Στάθηκε στην αποβάθρα
και περίμενε με προσμονή. Ήταν λίγο πριν τα μεσάνυχτα, όπου να’ ναι θα έφτανε
το τρένο. Τελευταίο δρομολόγιο. Τα περισσότερα φώτα στον μεγάλο σιδηροδρομικό
σταθμό είχαν κλείσει, μονάχα ο κεντρικός διάδρομος φωτιζόταν. Πιο πέρα, ανάμεσα
στις σκιές, μια καθαρίστρια που απομάκρυνε τις τελευταίες αποδείξεις της
παρουσίας ανθρώπων, εξαφανιζόταν πίσω από τις ψηλές κολόνες και εμφανίζονταν
λίγο μετά, για να κρυφτεί και πάλι. Αχνές νότες από κάποιο ξεχασμένο ραδιόφωνο αιωρούνταν
στον αέρα. Ο Άγνωστος έκατσε στο παγκάκι και έκλεισε τα μάτια του,
απολαμβάνονταν εκείνη την πολυπόθητη ηρεμία που του προσέφερε ο χώρος. Μικρές
ασπρόμαυρες αναλαμπές άρχισαν να εισχωρούν μπροστά από τα κατεβασμένα του
βλέφαρα και, για λίγο, του φάνηκε πως δεν ήταν στον σταθμό.
Tο πρώτο του
ποδήλατο, το γέλιο της μαμάς του καθώς της λέει το ποίημα του με τίτλο «Τα
δημητριακά μου δεν πνίγονται ποτέ», ο πατέρας του να του φωνάζει να χτυπήσει με
δύναμη την μπάλα και οι χαρούμενες φωνές του μετά το πρώτο του γκολ. Ένα
κορίτσι με σγουρά μαλλιά -προσπαθεί να θυμηθεί το όνομά της αλλά μάταια- να του
ζωγραφίζει καρδούλες στο τετράδιο, η δασκάλα του να του φωνάζει επειδή είναι
αδιάβαστος, ο κολλητός του να του δίνει το πρώτο του τσιγάρο. Το πέσιμό του από
το μηχανάκι, το πόδι μέσα στον γύψο, ο γύψος γεμάτος από αφιερώσεις και καρδούλες.
Η πρώτη του μέρα στην σχολή, η τελευταία του μέρα στην σχολή, η πρώτη του μέρα
στην δουλειά, η μέρα που ανακάλυψε πως σιχαίνεται την δουλειά του. Μια κοπέλα
στη στάση του λεωφορείου να του ζητά οδηγίες -ωραία κοπέλα φοράει πράσινο
φόρεμα και λευκό φουλάρι- εκείνος να μπερδεύει τα λόγια του και να μην μπορεί
να της απαντήσει. Ένα γλυκό με δυο κουτάλια, το ένα ανήκει στην κοπέλα με το
πράσινο φόρεμα. Στο χέρι της το δαχτυλίδι, η γέννηση του γιού του, το κλάμα του
όταν είδε το μικρό του χεράκι μέσα στο δικό του, η γέννηση της κόρης του, η
αγκαλιές της όταν έμπαινε στο σπίτι, το κουτάβι που τους πήρε δώρο το καλοκαίρι
και οι φωνές της κοπέλας με το πράσινο φόρεμα, επειδή το κουτάβι της τρώει τα
παπούτσια. Το στεγαστικό δάνειο, το βάψιμο του σπιτιού, η κόρη του να τον
μουτζουρώνει με κόκκινη βαφή, το δεύτερο δάνειο, η απόλυσή του, ο τσακωμός στο
σπίτι, των κλάμα των παιδιών, οι εφημερίδες για ανεύρεση εργασίας. Η συνέντευξη,
η πρόσληψη, το πάρτι για την νέα του δουλειά -μια δουλειά που όντως του αρέσει-
το καθάρισμα του πάρτι, τα δυο του παιδιά να κοιμούνται στην βεράντα. Ο
τσακωμός με τον γιο του επειδή δεν διαβάζει, το πρώτο αγόρι της κόρης του, το
κοντό της φόρεμα που πέταξε στα σκουπίδια και εκείνη να του φωνάζει πως τον
μισεί. Δουλειά, σπίτι, φωνές, αγκαλιές, ο γάμος του γιου του, ο γάμος της κόρης
του, ο θάνατος του σκύλου, η γέννηση του πρώτου εγγονιού, η συνταξιοδότηση, η
γέννηση των διδύμων, η αρρώστια της κοπέλας με το πράσινο φόρεμα, η μέρα της
κηδείας της, το κλάμα του όταν γύρισε σπίτι και είδε το άσπρο της φουλάρι να
κρέμεται στο φύλλο της ντουλάπα.
Ο Άγνωστος άνοιξε
απότομα τα μάτια του και ίσα που πρόλαβε να φυλακίσει την τελευταία λάμψη από
τα φώτα του τρένου που μόλις έφευγε. Σαν θεόρατο σκουλήκι, χώθηκε μέσα στο
χωμάτινο σκοτάδι και σιγά-σιγά εξαφανίστηκε. Μαζί του εξαφανίστηκε και η
καθαρίστρια, η οποία έκλεισε και τα υπόλοιπα φώτα, πήρε μαζί της κάθε ανθρώπινο
ίχνος και άφησε τον Άγνωστο μόνο του, μέσα στον άδειο σιδηροδρομικό σταθμό.
Η
νύχτα είχε προσδώσει χώρους και παρουσίες, που δεν υπήρχαν κατά την διάρκεια
της ξέφρενης πρωινής καθημερινότητας. Το μόνο που ακουγόταν πλέον, ήταν οι
ξέπνοες φωνές κάποιου ξεχασμένου ραδιοφώνου. Ο Άγνωστος δεν μπορούσε να κάνει
και πολλά, έπρεπε απλά να περιμένει το πρωινό δρομολόγιο, και αυτό κάπως τον
ανακούφισε. Ήταν η πρώτη φορά, στα 88 του χρόνια, που έχασε το τρένο.
Συγγραφέας: Μαρία Κούτσου - Φοιτήτρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου