Όλα γύρω μου άλλαζαν συνεχώς και γω
μεγάλωνα. Μετακομίσαμε σε νέο μεγαλύτερο σπίτι, η μαμά άνοιξε δικό της νομικό
γραφείο και ο μπαμπάς αγόρασε καινούργιο τζιπ για να έχουμε άνεση όταν
πηγαίνουμε όλοι μαζί εκδρομές. Και γω άλλαξα σχολείο. Πήγαινα πια έκτη τάξη. Η
θεία Άννα δεν άλλαξε τίποτα. Εκτός ίσως από το χρώμα στα μαλλιά της. Κάθε Τρίτη απόγευμα που δεν είχα μπαλέτο,
αγγλικά ή ωδείο πηγαίναμε μαζί για ψώνια κι έπειτα σινεμά ή για γλυκό.
Μιλούσαμε για χίλια δυο πράγματα και γελούσαμε σα φίλες καρδιακές...
«Νίνα μου δεν έχεις
φέρει ποτέ κάποια φίλη σου στο σπίτι, γιατί;»
«Γιατί την έχω
πάντα δίπλα μου καλέ θεία.»
«Εμένα λες; Εγώ
είμαι μεγάλη κοριτσάκι μου.»
«Εσύ δεν μου έχεις
πει ότι φίλος είναι αυτός που σ' αγαπάει πραγματικά και θέλει το καλό σου; Δεν
θυμάμαι να είπες κάτι για ηλικία...»
«Αχ, Νινάκι μου!»
Όλα φαίνονταν να πηγαίνουν τόσο καλά. Ο
μπαμπάς ερχόταν πολύ χαρούμενος κάθε μέρα γιατί κάποιες μετοχές απέδιδαν και οι
πελάτες του έλεγαν πως είναι ο καλύτερος. Η μαμά είχε αναλάβει μία σπουδαία
υπόθεση και έδινε συμβουλές σε εκπομπές στην τηλεόραση. Εγώ πήρα τον έλεγχο για το δεύτερο τρίμηνο
και ήμουν άριστη. Μόνο η θεία άρχισε να λείπει από το σπίτι.
Την πρώτη μέρα είχε αφήσει μάλιστα στη
μέση την προετοιμασία ενός κορμού σοκολάτας, το αγαπημένο μου γλυκό. Έλεγε πως είχε δουλειές με κάτι περιουσιακά.
Γυρνούσα σπίτι και δεν ήταν εκεί. Μ' έπαιρνε τηλέφωνο πότε εκείνη, πότε η μαμά
και πότε ο μπαμπάς. Να φάω, να διαβάσω, να μην ξεχάσω το μάθημα στ' αγγλικά,
τέτοια πράγματα. Μετά άρχισαν να λείπουν και οι γονείς μου. Μια έλειπε ο
πατέρας μου τα βράδια και μια η μητέρα μου. Ανησύχησα. Ρώταγα διαρκώς τι
συμβαίνει. Προσπαθούσαν να με καθησυχάσουν με δικαιολογίες που ήταν ολοφάνερα
ψέματα. Η θεία Άννα είχε να έρθει έστω και για λίγο στο σπίτι πάνω από μία
εβδομάδα. Ξαφνικά, οι γονείς μου έπαψαν να λείπουν τις νύχτες αλλά - πράγμα
πρωτοφανές - έρχονταν και οι δύο μαζί αργά το βράδυ. Ήταν αργά το απόγευμα
εκείνη την Παρασκευή και μόλις είχα επιστρέψει από το φροντιστήριο. Έβγαλα από
το ψυγείο το φαγητό που είχε φτιάξει από την προηγούμενη η μητέρα μου και έβαλα
να ζεστάνω ένα πιάτο. Τότε χτύπησε το τηλέφωνο.
«Παρακαλώ;»
Μια γυναικεία φωνή,
κάπως σαστισμένη και με σπαστή προφορά αποφάσισε ν' απαντήσει μετά από λίγα
δευτερόλεπτα.
«Ναι, καλησπέρα.»
«Καλησπέρα...»
«Παρακαλώ, το
τηλέφωνο κυρίου Νίκου και κυρίας Κατερίνας δεν απαντάει. Είναι επείγον. Πρέπει
έρθουν νοσοκομείο. Κυρία Άννα δεν είναι καθόλου καλά.»
«Η κυρία Άννα;
νοσοκομείο; τι συμβαίνει;»
«Παρακαλώ πείτε
κύριο Νίκο, κυρία Κατερίνα έρθουν. Είναι επείγον.»
Η φωνή με τη σπαστή
προφορά σταμάτησε να μιλά και ακούστηκε το βουητό από την άλλη μεριά του
τηλεφώνου. Άρχισαν να καλώ τους γονείς μου ασταμάτητα στα γραφεία τους μέχρι
που απάντησε η μητέρα μου. Της είπα τι είχε συμβεί και ζήτησα εξηγήσεις.
«Περιστεράκι μου,
θα σου εξηγήσω. Όταν έρθω σπίτι σήμερα θα σου εξηγήσω...»
Οι γονείς μου το
ίδιο βράδυ μου αποκάλυψαν την αλήθεια. Η θεία μου. Η αθάνατη βασίλισσά μου ήταν
βαριά άρρωστη από την ανίατη νόσο. Η κατάστασή της χειροτέρευε διαρκώς και δεν
ήταν αναστρέψιμη. Μου εξήγησαν ότι όλες τις προηγούμενες ημέρες έμεναν πότε ο
ένας και πότε ο άλλος το βράδυ μαζί της μέχρι που προσέλαβαν την αποκλειστική
νοσοκόμα που με πήρε τηλέφωνο. Δεν ήθελαν να μου το πουν από την αρχή γιατί
πρώτα έπρεπε να σιγουρευτούν. Μου μιλούσαν με ένα παρηγορητικό τόνο και με
μάτια βουρκωμένα. Με χάιδευαν στο κεφάλι και μου κρατούσαν τα χέρια μέσα στα
δικά τους. Για μένα όλα αυτά εκείνη τη στιγμή έμοιαζαν σα να συνέβαιναν σε
κάποιο άλλο σπίτι. Κάποιοι άλλοι γονείς μιλούσαν γι' αυτό το τραγικό συμβάν σε
κάποιο άλλο παιδί. Ήταν αδύνατο να παραδεχτώ ότι η δική μου η θεία, η γυναίκα
στην οποία οφείλαμε τα όσα καλά μας συνέβαιναν τόσα χρόνια έσβηνε. Η καλύτερή
μου φίλη, ο άνθρωπος που εκμυστηρευόμουν τα πάντα θα έφευγε από τη ζωή.
Σηκώθηκα χωρίς να αισθάνομαι τα πόδια μου. Τους κοίταξα χωρίς να τους βλέπω και
μίλησα χωρίς να βγάλω φωνή. "Όχι, δεν είναι αλήθεια." είπα, αλλά δεν
ακούστηκε τίποτα. Μετά πήγα στο δωμάτιό μου.
Ξαναμίλησα δύο
μήνες ύστερα από το θάνατο της θείας μου. Οι γιατροί διαβεβαίωναν τους γονείς
μου ότι το σοκ ήταν πολύ ισχυρό αλλά ήταν βέβαιοι πως δεν ήταν κάτι μόνιμο. Η
αλήθεια είναι ότι μίλησα αφού είδα ένα υπέροχο όνειρο. Εγώ και η θεία μου,
λέει, περπατούσαμε στην ακρογιαλιά. Γύρω - γύρω υπήρχε ερημιά και ησυχία. Ακόμη
και η θάλασσα ήταν σα λάδι. Κάποια στιγμή φτάσαμε σε μια βάρκα. Ήμουν πολύ
στενοχωρημένη γιατί ήξερα ότι η θεία μου
θα έμπαινε στη βάρκα και θα έφευγε. Εκείνη μου έπιασε το χέρι και μου είπε:
«Φεύγω Νινάκι μου.
Δε μου κρατάς κακία, ε;»
Εγώ δε μιλούσα,
μόνο έκλαιγα. Και κείνη συνέχισε.
«Να ξέρεις ότι θα
είμαι ευτυχισμένη μόνον όταν θα είσαι κι εσύ. Το γέλιο σου, η επιτυχία σου, η
χαρά σου θα είναι η δύναμή μου να συνεχίσω το ταξίδι μου.»
«Μα δεν μπορώ θεία
μου. Πώς να είμαι ευτυχισμένη χωρίς εσένα;»
«Με μένα Νινάκι
μου, μαζί μου θα 'σαι ευτυχισμένη. Εγώ είμαι πάντα δίπλα σου. Μην το ξεχνάς.»
Μπήκε στη βάρκα και
ξεκίνησε αμέσως να πλέει προς την αντίπερα όχθη. Χωρίς πανιά, χωρίς κουπιά. Η
θεία με χαιρετούσε μ' ένα πλατύ χαμόγελο φωνάζοντας:
«Πάντα δίπλα σου!
Μην το ξεχνάς!»
Την άλλη μέρα
σηκώθηκα πολύ πρωί. Έτρεξα στην αποθήκη στο υπόγειο. Η θεία ταξινομούσε τα
πάντα με ετικέτες. "Νίνα - 1η δημοτικού"... "Νίνα - 2η δημοτικού".
Βρήκα το μπλοκ με τις ζωγραφιές μου. Γύρισα τις σελίδες μία προς μία. Το
πράσινο σπιτάκι με την αυλή. Η μαμά και ο μπαμπάς κρατιόντουσαν από το χέρι.
Εγώ λίγο πιο πέρα με σηκωμένο το χέρι ψηλά, μία μακριά μαύρη γραμμή, έπιανα τον
ήλιο ενώ η γιαγιά μου στην καρέκλα κρατούσε κάτι κόκκινο. Α, ναι, έπλεκε τη
μισοτελειωμένη κόκκινη ζακέτα μου. Γύρισα στο δωμάτιό μου και πήρα τις
ξυλομπογιές. Η θεία Άννα τώρα σερβίριζε στο τραπέζι ένα γλυκό. Ένα κορμό
σοκολάτας, το αγαπημένο μου. Όλα ήταν όπως πριν.
Συγγραφέας: Μαίρη Βλαχογιάννη - φοιτήτρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου