Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2015

“Το αρχηγείο” της Χριστίνας Κωνσταντουδάκη


Μας είχαν απαγορεύσει να μπούμε στο παλιό κτίριο στην άκρη της πόλης μας. Πότε όμως υπακούσαμε εντολές για να τις υπακούσουμε και τώρα; Το κτήριο αυτό ήταν δικό μας, ο εχθρός θα έπρεπε να προσπαθήσει πολύ για να μας κρατήσει απ’ έξω.

«Στρατιώτη, είσαι έτοιμος να πολεμήσεις για να πάρουμε το αρχηγείο μας πίσω;»  ρώτησα τον Μάνο και ύψωσα το σπαθί μου. 
 
«Ναι, πάμε να το πάλουμε πίσω!» αναφώνησε αυτός. Τον κοίταξα έντονα.

«Τι είπαμε θα λες μετά από κάθε πρόταση;»

«Πάμε να το πάλουμε πίσω αλχηγέ Δήμητλα»

«Έτσι μπράβο. Ετοίμασε τώρα τα σπαθιά και τα όπλα σου και πρόσεξε μην σου πέσουν κάτω όπως την άλλη φορά και μας καταλάβουν» είπα και του φόρεσα την περικεφαλαία.

Με ανάλαφρα βήματα, σαν τις αρματωμένες πεταλούδες του βασιλείου μας, προχωρήσαμε στο στενό δρομάκι που θα μας οδηγούσε στο απαγορευμένο κτήριο.

«Πρόσεχε τις παγίδες, είναι παντού» ψιθύρισα στον Μάνο, όμως ήταν ήδη αργά.

Ακούστηκε ένας εκκωφαντικός ήχος και ο στρατιώτης μου έπεσε βαριά στο έδαφος.

«Δηλητηλιασμένες ατσάλινες λόδες» κατάφερε να ψελλίσει πριν χάσει τις αισθήσεις του.

Έτρεξα από πάνω του.

«Θα γίνεις καλά, πάω να σου βρω το αντίδοτο» του υποσχέθηκα και τα μάτια μου άρχισαν να γεμίζουν με δάκρυα. Έπρεπε να φανώ, δυνατή, δεν είχα χρόνο γι’ αυτά. Ρούφηξα την μύτη μου κι έτρεξα προς την αντίθετη κατεύθυνση. Θάμνοι και αγκάθια πλήγωναν τα γυμνά μου πόδια, όμως δεν με ένοιαζε. Έτρεχα και όλο έτρεχα, μέχρι που έφτασα στην παραλία με τα 12 ηφαίστεια. Το αντίδοτο, το διαμαντένιο βότσαλο, βρισκόταν πίσω από το τελευταίο ηφαίστειο. Αν το έτριβα πάνω στις πληγές του Μάνου, θα γινόταν καλά. Κοίταξα γύρω μου. Παντού λάβα που με πλησίαζε απειλητικά.

«Ή τώρα ή ποτέ» σκέφτηκα και πήδηξα με φόρα πάνω σε ένα μεγάλο βράχο. Εδώ η λάβα δεν μπορούσε να με φτάσει. Αν κατάφερνα να πηδήξω πάνω στους βράχους, χωρίς να πατήσω τα πόδια μου στο έδαφος, ίσως να έβγαινα ζωντανή.  Άρχισα να τρέχω χωρίς να σκέφτομαι τίποτα. Τα βράχια γλιστρούσαν αλλά πήγαινα τόσο γρήγορα που δεν προλάβαινα να πέσω.

«Aααα βοήθεια!»  φώναξα. Γλίστρησα από ένα βράχο χωρίς να προλάβω να κρατηθώ. Ο αέρας στρίγκλιζε στα αυτιά μου καθώς έπεφτα και τίποτα πλέον δεν είχε σημασία. Δεν θα κατάφερνα ποτέ να σώσω τον Μάνο. Ξαφνικά, ένιωσα κάτι να με σηκώνει στον αέρα. Άρχισα να κουνάω χέρια και πόδια, αλλά αυτό το κάτι με κρατούσε σφιχτά. Γύρισα το κεφάλι κι έβγαλα έναν αναστεναγμό ανακούφισης. Ήταν ο Τζον, ο καλόκαρδος γίγαντας που είχε έρθει για να με βοηθήσει.

«Για πού το έβαλες αρχηγέ;» με ρώτησε χαμογελαστός ακουμπώντας με στην παλάμη του.

«Ο Μάνος πάτησε πάνω σε δηλητηριασμένες ατσάλινες ρόδες και αν δεν βρω γρήγορα το αντίδοτο, θα πεθάνει!»

«Τότε μην κάνουμε τον Μάνο να περιμένει. Πες μου πού είναι το αντίδοτο να το πάρω εγώ που δεν με πειράζει η λάβα»

«Όλο ευθεία, πίσω από το 12ο ηφαίστειο, το βλέπεις;»

Ο Τζον μου έγνεψε καταφατικά και χωρίς να χάσει καιρό, έφτασε με δύο βήματα στο ηφαίστειο. Από πίσω του, το διαμαντένιο βότσαλο, έλαμπε όλο μεγαλοπρέπεια.

«Κατέβασέ με να το πάρω» διέταξα και ο Τζον χαμήλωσε την παλάμη του. Με προσεκτικές κινήσεις για να μην μου πέσει, το έπιασα με τα δύο μου χέρια. Κάθισα οκλαδόν στην παλάμη του Τζον κι έβαλα το βότσαλο ανάμεσα στα πόδια μου. Πριν το καταλάβω, είχαμε φτάσει στο δρομάκι που βρισκόταν ο Μάνος. Είχε ξαπλώσει στο χώμα και δεν φαινόταν καθόλου μα καθόλου καλά. Ήταν χλωμός και η έκφρασή του πρόδιδε πως πονούσε πολύ.

«Στλατηγέ Δήμητλα, πονάει η κοιλιά μου» κλαψούρισε μόλις με είδε.

«Εμ, όταν τρώμε όλη την μερέντα με το κουτάλι, αυτό παθαίνουμε» γέλασε ο Τζον.

«Τζον!» φώναξα εκνευρισμένη « Ο στρατιώτης μου δηλητηριάστηκε κι εσύ κοροιδεύεις;»

«Συγγνώμη αρχηγέ, γυρίζω πίσω στην σπηλιά μου» απολογήθηκε και απομακρύνθηκε με το έδαφος να τρίζει κάτω από τις πατούσες του.

Χωρίς να χάσω καιρό, έβγαλα το διαμαντένιο βότσαλο, και το έτριψα πάνω στην κοιλιά του. Αμέσως, ένιωσε καλύτερα.

«Μου πέλασε, μου πέλασε!» φώναξε και σηκώθηκε πάνω χοροπηδώντας.

«Σσς ησυχία! Θα μας ακούσει ο εχθρός!» είπα και προχώρησα μπροστά. Αυτή την φορά, ακουμπούσα πρώτα το σπαθί μου στο έδαφος για να ανιχνεύσω τυχόν παγίδες. Που και που, ιπτάμενα λαγουδάκια πετάγονταν και προσπαθούσαν να μας κλείσουν τον δρόμο.

«Πάλε αυτήν παλιολαγουδάκι! Θα σου ζείξω εγώ!» ούρλιαζε ο Μάνος, βγάζοντας άναρθρες κραυγές, καθώς τα πετούσε μακριά.

Τίποτα δεν μας σταματούσε πια. Μπορούσα να διακρίνω την πόρτα του απαγορευμένου κτηρίου. Πλησίασα αργά.

«Εσύ μείνε εδώ, να φυλάς τσίλιες» διέταξα τον Μάνο.

«Ζεν είναι ζίκαιο, σέλω κι εγώ να πολεμήσω» μούτρωσε αυτός.

«Αν δεν κάτσεις εδώ, θα μας σκοτώσουν και τους δύο»

Ο Μάνος μου γύρισε την πλάτη, όμως φάνηκε να συμφωνεί. Κάρφωσα τα μάτια μου στην πόρτα κι ετοιμάστηκα να την σπάσω με το πόδι μου. Πήρα φόρα και μέτρησα από μέσα μου μέχρι το τρία.

«Ένα.. δύο.. τρ..»

 Δήμητρα! Τι πας να κάνεις;» άκουσα μια βροντερή φωνή να μου φωνάζει.

Η φωνή του εχθρού. Αλλά πώς ήξερε το όνομά μου;

«Έτσι και σπάσεις την πόρτα της αποθήκης, θα σε βάλω να την φτιάξεις μόνη σου» ξανά ακούστηκε η φωνή.

Γύρισα το κεφάλι. Η μαμά.

«Μα, πρέπει να πάρουμε το αρχηγείο μας από τον εχθρό» ψέλλισα.

«Και πρέπει να σπάσεις την πόρτα της αποθήκης;»

«Δεν είναι αποθήκη, είναι το αρχηγ...»

«Ναι ναι κατάλαβα. Άσε τα παιχνίδια τώρα και έλα μέσα. Είναι ώρα για φαγητό. Ο Γιάννης ήρθε από το Πανεπιστήμιο για να φάμε όλοι μαζί. Ο Μάνος που είναι;»

«Φυλάει τσίλιες στον διάδρομο»

Σέρνοντας τα πόδια μου, πήγα να βρω τον Μάνο. Στεκόταν στον διάδρομο, έξω από την κουζίνα, και φαινόταν πολύ ανήσυχος.

«Αλχηγέ, ο εχθλός πέλασε αλλά ζεν με είδε! Σε σκότωσε;»

«Όχι ακόμα. Αλλά δεν με άφησε να πάρω πίσω το αρχηγείο μας. Πάμε για φαγητό τώρα; Η μαμά λέει πως έχουμε μακαρόνια με κιμά»

«Ναιι! Σέλω μακαλόνια, σέλω μακαλόνια» άρχισε να φωνάζει ο 4χρονος αδερφός μου, τρέχοντας προς την κουζίνα.

Ο στρατιώτης μου είχε δωροδοκηθεί. Είχα μείνει μόνη μου σε αυτή την αποστολή. Δεν θα το έβαζα κάτω, το αρχηγείο θα γινόταν δικό μου κάποια μέρα.


 Συγγραφέας: Χριστίνα Κωνσταντουδάκη - Φοιτήτρια Tabula Rasa 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου