«Μία
εικόνα στη παιδική χαρά ήταν ικανή για να σε φέρω ξανά στη μνήμη μου. Σε
θυμήθηκα ξανά. Θυμήθηκα την απουσία σου και την άδεια αγκαλιά μου. Αλήθεια, τι με τάραξε
τόσο πολύ; Ήταν οι στιγμές που δεν έζησα ποτέ μαζί σου...
Απλές,
καθημερινές στιγμές που δεν είχα την τύχη να ζήσω με σένα. Στιγμές όπως μία
βόλτα στη παιδική χαρά, όπως ένα δείπνο σε ένα εστιατόριο για εμάς τους δύο ή
μία βραδιά με προβολή ταινιών, πίτσα και κουβέντα για «μεγάλους».
Μου
λείπεις μπαμπά. Μου λείπουν όλα αυτά τα χαρακτηριστικά που κάνουν κάποιον
«πατέρα». Η παρουσία σου, η αγκαλιά σου, τα «σ’ αγαπώ» σου, οι παρατηρήσεις
σου, οι συμβουλές σου. Μου λείπει η
αίσθηση του να είμαι κόρη κάποιου. Μου λείπει η λέξη «μπαμπάς» από το
λεξιλόγιο μου.
Πολλές
φορές ευχήθηκα να ήσουν εδώ. Αν ήσουν,
θα με πήγαινες κάθε πρωί στο σχολείο και θα μου έδινες ένα φιλί στα πεταχτά,
λίγο πριν με αφήσεις να μπω στη τάξη. Θα επέστρεφες το απόγευμα από την δουλειά
και θα με βοηθούσες με τα μαθήματα του σχολείου. Τα βράδια θα μου διάβαζες παραμύθια και
θα με φιλούσες για καληνύχτα.
Και
όταν θα ήμουν άρρωστη θα μου έλεγες
διάφορα ανέκδοτα για να γίνω γρηγορότερα
καλά. Τα καλοκαίρια θα μπορούσες να μου μάθαινες ποδήλατο. Και όταν θα μεγάλωνα
θα επέλεγες την μουσική για το πάρτι της αποφοίτησής μου από το Λύκειο, θα
βρισκόσουν στη ορκωμοσία μου. Πολλά θα μπορούσες να κάνεις μπαμπά, αν ήσουν
δίπλα μου.
Μα
εσύ διάλεξες να απέχεις από την ζωή μου. Δεν σου κρύβω πως αρκετές φορές θύμωσα
μαζί σου. Θυμάμαι τότε που έφυγες από το σπίτι. Ήμουν πέντε ετών και κοιμόμουν
όταν άκουσα εσένα και την μαμά να φωνάζατε. Τρόμαξα και πλησίασα στο σαλόνι για
να ακούσω καλύτερα. Μαλώνατε και η μαμά έκλαιγε. Τότε εσύ πήρες μία βαλίτσα και
έφυγες από το σπίτι. Δεν γύρισες ποτέ ξανά.
Γιατί
μπαμπά; Γιατί χάθηκες τόσο ξαφνικά από την ζωή μου;»
Η
Μυρτώ άφησε το στυλό κάτω. Μόλις είχε γράψει όλες τις σκέψεις της στο
ημερολόγιο της. Από μικρή συνήθιζε να κλεινόταν στο δωμάτιο και να γράφει διάφορα σε ένα τετράδιο που το
κρατούσε μυστικό από όλους. Της άρεσε να γράφει για τον πατέρα της. Άλλοτε ήταν
θυμωμένη μαζί του και άλλοτε τον παρακαλούσε να επιστρέψει στο σπίτι ή να της
τηλεφωνήσει για να μάθει νέα του.
Μα
η ώρα είχε περάσει και η Μυρτώ έπρεπε να φύγει γρήγορα από το σπίτι. Αν
καθυστερούσε και άλλο θα έχανε την ορκωμοσία της στη σχολή. Ήταν μία πολύ
σημαντική μέρα για την ίδια. Η μητέρα της την περίμενε ήδη στο αυτοκίνητο. Η
Μυρτώ χάιδεψε τρυφερά το τετράδιο, το κλείδωσε στο συρτάρι του γραφείου της και
έφυγε.
Συγγραφέας: Μαίρη Κάντα - φοιτήτρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου