Ήταν μια φορά κι έναν καιρό ο Ράμπιτ ο
λαγός, ο Παπά-Τσίφτης και ο Superman. Ζούσαν στην χώρα
Αϊχύτα ήρεμα κι ευτυχισμένα. Ώσπου ένα συνηθισμένο συννεφιασμένο απόγευμα
χάραξε και την ζωή τους τάραξε…
Ο Ράμπιτ ο λαγός είχε την φαϊνή ιδέα να
κάνει ανακαίνιση στο σπίτι του και μη μπορώντας ο καημένος να κουβαλήσει τα
υλικά που χρειαζόταν, ζήτησε την βοήθεια του καλού και δυνατού του φίλου, Superman. Τον παρακάλεσε να φέρει μία πέτρα που
χρειαζόταν για να φτιάξει το εσωτερικό σιντριβάνι, από την όχθη της λίμνης ως
το δάσος κι ο Superman, ως πραγματικός
του φίλος που ήταν, δεν μπόρεσε να του αρνηθεί αυτή την μικρή εξυπηρέτηση. Έτσι
πήγε στην όχθη, βρήκε την μεγαλύτερη και πιο καλοσκάλιστη πέτρα και την φόρτωσε
στα γεροδεμένα του μπράτσα. Πέταξε ψηλά, πάνω από σπίτια και λαγκάδια κι εκεί
που κόντευε να φτάσει στο δάσος και να φέρει εις πέρας την αποστολή του, ένιωσε
κάτι στην μύτη του να τον γαργαλάει. Να ξυθεί δεν μπορούσε, κρατούσε την πέτρα,
να προσγειωθεί δεν προλάβαινε κι έτσι ένα δυνατό φτέρνισμα ξεχύθηκε από το
στόμα του. Ήταν τόσο δυνατό που κι ο ίδιος ο Superman τρόμαξε κι έτσι η πέτρα που κρατούσε του έφυγε από τα χέρια
και έπεσε με δύναμη κάτω. Ο Superman την ακολούθησε και
φτάνοντας στο έδαφος είδε πως ευτυχώς η πέτρα δεν είχε πάθει τίποτα. Ούτε γρατζουνιά.
Το κεφάλι όμως του κυρ-Αντώνη, πάνω στο οποίο είχε πέσει η πέτρα δεν είχε την
ίδια τύχη. Είχε ένα τεράστιο καρούμπαλο κι ο κυρ-Αντώνης, όσο κι αν τον
ταρακουνούσε, χτυπούσε, χαστούκιζε ο Superman, δεν κουνιόταν. Ο Παπά-Τσίφτης
που ήταν ακριβώς δίπλα του, απ’ το σοκ δεν μπορούσε να βγάλει μιλιά και ο Ράμπιτ
ο λαγός που απ’ το τράνταγμα που έκανε η πέτρα πέφτοντας βρέθηκε μ’ ένα σάλτο
στην περιοχή, είχε μείνει μ’ ανοιχτό το στόμα.
Μα
όσο κι αν ευχόταν όλοι τους η απάντηση να είναι θετική, ο κυρ-Αντώνης είχε
φύγει απ’ τον μάταιο τούτο κόσμο.
«Τι
θα κάνουμε;», ρώτησε με περίσσια αγωνία ο Παπά-Τσίφτης.
Εύλογο
το ερώτημα αλλά υπερβολικά δύσκολο να απαντηθεί καθώς και οι τρεις είχανε λόγο
να νιώθουν τύψεις για τον άδικο χαμό του κυρ-Αντώνη. Ο Ράμπιτ ο λαγός γιατί εξ
αιτίας του η πέτρα βρισκόταν στα ουράνια, ο Superman γιατί εξ αιτίας του η πέτρα βρισκόταν στο έδαφος και ο Παπά-Τσίφτης
γιατί εξ αιτίας του βρισκόταν ο κυρ-Αντώνης κάτω από την πέτρα – αν δεν τον
είχε καλέσει για φαγητό σπίτι του για να τον καλοπιάσει και να δώσει μια γερή
δωρεά στην εκκλησία του χωριού δεν θα βρισκόταν σ’ εκείνο το σημείο.
Έτσι ξαφνικά λοιπόν, βρέθηκαν και οι τρεις
μπλεγμένοι σ’ ένα φόνο που και ‘φταίγαν και δεν ‘φταίγαν. Αποφάσισαν λοιπόν, να
δώσουν όρκο μεταξύ τους πως θα ξεχάσουν αυτό το γεγονός και δεν θα το
ομολογήσουν σε κανέναν όσο κι αν τους πιέσουν. Ήταν ατύχημα και εδώ που τα λέμε
ο κυρ-Αντώνης δεν ήταν και ο καλύτερος άνθρωπος της χώρας. Όλοι τον μισούσαν
κατά βάθος γιατί ήταν ένας μοναχικός στριμμένος τσιγκούνης που είχε πάντα ένα
κακό λόγο για τον καθένα. Κανείς δε θα στεναχωριόταν για την απουσία του και δε
θα ‘σταζε ούτε δάκρυ για τον χαμό του.
Φώναξαν λοιπόν τον κυρ-Βάγκο, τον γιατρό
του διπλανού χωριού, για να επικυρώσει το θάνατό του και όρισαν την επόμενη
μέρα να γίνει η κηδεία του. Όλη η χώρα μαζεύτηκε για να αποχαιρετήσει, αλλά
πάνω απ’ όλα για να βεβαιωθεί πως γλίτωσε απ’ τις γκρίνιες και τις κατάρες του
κυρ-Αντώνη και μαζί μ’ αυτούς και ο συμβολαιογράφος του που είχε στα χέρια του
την διαθήκη της αμύθητης περιουσίας του αποθανόντα. Ο μόνος που δεν εμφανίστηκε
στην κηδεία εγκαίρως ήταν ο Παπά-Τσίφτης, ο οποίος όχι πως δεν ήθελε αλλά το
είχε ξεχάσει. Βλέπετε ο Παπά-Τσίφτης έπασχε από επιλεκτική μνήμη ώρες-ώρες κι
έτσι ανέμελος καθόταν σπίτι του και καθάριζε κρεμμύδια για να φτιάξει η παπαδιά
στιφάδο που τόσο πολύ το είχε επιθυμήσει. Ο Ράμπιτ ο λαγός παρατηρώντας την
απουσία του, έτρεξε να τον ειδοποιήσει κι έτσι ευτυχώς κατέφθασαν στην πλατεία
που θα γινόταν η τελετή χωρίς κανένας να αντιληφθεί το παραμικρό. Το μόνο πρόβλημα
ήταν πως ο Παπά-Τσίφτης, επηρεασμένος απ’ τα κρεμμύδια, έκλαιγε συνεχώς και δεν
μπορούσε να σταυρώσει λέξη ψαλμού, με αποτέλεσμα αντί για είκοσι λεπτά, η ταφή
να κρατήσει τρεις ώρες. Ο Ράμπιτ ο λαγός δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά
του απ’ το γέλιο που του προκαλούσε η όλη κατάσταση κι όσο έβλεπε και τον Superman να υποφέρει, καθώς είχε βάλει ανάποδα τους
φακούς του και τα μάτια του έτρεχαν νερό από τον ερεθισμό, τόσο γελούσε
περισσότερο. Τα γέλια του όμως βγήκαν ξινά όταν ο συμβολαιογράφος του κυρ-Αντώνη
διάβασε την διαθήκη.
«Εγώ, ο Αντώνης Καράμπασης, έχοντας σώας
τας φρένας, σας κάνω γνωστή δια της παρούσας διαθήκης την τελευταία μου βούληση.
Επειδή γνωρίζω πως όλοι σας με αντιπαθούσατε χωρίς λόγο, να το τονίσω αυτό, κι
επειδή θέλω η περιουσία μου να μοιραστεί δίκαια στους ελάχιστους που πιθανότατα
ένιωθαν κάτι για μένα, αφήνω τα υπάρχοντά μου, που ξέρετε και δεν ξέρετε ότι
έχω, σε όποιον ή όποιους χύσουν έστω και ένα μικρό δάκρυ στην κηδεία μου.
Υπεύθυνος για να το κρίνει αυτό είναι ο συμβολαιογράφος μου, που αυτή τη στιγμή
σας διαβάζει αυτές τις λέξεις. Σε περίπτωση που κανείς δεν θρηνήσει για μένα…
μπλα, μπλα, μπλα…
Μάλιστα.
Τα παρακάτω δεν μας αφορούν καθώς όλοι μας είδαμε τον παπά, τον λαγό και τον Superman να πλαντάζουν απ’ το κλάμα...»
Άφωνοι έμειναν όλοι ύστερα απ’ την
ανάγνωση της τελευταίας επιθυμίας του μακαρίτη και ακόμα περισσότερο οι φίλοι
μας όταν ο συμβολαιογράφος συνέχισε το λόγο του.
«Στην
Παραμυθιά, μια χώρα μακρινή, πέρα απ’ τους πέρα κάμπους, έχω κρυμμένο ένα χάρτη
θησαυρού, τον οποίο θα πάνε να παραλάβουν οι κληρονόμοι μου με το ιδιωτικό μου
αεροσκάφος. Θα τους συνοδεύσει ο πιλότος, ο συμβολαιογράφος μου και φυσικά ο
Τίτο, το γλυκό μου γατάκι.
Λοιπόν,
κύριοι, είστε έτοιμοι για αναχώρηση;», ρώτησε ο συμβολαιογράφος έχοντας
σχηματισμένο στο πρόσωπό του ένα τεράστιο χαμόγελο.
Πολύ θα ήθελαν να πουν όχι οι καημένοι,
καθώς ο καθένας τους είχε πολύ σοβαρό λόγο για να μην θέλει να μπει στο
αεροσκάφος του κυρ-Αντώνη, αλλά ο κρυμμένος θησαυρός ήταν μεγάλος πειρασμός.
Έτσι πήραν μια βαθιά ανάσα, κοιτάχτηκαν και ομόφωνα δήλωσαν την θετική τους
απάντηση.
Το επόμενο πρωί ήταν έτοιμοι και
αποφασισμένοι να ζήσουν την πιο δύσκολη πτήση της ζωής τους. Δεν ήξεραν όμως
πως, πέραν της κλειστοφοβίας που είχε ο Superman, της υψοφοβίας που είχε ο Ράμπιτ ο λαγός και της αλλεργίας
στις γάτες που είχε ο Παπά-Τσίφτης, θα αντιμετώπιζαν κι άλλα προβλήματα.
«Κύριοι
και αγαπημένε Τίτο, ο πιλότος του αεροσκάφους σας καλωσορίζει και σας εύχεται
να έχετε μια όμορφη πτήση. Παρακαλώ δέστε τις ζώνες σας. Το αεροσκάφος
απογειώνεται!», ακούστηκε από τα μεγάφωνα και οι τρεις φίλοι μας έκαναν το
σταυρό τους, πήραν τα ηρεμιστικά τους, τις δραμαμίνες τους και τα αντιαλλεργικά
τους χαπάκια και ετοιμάστηκαν ψυχολογικά για το ταξίδι τους. Κι ενώ όλα
κυλούσαν καλά και το αεροσκάφος είχε φτάσει στα 15.742 πόδια, ένα κενό
αέρος τάραξε την ηρεμία τους…
Συνεχίζεται...
Συγγραφέας: Σταυρούλα Δάμπαλη - φοιτήτρια Tabula Rasa
Πάρα πολύ ωραίο. Πότε με το καλό η συνέχεια;
ΑπάντησηΔιαγραφή