Τα χείλη της Αγγελικής έτρεμαν ενώ η φωνή της
ίσα που βγήκε από το στόμα. Ισχνή, αδύναμη κάνοντας αντίλαλο στο άδειο
αποστειρωμένο δωμάτιο. Τα χέρια της ήταν δεμένα τόσο σφιχτά που ένιωθε να έχουν
παραλύσει. Από την ώρα που είχε βρει τις αισθήσεις της προσπαθούσε να λυθεί
αλλά μάταια. Της είχε δέσει τα χέρια τόσο σφιχτά που δεν μπορούσε ούτε καν να
τα κουνήσει.
«Αγγελικούλα μου», είπε ο Αποστόλης. Την άγγιξε
στο μάγουλο και χαμογέλασε ευτυχισμένος.
Η Αγγελική δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι ο
άνθρωπος που είχε δίπλα της ήταν ο ίδιος με τον άνθρωπο που αγάπησε, τον
άνθρωπο που μοιράστηκε τόσα πολλά, τον άνθρωπο που δόθηκε για πρώτη φορά στη
ζωή της ολοκληρωτικά. Είχαν τα ίδια μάτια, το ίδιο στόμα, το ίδιο χαμόγελο, την
ίδια μυρωδιά, την ίδια υφή, την ίδια χροιά στην φωνή αλλά ήταν δύο διαφορετικοί
άνθρωποι. Τελείως διαφορετικοί. Ο Αποστόλης που ήξερε δε θα της το έκανε ποτέ
αυτό. Δε θα την κρατούσε ποτέ κάπου με τη βία. Ο Αποστόλης που ήξερε ήταν
γλυκός, τρυφερός, της έκανε όλα τα χατίρια. Και το κυριότερο την προστάτευε, τη
σεβόταν, την αγαπούσε. Και τώρα μπροστά της είχε ένα τέρας, ένα τέρας με τη
μορφή του αγαπημένου της. Και όλα αυτά επειδή τη ζήλευε παθολογικά. Πάντα τη
ζήλευε αλλά ποτέ δεν είχε φτάσει σε αυτό το σημείο. Να γίνει επικίνδυνος. Να
την κοιτάζει με αυτό το βλέμμα. Ήταν έτοιμος για όλα. Θα μπορούσε να της κάνει
μέχρι και κακό. Ο άνθρωπος που την αγαπούσε όσο τίποτα στον κόσμο εδώ και δύο
μέρες είχε γίνει ο τύραννος της. Δεν ήξερε αν όλο αυτό θα έπρεπε να το
αποκαλέσει απαγωγή ή έρωτα όπως ισχυριζόταν εκείνος αλλά τα δεδομένα στο μυαλό
της οδηγούσαν στο πρώτο. Ήταν δεμένη παρά τη θέληση της στο υπόγειο ενός
σπιτιού και ένας άνθρωπος δεν την άφηνε να φύγει φοβούμενος μήπως τον απατήσει.
Μάλλον ήταν κάτι σαν απαγωγή λόγω έρωτα αλλά και πάλι δε μπορούσε να το δει
τόσο ελαφρά.
«Γιατί το κάνεις αυτό;»
Ήξερε ότι δε θα της απαντούσε. Ήταν η πολλοστή
φορά που τον ρώταγε αλλά απάντηση δεν είχε πάρει καμία από τις προηγούμενες.
Και το ένστικτο της της έλεγε ότι δε θα πάρει και πάλι.
«Δεν ξέρεις γιατί;» της είπε ο Αποστόλης
κοιτάζοντας τη στα μάτια και χαμογελώντας σαν χαζός.
«Γιατί μ’ αγαπάς… ναι το ξέρω μου το είπες…
μπορείς τώρα να με λύσεις; Τέλειωσε το αστείο. Λύσε με.»
«Μωρό μου δε σε εμπιστεύομαι.»
Το χαμόγελο του μπορούσε να την τρελάνει. Αυτό
το αθώο, τύπου δε φταίω ας πρόσεχες, ανεπαίσθητο μειδίαμα στα χείλη του ήταν
πιο βασανιστικό κι από το σκοινί που έδενε τα χέρια της. Είχε κάνει ένα μεγάλο
λάθος. Αλλά αυτός δεν ήταν λόγος να τιμωρείται έτσι. Δεν ήταν φυσιολογικό. Αν
το ήξερε ότι για ένα μήνυμα στο Facebook θα βρισκόταν τώρα εδώ,
σε αυτή την κατάσταση δε θα το έστελνε ποτέ. Αλλά και πάλι σ’ εκείνον το
έστειλε. Δηλαδή σχεδόν.
Όλα ξεκίνησαν πριν τρεις μέρες. Ο Αποστόλης βρισκόταν στο συνεργείο κι εκείνη στο σπίτι, είχε μόλις γυρίσει από την Ιατρική. Είχαν να βρεθούν περίπου τέσσερις μέρες λόγω της εξεταστικής και ο Αποστόλης έκανε τις γνωστές ζηλίτσες και τα συνηθισμένα παράπονα από το τηλέφωνο. Δεν ήθελε να τον παραμελεί αλλά έπρεπε επιτέλους να περάσει τα μαθήματα που χρωστούσε από το πρώτο έτος αν ήθελε κάποια στιγμή να τελειώσει αυτή τη σχολή. Και με τον Αποστόλη πάνω από το κεφάλι της αυτό ήταν σχεδόν αδύνατο. Έτσι του είχε θέσει βέτο. Για δύο βδομάδες, θα μιλούσαν μόνο από το τηλέφωνο. Εκείνη τη μέρα που συνέβη το μοιραίο «λάθος» θα πήγαινε η Μαρία από το σπίτι της να διαβάσουν μαζί. Όντως έτσι έγινε. Τα δυο κορίτσια διάβαζαν με τις ώρες ώσπου η Μαρία πέταξε την ιδέα.
«Δε μπορώ άλλο κουράστηκα, να μπούμε λίγο Facebook;»
Η Αγγελική στην αρχή ήταν ανένδοτη. Έπρεπε να τελειώσουν το διάβασμα. Την επόμενη
μέρα έδινε ένα από τα σημαντικότερα μαθήματα και δεν είχαν φτάσει ούτε στη μέση
του βιβλίου.
«Έλα σε παρακαλώ. Δέκα λεπτά μόνο. Να κάνουμε
ένα τσιγάρο. Να χαλαρώσουμε βρε αδερφέ και ξαναξεκινάμε, αμάν πως κάνεις έτσι,
φυτούκλα, ε φυτούκλα, καλά κάνω εγώ και σε κοροιδεύω που έχεις γίνει
γεροντοκόρη…»
«Καλά καλά σκάσε», τη διέκοψε η Αγγελική. «Δέκα
λεπτά μόνο κι αυτό για να μη λες».
«Είκοσι. Να κάνουμε δύο τσιγάρα»
«Δεκαπέντε και δεν αλλάζω γνώμη», είπε αυστηρά
η Αγγελική έτοιμη να αλλάξει γνώμη και να ξαναβουτηχτεί στο βιβλίο της.
Πριν προλάβει να τελειώσει την πρόταση της η
Μαρία είχε ήδη συνδεθεί στη διάσημη ιστοσελίδα και διάβαζε τα μηνύματα της.
«Μμμ τίποτα το ενδιαφέρον. Όλο κάτι κουλοί μου
στέλνουνε μήνυμα.»
«Μα περιμένεις να βρεις γκόμενο από το Facebook
μωρέ;»
Η Αγγελική άναψε το τσιγάρο της και έβαλε το laptop
ανάμεσα στα πόδια της.
«Δεν κατάλαβα Αγγελικούλα μου, εσύ μια χαρά
βολεύτηκες με τον Απόστολο. Τα ξεχνάς τα δικά σου;»
«Εγώ τον Απόστολο δεν τον γνώρισα μέσω Facebook.
Τον ήξερα κι από πριν» της είπε η Αγγελική συγχυσμένη.
Της την έσπαγε όταν της έλεγαν τέτοιου είδους πράγματα για τη σχέση της, του στυλ «μα πως κρατιέται μία σχέση που έγινε μέσω ίντερνετ», «γνωρίζεστε πραγματικά με τον άλλον;» και άλλες τέτοιες βλακείες. Έτσι πλέον δεν έλεγε σε κανένα ότι γνωρίστηκαν μέσω ίντερνετ. Εξάλλου αυτή ήταν η μισή αλήθεια. Ο Αποστόλης την είχε δει πολλές φορές που έμπαινε στην Ιατρική γιατί το συνεργείο του ήταν απέναντι και έμαθε πως τη λένε και την προσσέγισε μέσω του Facebook. Όπως κι εκείνη. Δεν ήξερε μεν ποιος ήταν όταν μιλάγανε αλλά τον είχε δει στο συνεργείο και μάλιστα είχε πει στη Μαρία ότι της άρεσε.
«Ξεχνάς τι σου είχα πει όταν τον είχα πρωτοδεί;»
είπε στη Μαρία.
«Καλά, όλο το ίδιο μου λες κάθε φορά που
έρχεται εκεί η κουβέντα. Εγώ ξέρω ότι ο γκόμενος σου είναι κότα. Αν δεν υπήρχε
το Facebook δε θα έκανε ποτέ την κίνηση να σε πλησιάσει.»
«Καλά, λέγε ότι θες. Ζηλεύεις φιλενάδα, αυτό
είναι. Και σου ‘χω πει είναι κακό πράγμα η ζήλια.»
«Καλά δες τώρα αν σου έχει στείλει κανένας
ωραίος γκόμενος μπας και τον ξεφορτωθούμε γιατί τώρα τελευταία πολύ μου έχει
σπάσει τα νεύρα.»
«Αχ μη μου αρχίζεις πάλι τα «αδικούμε» και «να
βρω κανέναν ωραίο». Εμένα μ’ αρέσει. Τελείωσε.»
«Καλά θα δεις τώρα, έχεις ένα μήνυμα. Δες από
ποιον είναι.»
Η Αγγελική πάτησε πάνω στο μήνυμα και περίμενε
τη σελίδα να φορτώσει.
«Να το να το, ωπ ποιος είναι αυτός και δεν έχει
και φωτό;»
Ένας άγνωστος για την Αγγελική άντρας, χωρίς καμία
φωτογραφία στο προφίλ του της είχε στείλει το εξής μήνυμα: «Γεια σου Αγγελική.
Έχεις πολύ ωραίο όνομα αλλά και πρόσωπο. Θα ήθελα πολύ να σε γνωρίσω από κοντά.
Ελπίζω να είσαι αδέσμευτη. Πραγματικά θα ήθελα πολύ να βγούμε. Μπορώ να σου
στείλω και φωτό μου να με δεις πριν, αν θες φυσικά. Γιώργος.»
Η Αγγελική με απάθεια έκλεισε τη σελίδα και
ξαναπρόβαλε την κεντρική. Η Μαρία σάστισε για μια στιγμή.
«Τι κάνεις;»
«Τι κάνω;» είπε η Αγγελική και σήκωσε τα μάτια
της από την οθόνη του υπολογιστή για να δει τη φίλη της.
«Μα… δε θα του απαντήσεις παιδί μου;»
«Τι εννοείς; Τι να του πω; Είπε, «αν είσαι
αδέσμευτη», εγώ δεν είμαι. Άσε που δεν έχει και φωτό. Καλά και να είχε δηλαδή,
δεν θα του απαντούσα. Εγώ είμαι με τον Απόστολο.»
«Αχ εσύ θα με τρελάνεις. Μα δεν έχεις
περιέργεια να δεις πως είναι; Δε σου είπα να βγεις, που μεταξύ μας γιατί όχι,
αλλά ούτε να τον δεις; Μπορεί να είναι παίδαρος. Θα τον πασάρεις σε μένα.»
«Καλά ηρέμησε, χάλια θα είναι.»
«Που το ξέρεις;»
«Άκου με που σου λέω»
«Καλά φέρτο δω.»
Η Μαρία με μία γρήγορη κίνηση της άρπαξε το
λάπτοπ και το έβαλε μπροστά της.
«Τι κάνεις παιδί μου;» είπε δυνατά η Αγγελική.
«Λοιπόν γράφω. «Γεια σου Γιώργο. Αδέσμευτη
είμαι αλλά δε βγαίνω με τον καθένα που μου στέλνει μηνύματα στο Facebook.
Στείλε μου φωτό και βλέπουμε. Φιλάκια. Αγγελική.»
«Μωρέ τρελάθηκες; Δε θέλω να βγω μαζί του. Μην
τον κοροϊδεύεις τον άνθρωπο.»
«Ε, καλά αν δε σου αρέσει θα βγω εγώ. Κι αν δε
μου αρέσει κι εμένα του λέμε δε μας αρέσεις. Δεν κατάλαβα που είναι το κακό.
Πρέπει να μας αρέσει σώνει και ντε.»
Η Μαρία πάτησε το enter και το μήνυμα εστάλη
πριν προλάβει η Αγγελική να φέρει αντίρρηση.
«Θες κάτι να φας;» είπε ο Αποστόλης και διέκοψε τις σκέψεις της Αγγελικής επαναφέροντας την στην πραγματικότητα τρεις μέρα μετά.
«Γιατί δε με πιστεύεις; Σου είπα πως έγιναν τα
πράγματα. Στο ραντεβού θα πήγαινε η Μαρία. Όχι εγώ. Ρώτα τη. Θα στο
επιβεβαιώσει. Αφού σου λέω της άρεσε. Ξετρελάθηκε μόλις είδε τη φωτογραφία του.
Σε παρακαλώ αγάπη μου πίστεψε με.»
«Σε πιστεύω μωρό μου. Απλά θέλω να έχω το
κεφάλι μου ήσυχο.»
«Και πόσο καιρό σκοπεύεις να με κρατήσεις εδώ
δεμένη; Γιατί αν θέλω να σε απατήσω μπορώ να το κάνω κι αφού με ελευθερώσεις.
Τι θα αλλάξει;»
«Α, μη μου βάζεις ιδέες.»
«Μα δεν υπάρχει κάποιος να σε απατήσω.
Αφού εσύ μου έστειλες το μήνυμα. Οπότε δεν υπάρχει λόγος να φοβάσαι.»
«Μα δε φοβάμαι τον υποτιθέμενο Γιώργο. Φοβάμαι
εσένα. Τις προθέσεις σου. Αυτά που θέλεις να κάνεις.»
«Τίποτα δε θέλω να κάνω. Σ’ αγαπώ.»
«Αυτό θα το κρίνω εγώ. Θα σβήσεις το Facebook;»
«Ναι. Αυτό ήταν όλο και δεν το λες από την αρχή;
Τώρα κιόλας. Φέρε μου ένα λάπτοπ».
«Είναι και κάτι άλλο που θέλω να κάνεις.»
«Τι είναι, ότι θες, ότι θες θα το κάνω, αρκεί
να μ’ ελευθερώσεις, αλήθεια στο λέω.»
«Οτιδήποτε;»
Η Αγγελική συμφώνησε χωρίς να έχει την
πραγματική ιδέα για το τι θα της ζητήσει. Εκείνη τη στιγμή ο Αποστόλης έπεσε
στα γόνατα και έβγαλε από την τσέπη του ένα δαχτυλίδι. Ένα μεγάλο πανάκριβο
δαχτυλίδι.
«Θα με παντρευτείς;» της είπε και την κοίταξε
στα μάτια με αυτό το ηλίθιο χαμόγελο που είχε εδώ και δυο μέρες.
«Πες το ναι μωρή ηλίθια…» ακούστηκε μία φωνή
από το βάθος.
Η Αγγελική έστρεψε αντανακλαστικά το κεφάλι από
εκεί που ήρθε η φωνή. Μία γυναικεία φιγούρα ξεπρόβαλε πίσω από μία μεγάλη μαύρη
κουρτίνα.
«Μαρία; Τι…» η Αγγελική σταμάτησε την πρόταση
της προσπαθώντας να καταλάβει τι συμβαίνει.
«Θα στα εξηγήσω όλα εγώ στο γάμο. Πες εσύ το
ναι…»
«Ναι» ψέλλισε η Αγγελική που είχε μείνει με την
απορία.
Φυσικά δεν άργησε πολύ να καταλάβει ότι όλα
ήταν στημένα κι ότι ο αγαπητός της Απόστολος ήθελε να της κάνει μία ξεχωριστή
πρόταση γάμου αλλά και να τη βάλει στη θέση της, που τον παραμελούσε τόσο καιρό.
Η Αγγελική δεν του κράτησε κακία αλλά για λίγες
μέρες δε δεχόταν ούτε να τον δει. Μέσα της βέβαια πλημμύριζε από χαρά που έκανε
όλο αυτό το σκηνικό για να της κάνει πρόταση γάμου. Αλλά του το φύλαγε κι όταν
ερχόταν η κατάλληλη στιγμή, δηλαδή τη νύχτα του γάμου, θα του ανταπέδιδε όλο
αυτό που της έκανε με τον κατάλληλο τρόπο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου