Ο Ιάκωβος μαθαίνει από τους
γιατρούς πως ο πατέρας του δεν πρόκειται να περπατήσει ξανά, έτσι ειδοποιεί τον
μικρότερο του αδερφό τον Κώστα και του λέει τα άσχημα νέα. Ο Θωμάς, ο πατέρας
τους υπέφερε από σκλήρυνση κατά πλάκας για αρκετά χρόνια και τώρα τα πράγματα
είχαν σοβαρέψει αρκετά.
Και τα δύο αδέρφια έχουν οικογένειες κι έτσι σύντομα βρίσκονται σε αδιέξοδο, αφού ο Ιάκωβος δεν είχε χώρο στο σπίτι του για να φιλοξενήσει τον
πατέρα του αλλά και ο Κώστας δεν ήταν σίγουρος αν θα μπορούσε να τον έχει
συνέχεια στο σπίτι του. Έτσι ο Ιάκωβος προτείνει στον Κώστα να τον πάνε σε
κάποιο ίδρυμα αφού δεν μπορούν να βρουν μια κοινή λύση, όμως ο Κώστας δεν
δέχεται. Σύντομα τα δύο αδέρφια έρχονται σε αντιπαράθεση και ο Κώστας
αποφασίζει να πάρει τον πατέρα του στο σπίτι του ώστε να τον περιποιείται
εκείνος με την οικογένεια του και όχι ξένα άτομα…
Ο καιρός περνούσε και η κατάσταση
του Θωμά χειροτέρευε. Ο Ιάκωβος δεν είχε πάει να τον δει από την μέρα εκείνη
που τσακώθηκε με τον αδερφό του. Ο Θωμάς όμως τον αναζητούσε και δεν γνώριζε
τον λόγο που δεν ερχόταν να τον δει. Ο Κώστας δεν ήθελε να πει στον πατέρα του
την αλήθεια… μα κι Ιάκωβος ντρεπόταν να εμφανιστεί μετά από τόσο καιρό!
Κάποιο πρωινό ο Κώστας τηλεφωνεί στον αδερφό του και του λέει πως ο πατέρας τους είναι σε άθλια κατάσταση και πως συνέχεια κλαίει που ο μεγάλος του γιος τον είχε ξεγραμμένο! Ο Κώστας του προτείνει να τον πάρει για μια μέρα μονάχα σπίτι του, αλλά και να του έλεγε ότι δικαιολογία ήθελε, εκείνος δεν θα έμπαινε στην μέση. Ο Ιάκωβος δέχεται, όμως μέσα του ήταν προετοιμασμένος να πει την αλήθεια στο Θωμά και να ζητήσει την συγχώρεση του.
Το πρόσωπο του Θωμά έλαμψε ξανά
μόλις είδε τον πρωτότοκο γιο του! Ο Ιάκωβος έσκυψε στο καροτσάκι και τον
αγκάλιασε ενώ δάκρυα χαράς άρχισαν να τρέχουν από τα ρυτιδιασμένα μάτια του
Θωμά. Ο Ιάκωβος δεν άντεξε και ξέσπασε σε λυγμούς. Ο Κώστας τον ακούμπησε στον
ώμο κι εκείνος γύρισε προς το μέρος του για να κρύψει την ντροπή του…
Η οικογένεια του Ιάκωβου σύντομα
υποδέχτηκε τον Θωμά στο σπίτι με ανοιχτές αγκάλες. Η ψυχή του αμέσως αγαλλίασε
κι αυτό φάνηκε σ’ όλο του το σώμα. Ο Ιάκωβος, ενώ κάθονταν στο
τραπέζι και είχαν τελειώσει το δείπνο τους, προσπάθησε να μιλήσει στο πατέρα
του και να του εξηγήσει, μα εκείνος δεν ήθελε να μιλήσουν για πράγματα
πεπερασμένα. Εξάλλου φαινόταν κουρασμένος αφού είχε μια ολοκληρωμένη μέρα με
τον γιο του και την οικογένεια του, έτσι αποφάσισε να πλαγιάσει…
Το επόμενο πρωινό ο μικρός γιος του Ιάκωβου πήγε στο υπνοδωμάτιο
των γονιών του και τους ξύπνησε κακήν κακώς! Τους δήλωσε παραπονεμένα, πως
προσπαθούσε να ξυπνήσει τον παππού για να παίξουν στο κρεβάτι αλλά εκείνος δεν
ξυπνούσε! Ο Ιάκωβος πανικόβλητος έτρεξε στο δωμάτιο του πατέρα του… Τον άγγιξε
μα ήταν παγωμένος!
Κι όμως φαινόταν σαν να κοιμάται… Έγειρε το κεφάλι του πάνω στο
στέρνο του κι αμέσως άρχισε να κλαίει απαρηγόρητος. Πήρε το χέρι του και το φίλησε
και συγχρόνως μουρμούρισε:
«Πατέρα συγχώρεσε με τον ανάξιο!». Παρατήρησε πως ο Θωμάς κρατούσε κάτι
στην χούφτα του. Το τράβηξε και είδε ότι ήταν ένα γράμμα. Η γυναίκα και τα παιδιά του είχαν
σταθεί δίπλα του και τον κοιτούσαν με δέος.
«Ιάκωβε, γιε μου, ξέρω τι συνέβη
και δεν θέλω να αισθάνεσαι άσχημα γι’ αυτό. Όλοι κάποια στιγμή φτάνουμε σε μια
στιγμή αδυναμίας… Θέλω να ξέρεις πως σε συγχωρώ αν
και δεν υπάρχει κάτι για να συγχωρήσω! Δεν θέλω να έχεις κάποιο βάρος γιε μου.
Θέλω να αγαπάς την οικογένεια σου
και να συμφιλιωθείς με τον αδερφό σου, αυτό να μου το υποσχεθείς! Ήσουν ο πρώτος και ο τελευταίος
μου προορισμός…
Θα σας βλέπω από κει ψηλά με την
μητέρα σας έως ότου ανταμώσουμε ξανά!».
Ο Ιάκωβος έσφιξε το γράμμα στο
στέρνο του ενώ η γυναίκα του γονάτισε και τον πήρε στην αγκαλιά της. «Ο πατέρας μου… έφυγε…» είπε με
τρεμάμενη φωνή καθώς τα μάτια του συνέχιζαν να πλημμυρίζουν από δάκρια θρήνου.
Ο Κώστας έφτασε μετά από μισή ώρα
αφότου τον ειδοποίησαν. Πλησίασε τον αδερφό του κι αμέσως ο ένας χώθηκε στην
αγκαλιά του άλλου μονομιάς. «Ήσουν ο πρώτος και ο τελευταίος
του προορισμός αδερφέ μου… Εσένα έφερε πρώτο στην ζωή και σε εσένα ήθελε να
αφήσει την τελευταία του πνοή!» Ο Ιάκωβος κοίταξε τον αδερφό του,
ο οποίος του χάρισε ένα αμυδρό χαμόγελο, και ευθύς πήγε και κάθισε δίπλα στον
πατέρα του.
«Θα μείνω εδώ μαζί σου… μέχρι να
μας χωρίσουν!»
Συγγραφέας: Μάνος Σφυράκης - Φοιτητής Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου