένας απ’ αυτούς δεν ξέρει κολύμπι, τους έβαλε πάλι σε μπελάδες. Και
ιδιαίτερα όταν λόγω των ρευμάτων απομακρύνθηκαν απ’ το άλλο αλεξίπτωτο και
βρέθηκαν μόνοι τους, στην μέση του πουθενά να παλεύουν με τα κύματα.
Η θάλασσα τους πέταξε σε μια άγνωστη γι
αυτούς γη και μόλις επανέκτησαν τις δυνάμεις τους, βρέθηκαν αντιμέτωποι με μια
όχι και τόσο φιλική φυλή. Οι ιθαγενείς, βλέπετε, είχαν δύο πολύ σοβαρές
ιδιαιτερότητες. Ήταν αντι-φυτοφάγοι και πολύ, μα πάρα πολύ ευαίσθητοι. Αυτό
είχε ως αποτέλεσμα να μην μπορούν να φάνε ο ένας τον άλλον καθώς δεν άντεχε
κάτι τέτοιο η ιδιοσυγκρασία τους αλλά ούτε και τους καρπούς της γης τους καθώς
και μόνο η ιδέα τους έφερνε διαταραχή στομάχου. Έτσι τα μόνα τους γεύματα ήταν
τα αγαθά της θάλασσας που άλλες φορές ψάρευαν κι άλλες φορές απλά τους ξέβραζαν
τα κύματα. Όπως αντιλαμβάνεστε λοιπόν, η παρουσία των τριών ηρώων μας φάνταξε
στα μάτια τους ως λουκούλλειο γεύμα και μόνο ένα θαύμα θα μπορούσε να τους το
στερήσει.
Ο Μάγος της φυλής δεν έχασε χρόνο κι
αμέσως πήρε τους τρεις αγνώστου προελεύσεως επισκέπτες στο σπίτι του, τους
έβαλε μέσα σε μια μεγάλη μπανιέρα με ζεστό νερό για να τους εξαγνίσει, τους
κλείδωσε και τους άφησε εκεί για πέντε ώρες.
«Δηλαδή
τι; Αυτό ήταν; Πεθαίνουμε;», είπε κλαίγοντας ο Ράμπιτ ο λαγός.
«Κάνε
κάτι!», απευθύνθηκε ο Παπά-Τσίφτης στο Superman.
«Ναι!
Πάρε μας από δω! Πέτα μακριά!» αποκρίθηκε και πάλι ο Ράμπιτ ο λαγός
παρακαλώντας τον να τους γλιτώσει. Μα ο Superman δεν μιλούσε. Καθόταν σκεπτικός και λυπημένος.
«Γιατί
δε μιλάς; Μίλα! Πες τους την αλήθεια! Μην ντρέπεσαι! Δεν φταις εσύ!», ακούστηκε
μια φωνή μέσα στο κεφάλι του Superman κι έτσι μη έχοντας
άλλη επιλογή αποφάσισε να τους απαντήσει.
«Δεν
μπορώ να πετάξω… Οι δυνάμεις μου χάθηκαν…»
«Τι
εννοείς;», πετάχτηκε μονομιάς ο Παπά-Τσίφτης.
«Η
ικανότητά μου να πετάω γίνεται πράξη μόνο στην Αϊχύτα… Μακριά, έστω κι ένα
χιλιόμετρο απ’ αυτήν, δεν είμαι ικανός ούτε ψηλό πήδημα να κάνω… Αυτός ήταν ο
όρος της μάγισσας που μου πρόσφερε αυτό το χάρισμα όταν γεννήθηκα. Αγαπούσε
πολύ την χώρα μας, βλέπετε, κι έτσι με όρκισε να μείνω πάντα σ’ αυτήν για να
την υπηρετώ. Μακριά της δεν μπορώ να κάνω τίποτα… Λυπάμαι…»
Τα μάτια του Ράμπιτ του λαγού γούρλωσαν
και ο Παπά-Τσίφτης συνειδητοποίησε πως το τέλος τους πλησιάζει. Ήταν βέβαιο πως
θα άφηναν τα κοκαλάκια τους, αν έμεναν κι αυτά δηλαδή, σε μια χώρα που δεν
ήξεραν καν το όνομά της. Την θλίψη και την απογοήτευσή τους διέκοψε το άνοιγμα
της πόρτας του σπιτιού. Ο Μάγος είχε έρθει για να δει πως πάει η τελετή του
εξαγνισμού και να ειδοποιήσει τον Αρχιμάγειρα να βάλει το καζάνι στην φωτιά.
«Που
είμαστε;», αναφώνησε ο Ράμπιτ ο λαγός, μη ξέροντας ούτε ο ίδιος που βρήκε το
κουράγιο. «Σε ποια χώρα; Ποιο χωριό;»
«Παραμυθιά
λέγεται η χώρα μας», αποκρίθηκε ο Μάγος, «Κι εδώ μπροστά σας βρίσκεται ο
αρχηγός και μάγος της φυλής Παρατατζούμ!»
Παραμυθιά; Μα αυτός ήταν ο προορισμός των
τριών μας φίλων… Η χώρα που βρισκόταν κρυμμένος ο χάρτης του θησαυρού… που θα
τους έκανε πλούσιους…
Που
να ‘ξεραν πως αντ’ αυτού, άλλα τους επιφύλασσε η μοίρα;
«Δεν
είναι δυνατόν!», αναφώνησε ο Superman. «Στην Παραμυθιά
δεν ερχόμασταν; Εδώ δεν είναι ο χάρτης;»
«Τι
να σου λέμε κι εσένα τώρα!», αποκρίθηκε ο Ράμπιτ ο λαγός και πριν προλάβει να
ολοκληρώσει τη φράση του πετάχτηκε ο Παπά-Τσίφτης.
«Εδώ,
στην χώρα σας, ερχόμασταν σταλμένοι για να βρούμε έναν χάρτη κρυμμένου θησαυρού
που ένας συγχωριανός μας τον άφησε κληρονομιά.»
«Πέθανε ο κυρ-Αντώνης;», αναφώνησε
έκπληκτος ο Μάγος και οι τρεις ήρωές μας κοιτάχτηκαν έντρομοι μεταξύ τους.
Άραγε η τύχη τους χαμογέλασε ή τα λόγια του παπά θα ήταν η αφορμή για να
επισπευσθεί ο θάνατός τους;
«Πότε;
Πως; Πως πέθανε;»
«Προχθές…»
ξεκίνησε να διηγείται ο Παπά-Τσίφτης ενώ διακόπτοντάς τον, φοβούμενος μην
ξεχάσει τον όρκο που είχαν δώσει οι τρεις τους πάνω απ’ το πτώμα του κυρ-Αντώνη,
συνέχισε ο Superman.
«Μια
πέτρα απ’ τον ουρανό έπεσε πάνω στο κεφάλι του. Κανείς δεν ξέρει περισσότερα.
Εμείς οι τρεις τον βρήκαμε ξαπλωμένο φαρδύ-πλατύ στο δάσος και το τι στεναχώρια
τραβήξαμε δεν μπορείς να την διανοηθείς. Πλαντάξαμε στην κηδεία του!»
«Μα
τότε είστε οι εκλεκτοί!», φώναξε με ενθουσιασμό ο Μάγος. «Καλώς ήρθατε στη γη
μας! Εγώ τον έχω τον χάρτη που ψάχνετε… Ο ίδιος ο κυρ-Αντώνης μου τον
εμπιστεύτηκε για να τον παραδώσω με τα ίδια μου τα χέρια σ’ αυτόν ή σ’ αυτούς
που τον αγάπησαν περισσότερο σ’ αυτόν τον κόσμο! Σ’ εσάς!»
Τα μάτια των ηρώων μας έλαμψαν από χαρά.
Δεν μπορούσαν με τίποτα να πιστέψουν πως κατάφεραν όχι μόνο να γλιτώσουν τις
ζωές τους από βέβαιο θάνατο αλλά και πως βρήκαν τον πολυπόθητο χάρτη που τόσα
πέρασαν εξ αιτίας του. Ο Μάγος άνοιξε ένα σεντούκι και έβγαλε από μέσα έναν
φάκελο τον οποίο τους τον παρέδωσε και ευθύς τηλεφώνησε στον Αρχιμάγειρα να
σβήσει τη φωτιά. Έπειτα τους βοήθησε να βγουν απ’ την μπανιέρα και τους
ανακοίνωσε πως ο ίδιος θα πάει να ετοιμάσει το ελικόπτερο που θα τους μεταφέρει
πίσω στην χώρα τους.
«Όχι!»
είπαν ομόφωνα και οι τρεις τους χωρίς να δεύτερη σκέψη. Ο Μάγος τους κοίταξε
περίεργα και το λόγο πήρε ο Ράμπιτ ο λαγός για να συνεχίσει.
«Θα
προτιμούσαμε να ταξιδέψουμε με καράβι αν δεν σας κάνει κόπο…»
«Μα
είναι μακριά...», εξήγησε ο Μάγος που με το ζόρι έκρυψε την έκπληξη που είχε
σχηματιστεί στο πρόσωπό του. «Είστε σίγουροι; Θα κάνετε έξι μέρες…»
Οι ήρωες διηγήθηκαν την περιπέτειά τους κι
ο Μάγος καταλαβαίνοντας το τραύμα που τους άφησε η τελευταία τους προσπάθεια να
πετάξουν στα ουράνια, κατευθύνθηκε προς το λιμάνι για να ετοιμάσει το μέσο που
θα τους μετέφερε με πλήρη ασφάλεια πίσω στην Αϊχύτα. Το καράβι ξεκίνησε και οι
φίλοι μας είχαν ένα ήρεμο και όμορφο ταξίδι. Φτάνοντας στον προορισμό τους
βρήκαν να τους περιμένει όλο το χωριό καθώς και ο συμβολαιογράφος και ο πιλότος
και ο Τίτο που είχαν καταφθάσει κολυμπώντας στην χώρα. Μεγάλο γλέντι έγινε και
υποσχέθηκαν αναμεταξύ τους πως εφόσον κατάφεραν να επιστρέψουν ζωντανοί στα
πάτρια εδάφη θα μοίραζαν την περιουσία που είχαν κληρονομήσει, κατά τύχη, με
όλους τους κατοίκους της χώρας. Μάλιστα ορκίστηκαν ενώπιο όλων πως θα πήγαιναν
οι ίδιοι να την παραλάβουν όσο μακριά κι αν βρισκόταν. Όταν όμως άνοιξαν τον
φάκελο και διάβασαν τον χάρτη που βρισκόταν μέσα σ’ αυτόν μια τελευταία έκπληξη
διαπίστωσαν ότι τους επιφύλασσε η μοίρα. Ο θησαυρός, που τόσο πολύ λαχτάρησαν
για να αποκτήσουν βρισκόταν κοντά τους… πολύ κοντά τους… μόλις λίγα μέτρα
μακριά…
Ακριβώς κάτω από το στρώμα που τόσα χρόνια κοιμόταν ο κυρ-Αντώνης…
Συγγραφέας: Σταυρούλα Δάμπαλη - φοιτήτρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου