Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2013

"Δημόσιος υπάλληλος" του Αργύρη Γιαμάλογλου

     Κοίτα να δεις που τελικά έχει ο καιρός γυρίσματα. Κι αύριο προμηνύονται κάτι γυριστά… δε θα ξέρουμε από πού μας ήρθαν. Κακοκαιρία σου λέει, χιόνι στα ορεινά, καταιγίδες στα κεντρικά. Και βέβαια καταιγίδες. Αλλιώς πως θα ξεπλυθούν οι αμαρτίες μας; Και μη μου πείτε αυτό που λένε όλοι… «εγώ δεν κάνω αμαρτίες». Ναι και σε πίστεψα. Αναμάρτητος ήταν μόνο ο Θεός… κι αυτός παίζεται...


     Εγώ κάνω καθημερινά πολλές αμαρτίες. Αμέτρητες. Χιλιάδες. Καμιά φορά απορώ. Πώς γίνεται ένας άνθρωπος από την ώρα που ανατέλλει ο ήλιος μέχρι την ώρα που δύει  να κάνει τόσες πολλές αμαρτίες όσες εγώ. Και το έχω παρατηρήσει, μόνο όταν έχει κακοκαιρία, δεν αμαρτάνω. Στη βροχή σου λέει άγιος άνθρωπος. Ούτε ένα τόσο μικρό ψεματάκι δε μπορώ να πω. Με το που βγει ο ήλιος ντάλα, δώσ’ του η αμαρτία πάει σύννεφο. Μοιχεία, ψέματα, μέχρι και φόνο έχω κάνει. Εγώ που με βλέπετε ναι. Όχι κανονικό, στο μυαλό μου. Έχω σκοτώσει 9 φορές τη γυναίκα μου και γύρω στις 18 μπορεί και 20 φορές ανυποψίαστους «πελάτες» έτσι τους λέω εγώ που έρχονται στο «μαγαζάκι» μου. Έτσι αποκαλώ τον γκισέ του γραφείου μου στην εφορία, μαγαζάκι.

     Ευτυχώς βέβαια τώρα που το σκέφτομαι ζω στην Ελλάδα. Φαντάσου να έμενα στην Αγγλία που βρέχει κάθε μέρα. Ούτε ένα τόσο δα ψεματάκι δε θα μπορούσα να πω. Και στο δικό μου τον κλάδο, χωρίς το ψέμα, κακά τα ψέματα δεν επιβιώνεις. Σου έρχεται ας πούμε μια ηλιόλουστη Δευτέρα πρωί πρωί με την τσίμπλα στο μάτι ο ανυποψίαστος «πελάτης» και εσύ πρέπει να τον εξυπηρετήσεις. Και σου λέει ότι το χαρτί που του ζητάς στο έχει φέρει ένα μήνα πριν ο γελοίος. Ψάχνεις κι εσύ στο φάκελο του, ψάχνεις σε άλλους φακέλους γιατί είσαι και λίγο ακατάστατος με τα πράγματα των άλλων, ψάχνεις στο αρχείο, πουθενά το χαρτί. Και βλέπεις έξω τον ήλιο, με δόντια που λένε, να σε καίει μία μία ακτίνα χωριστά και σκέφτεσαι τον εαυτό σου στη Σκουφά να κάνεις περατζάδα και να πίνεις τον εσπρέσο σου και τη σκέψη σου διακόπτει ο ενοχλητικός «το βρήκατε επιτέλους;». Όχι, δε μου το φέρατε ποτέ, να πάτε να το ξαναβγάλετε. Ψέματα, είσαι πια σίγουρος ότι στο έχει φέρει, βλέπεις την καταχώριση στο κομπιούτερ αλλά το ίδιο το χαρτί πουθενά. Κάπου θα παράπεσε σκέφτεσαι και άλλη μια αμαρτία προστίθεται στο κάρμα σου σαν πόντος σε videogame. Έτσι εκείνος φεύγει απογοητευμένος, πολλές φορές βρίζοντας, τις περισσότερες δηλαδή κι εσύ δε νοιάζεσαι για το ψέμα που ξεστόμισες γιατί σκέφτεσαι ότι κι εκείνος ξενοπηδάει και λέει ψέματα στη γυναίκα του οπότε είναι σα να παίρνεις εκδίκηση για εκείνη. Και κοιτάς από το παράθυρο και βλέπεις σύννεφα να πλησιάζουν. Και η ουρά στην εφορία μεγαλώνει.


     Για πόσο θα μπορείς ακόμα να λες ψέματα; Με το που αρχίσει να βρέχει πάει, θα αποκαλυφθούν όλα και δε θα μπορείς πια να τους αντιμετωπίσεις. Ούτε στη γυναίκα σου θα μπορείς να γυρίσεις γιατί θα σε ρωτάει πάλι για το κραγιόν στο γιακά του πουκαμίσου. Κι έτσι αποφασίζεις να πεις το ψέμα όσο είναι νωρίς, όσο ακόμα έχει ήλιο έξω. Κι έτσι σηκώνεις το ακουστικό και παίρνεις το αφεντικό. Οι ακτίνες του ήλιου κοντεύουν να φύγουν. Η καταιγίδα έρχεται, ξεσπά όπου να’ ναι. Λες το πρώτο ψέμα, βαριά αρρώστια, εμετός , διάρροια, ίωση, να μην κολλήσεις κανέναν στο γραφείο. Και το αφεντικό δε σε πιστεύει και η πρώτη αστραπή φωτίζει τον συννεφιασμένο ουρανό και αποφασίζεις να βάλεις μπρος τα μεγάλα μέσα. Θάνατος, αγαπημένη γιαγιά, σχεδόν μάνα, ίσως και πατέρας στη ζωή σου, μακρινό ταξίδι. Το αφεντικό συγκινείται και κερδίζεις 2 μέρες ρεπό. Κλείνεις το τηλέφωνο πριν πέσει η πρώτη ψιχάλα και σε καταλάβουν. Τη γλίτωσες πάλι.  


Συγγραφέας: Αργύρης Γιαμάλογλου - απόφοιτος Tabula Rasa


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου