Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Τετάρτη 1 Απριλίου 2015

“Λάθος Εμπιστοσύνη” (α’ μέρος) της Γεωργίας Μαρίνου



Όλες οι πιθανές επιλογές μου, για το τι θα φορέσω, ήταν απλωμένες  στο κρεβάτι μου. Εκείνη η μέρα ήταν σημαντική για μένα, θα γνώριζα τον πατέρα της. Εντάξει με την Σοφία δεν ήμασταν και πολύ καιρό μαζί αλλά δεν είχε καμία σημασία… Ο πατέρας της, απ ότι μου είχε πει, ήταν αυστηρός και αρκετά συντηρητικός, γι αυτό το λόγο έπρεπε η εμφάνιση μου να είναι προσεγμένη. Μερικές ακόμα γραβάτες έπεσαν στο πάτωμα. Όλες του δικού μου πατέρα, δεν είχα δικές μου, σιχαινόμουν αυτό το στυλάκι.  Τύλιξα το πουκάμισο στο σώμα μου και το στόλισα με μια κόκκινη γραβάτα. Φόρεσα το σακάκι μου και βγήκα απ το σπίτι. Σε λίγο θα γινόταν η μεγάλη συνάντηση. «Εντάξει δεν έχω λόγο να ανησυχώ, τον πατέρα της θα γνωρίσω», σκέφτηκα...

Χτύπησα απαλά το κουδούνι της εξώπορτας προσπαθώντας να μην φανώ επίμονος. Τα χέρια μου έτρεμαν, τα μάτια τεντώθηκαν όταν άνοιξε η πόρτα. Ήλπιζα να δω μπροστά μου τη Σοφία, αντ’ αυτού ο πατέρας της με περίμενε με την πιο αυστηρή μάσκα που μπορούσε να φορέσει στο πρόσωπο του.
«Πέρασε Μιχάλη», η φωνή του ακούστηκε ήρεμη χωρίς σκαμπανεβάσματα.
Δεν απάντησα, χαμογέλασα και πέρασα μέσα στο σπίτι. Δεν ήταν η πρώτη φορά που έμπαινα εκεί μέσα, η Σοφία με είχε φέρει κρυφά κάποια βράδια.  Ευτυχώς χωρίς να το καταλάβει εκείνος. 

Το σαλόνι στολιζόταν μ ένα τεράστιο στρογγυλό τραπέζι, όπου χωρούσε ολόκληρο στρατό. Εκείνη καθόταν σε μία απ τις καρέκλες και με περίμενε με χαμόγελο. Σήκωσα το χέρι μου και το κούνησα απαλά για να  τη χαιρετίσω. Ο πατέρας της, την έστειλε στην κουζίνα να μας φέρει μερικούς μεζέδες. Τα φρύδια μου έκαναν μία τέλεια ένωση μεταξύ τους, ήξερα πως ήταν αυστηρός, αλλά δεν φανταζόμουν πως  ήταν παλαιών αρχών. Η κουβέντα συνεχίστηκε σε ήρεμους τόνους, ακολούθησαν διάφορες ερωτήσεις. Με τι ασχολούμαι, που μένω, τι κάνω. Σκέτη ανάκριση. Όταν η Σοφία έφερε τους μεζέδες μπόρεσε επιτέλους να κάτσει μαζί μας. 

Το βλέμμα του πατέρα της ήταν καρφωμένο πάνω της,  γεμάτο καλοσύνη και συμπόνια. Με κοίταξε. Στο πρόσωπο του ζωγραφίστηκε ένα ψεύτικο χαμόγελο. Ήξερα να διαβάζω τους ανθρώπους. «Θα χαρώ να σ' έχουμε στην οικογένεια μας», είπε χτυπώντας μου φιλικά τον ώμο. Στο τέλος τα χέρια του μ έσφιξαν πιο πολύ. Έκανα πως δεν το κατάλαβα κι άφησα ένα μικρό χαμόγελο να ξεφύγει απ τα χείλη μου. «Σας ευχαριστώ κύριε Σωτήρη».

Μετά από λίγη ώρα ο πατέρας της σηκώθηκε απ το τραπέζι και μου έδωσε το χέρι του για αποχαιρετιστήρια χειραψία.  Ένιωσα σαν να είχα δώσει συνέντευξη για δουλειά. Με αγκάλιασε. Για μια στιγμή νόμιζα πως όλα πήγαν καλά. Ο ψίθυρος στο αυτί μου μ έκανε να ανατριχιάσω. «Μείνε μακριά απ’ την κόρη μου αλλιώς…». Δεν απάντησα, το βλέμμα μου είχε παγώσει γεμάτο ερωτήματα. Κοίταξα την Σοφία για να βρω λίγη γαλήνη στην παρουσία της. Δεν έπιασε. Χαιρέτισα όσο πιο γρήγορα μπορούσα και άνοιξα την πόρτα. «Κι όπως είπαμε Μιχαλάκη», ο τόνος του προειδοποιητικός και πάντα σταθερός. Τι στο καλό είχε μόλις συμβεί; 

Το στρώμα με είχε απορροφήσει τόσο που ήταν αδύνατο να σηκωθώ απ το κρεβάτι. Η ώρα είχε πάει δώδεκα ακριβώς. Σηκώθηκα τρίβοντας τα μάτια μου, σε μία προσπάθεια να δω καλύτερα. Άνοιξα την πόρτα απ το δωμάτιο μου, το φως του ήλιου με τύφλωσε. Τηλεφώνησα στη Σοφία. Ο επίμονος ήχος της αναμονής με ξύπνησε εντελώς. Δεν απάντησε. Το μυαλό μου ταξίδεψε στην χθεσινή νύχτα. Το ξανασκέφτηκα, τα λόγια του δεν ήταν τίποτε άλλο από ένα κακόγουστο αστείο για να με τρομάξει. Χτύπησε το τηλέφωνο μου. Ήταν η Σοφία. Η φωνή της είχε πάντα αυτή τη μαγευτική ικανότητα να με γαληνεύει. Κλείσαμε ραντεβού στο γνωστό μέρος.  Φόρεσα το τζιν μου και την μπλούζα που μου χάρισε στα περασμένα γενέθλια μου.

Προχώρησα μέχρι την καφετέρια. Όπως πάντα δεν είχε και πολύ κόσμο. Εκείνη καθόταν στο ίδιο τραπέζι, μ ένα κόκκινο φόρεμα να στολίζει το κορμί της. Όσο περνούσε η ώρα  προσπαθούσε να πάει τη συζήτηση όσο πιο μακριά γινόταν απ τη χθεσινό-βραδινή συνάντηση. Άλλο τόσο εγώ προσπαθούσα να τη φέρω προς τα κει. «Τι λες με συμπάθησε ο πατέρας σου;» είπα ξεκάθαρα. Το βλέμμα της περιπλανήθηκε για λίγο στον υπόλοιπο χώρο. «Είναι λίγο παράξενος με όποιον με πλησιάζει. Αλλά εσύ αποτελείς εξαίρεση» το 'πε για να με καθησυχάσει. «Τι συνέβη στους προηγούμενους;» είπα αστειευόμενος. Το πρόσωπο της πάγωσε. Έκανε μερικά δευτερόλεπτα να μου απαντήσει κι έκλεισε τη συζήτηση μ' ένα “τίποτα”. Πέρασαν μερικές στιγμές σιωπής. Πρόσεξα τον λιγοστό κόσμο γύρω μου, ανάμεσα τους δύο μάτια γνωστά μας παρακολουθούσαν. «Ο πατέρας σου δεν είναι αυτός;».

Μόλις κατάλαβε πως τον είδα, πλησίασε πιο κοντά στην καφετέρια. «Τυχαία θα μας πέτυχε» είπε η Σοφία. «Ναι… τυχαία» είπα. Ανάγκασα τον εαυτό μου να τον χαιρετίσει. Αμέσως έκατσε μαζί μας. Για μια στιγμή ένιωσα πως ήθελε να μπει ανάμεσα μας, αλλά τελικά κάθισε απέναντι μας. Η Σοφία πήγε στην τουαλέτα και ο κύριος Σωτήρης δεν έχασε την ευκαιρία για να με πλησιάσει.  Ο τόνος του ήταν το ίδιο ήρεμος όπως χθες, αλλά τα μάτια του δεν σταμάτησαν να βγάζουν την κακία τους απέναντι μου. 

Η ίδια φράση τρύπησε τα αυτιά μου, κάνοντας πιο ξεκάθαρο το μήνυμα αυτή τη φορά. «Δεν σου είπα να μείνεις μακριά της;». «Μα με την Σοφία είμαστε μια χαρά.» «Θα την πληγώσεις όπως και οι άλλοι. Κανείς σας δεν είναι άξιος για κείνη. Ξέκοψε σύντομα μαζί της»

Η Σοφία επέστρεψε στο τραπέζι κι εμείς κάναμε σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Δεν ήξερα αν έπρεπε να της το πω. Ίσως να έκανα και λάθος, ίσως απλά η αδυναμία που είχε στην κόρη του να ήταν υπερβολική. «Έλεγα στον  Μιχάλη πως θα ήταν μία πολύ καλή ευκαιρία να δουλέψει για μένα, στο μαγαζί» είπε ο πατέρας της. Το πρόσωπο μου συσπάστηκε σαν να με χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα. Που το πήγαινε; Η Σοφία  σκέφτηκε πως θα ήταν καλή ιδέα. Προσπάθησα να της δείξω τον αρνητισμό μου, απ' το βλέμμα μου, χωρίς αποτέλεσμα. Φεύγοντας με προειδοποίησε πως με περίμενε απ το μαγαζί. 

Άφησα μερικές μέρες να κυλήσουν έτσι. Δεν επικοινώνησα με τη Σοφία, ούτε κι εκείνη μαζί μου. Δεν άντεχα άλλο τον φόβο που μου προξενούσε αυτός ο άντρας. Αποφάσισα να πάω απ το μαγαζί και όχι για δουλειά. Χτύπησα την πόρτα, εκείνος με υποδέχθηκε με πλατύ χαμόγελο. Μπήκα κατευθείαν στο θέμα χωρίς υπεκφυγές. «Για να ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα. Δεν πρόκειται ν αφήσω τη Σοφία και…» Προχωρώντας μέσα την είδα να κάθεται στη θέση του ταμεία. «Την αγαπάς. Αυτό δεν ήθελες να μου πεις;». Κατάπια τη γλώσσα μου. Η ματιά μου κόλλησε στη Σοφία. Εκείνη χωρίς να περιμένει απάντηση, σηκώθηκε απ την καρέκλα του ταμεία και με χαιρέτισε με ένα φιλί στο μάγουλο. «Καλή επιτυχία» είπε και μου γύρισε την πλάτη. Δεν ήθελα να φύγει. Ξέρω είναι ανόητο αλλά εκείνη τη στιγμή ένιωσα σαν παιδί δημοτικού που βλέπει τη μαμά του να το αφήνει στο σχολείο και κλαίει με αναφιλητά. «Θα αναλάβω το ταμείο;» ρώτησα. Γέλασε ελαφρά σαν να είχα πει κάτι πολύ χαζό. «Όχι φυσικά. Για αρχή πήγαινε στην αποθήκη και βάλε αυτά τα πακέτα στη θέση τους». 

Τα χέρια μου βάρυναν με μερικές χάρτινες κούτες γεμάτες γάλατα και άλλα τέτοια. Περπάτησε μπροστά μου για να μου δείξει το δρόμο. Το μαγαζί ήταν μικρό αλλά λίγο πιο πέρα είχε ένα σκοτεινό διάδρομο. Ξεκλείδωσε την πόρτα της αποθήκης και με άφησε να μπω μέσα. Τα φώτα ήταν ήδη αναμμένα. Ευτυχώς. Προχώρησα πιο βαθιά. Άφησα κάτω την κούτα και ήμουν έτοιμος να βάλω τα γάλατα στη θέση τους. 

Για όση ώρα έκανα τη δουλειά μου μία δυσάρεστη μυρωδιά μου γαργαλούσε τη μύτη. Τσέκαρα τα διπλανά ράφια σε περίπτωση που κάποιο απ τα προϊόντα είχε χαλάσει. Πλησίασα. Η μυρωδιά έγινε ακόμα πιο έντονη. Μετακίνησα ένα από τα ράφια αφήνοντας να ακουστεί ένας δυνατός  γδούπος. Δεν είχα ιδέα τι υπήρχε εκεί πέρα. Ήθελα να τρέξω να φύγω. Δεν μπορούσα. Ο εγκέφαλος μου παγωμένος ανήμπορος να δώσει εντολή. Ένας νεκρός άντρας ήταν η αιτία της μυρωδιάς. Νεκρός αρκετό καιρό. Είδα τον Σωτήρη να στέκεται στην πόρτα και να με κοιτάζει, προσπάθησα να τρέξω προς τα εκεί αλλά με κλείδωσε μέσα. Το αίμα μου πάγωσε. 

(συνεχίζεται...)

  Συγγραφέας: Γεωργία Μαρίνου - Φοιτήτρια Tabula Rasa

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου