Μια φορά κι έναν
καιρό σ’ ένα μαγικό δάσος (και θα καταλάβετε παρακάτω γιατί το λέμε μαγικό)
ζούσε μία όμορφη κοπέλα η Χιονάψι. Η ξανθιά αυτή κοπέλα με τα τεράστια μπλε
μάτια και τα ροδοκόκκινα μαγουλάκια κατοικούσε στις ρίζες του πιο μεγάλου
δέντρου του δάσους, του πελώριου κυπαρισσιού. Αλλά δεν έμενε μόνη της. Έμενε με
τα δίδυμα αδέρφια της τον Κλιπ και τον Κλαπ που ήταν ξυλοκόποι.
Τα αδέρφια
έκοβαν ξύλα και η Χιονάψι έπαιρνε το φορτηγό και οδηγούσε μέχρι την πόλη που τα
πουλούσε στους ανθρώπους για να μπορούν να ανάψουν το τζάκι τους το χειμώνα
γιατί η θερμοκρασία πολλές φορές έφτανε κάτω από 50 βαθμούς. Οι γονείς τους
είχαν πεθάνει κι έτσι η Χιονάψι είχε τα μεγαλύτερα αδέρφια της να την
προστατεύουν. Και κανείς δεν τολμούσε να την πειράξει. Μία φορά μόνο μία κακιά
μάγισσα που ήθελε να είναι η ομορφότερη στο δάσος και ζήλευε τη Χιονάψι
αποπειράθηκε να την σκοτώσει με ένα σάπιο μήλο αλλά επενέβησαν τα δυο αδέρφια
και την έστειλαν από κει που ήρθε. Έτσι οι μέρες κυλούσαν ήρεμα και τα αγόρια
το πρωί έκοβαν ξύλα και το βράδυ έκαναν γυμναστική για να κρατιούνται σε φόρμα.
Η Χιονάψι τους καμάρωνε. Παλικάρια, 1.90, πανέμορφα και γυμνασμένα. Έτσι ήθελε
να είναι και ο άντρας που κάποια μέρα θα παντρευόταν. Που να ήξερε τι της
επιφύλασσε η μοίρα.
Πριν πάμε όμως εκεί, δε σας είπα για το μαγικό δάσος. Το
δάσος λοιπόν, δεν ήταν σαν όλα τα υπόλοιπα. Τα φυτά, τα δέντρα και τα ζώα που
το κατοικούσαν είχαν ανθρώπινη λαλιά, είχαν ψυχή, είχαν συναισθήματα, μπορούσαν
να περπατήσουν αλλά μόνο μία συγκεκριμένη ώρα της μέρας. Στις 00:00 τη νύχτα.
Βλέπετε η κακιά μάγισσα που είχε περάσει από κει δεν κατάφερε μεν να σκοτώσει
τη Χιονάτη αλλά καταράστηκε όλο το δάσος να είναι παγωμένο και να ξεπαγώνει
μόνο μία ώρα κάθε μέρα. 00:00 με 01:00 κάθε βράδυ. Φυσικά θα μπορούσαν να
αντιστρέψουν την κατάρα, η μάγισσα τους είχε δώσει εναλλακτική. Να της
σερβίρουν το κεφάλι της Χιονάψι σε πιάτο. Κανείς όμως δεν τολμούσε να το κάνει
αυτό. Η Χιονάψι ήταν η βασίλισσα τους, η θεά τους, η αγάπη τους, δεν υπήρχε
περίπτωση να την πειράξει κάποιος. Ακόμα κι όταν τα αδέρφια της έκοβαν και
σκότωναν κάποια από τα δέντρα για να πουλήσουν τα ξύλα όλοι τη δικαιολογούσαν.
Έτσι το δάσος έμαθε να ζει με την κατάρα. Και τα χρόνια περνούσαν.
Παράλληλα
στην άλλη μεριά του δάσους έμενε ένα πολύ όμορφο και λεπτεπίλεπτο πριψιπόπουλο.
Αυτός παλιότερα ήταν κολλητός με τη Χιονάψι αλλά τα τελευταία χρόνια δε
μιλούσαν. Από τότε δηλαδή που έδιωξε μακριά τους 7 σωματοφύλακες της. Το
πριψιπόπουλο που ήταν στενά συνδεδεμένο με αυτούς στεναχωρήθηκε τόσο πολύ που
αποφάσισε να μετακομίσει στην άλλη μεριά του δάσους και να μην της μιλάει. Ούτε
και στα αδέρφια της. Η Χιονάψι πια ήταν μόνη της. Αναζητούσε μία γυναικεία
παρέα, μία φίλη αλλά δεν υπήρχε καμιά. Το δάσος είχε ερημώσει μετά την κατάρα.
Και τότε συνέβη κάτι αναπάντεχο. Τη νύχτα που ξεπάγωναν όλα για μία ώρα, την
τελευταία νύχτα των καλοκαιρινών μηνών, ένα μικρό λουλουδάκι που ονομαζόταν
μπλιτς ανέβηκε στον πιο ψηλό βράχο και μίλησε μπροστά σε όλους. Στην αρχή
κανείς δεν το άκουγε, δεν του έδιναν σημασία. Μέχρι που είπε:
«Eγώ δε θέλω να
είμαι άλλο παγωμένος όλη μέρα και να μπορώ να κουνηθώ μόνο μία ώρα».
Τότε όλοι
σώπασαν. Σιγή επικράτησε στο δάσος. Μέχρι και ο αέρας σταμάτησε να φυσάει και
αφουγκράστηκε. Όλοι από μέσα τους αυτό έλεγαν αλλά κανείς μέχρι τότε δεν είχε
βρει το θάρρος να το βροντοφωνάξει. Και το μπλιτς ξαναείπε:
«Nομίζω ότι πρέπει
να σκοτώσουμε τη Χιονάψι».
Στην αρχή όλοι απόρησαν και αρνήθηκαν αλλά ένα
δεύτερο μπλιτς ξεπρόβαλε και είπε:
«Συμφωνώ, δεν γίνεται να ζήσουμε έτσι για
πάντα».
Τότε όλο και πιο πολλοί άρχισαν να συμφωνούν και μεγάλη φασαρία
απλώθηκε στο δάσος. Το πριψιπόπουλο που έτυχε να περνάει από δίπλα μαζεύοντας
υφάσματα γιατί του άρεσε να φτιάχνει ρούχα και να ντύνει τα λουλούδια του
άκουσε τι συνέβη και τι αποφάσισαν τα στοιχεία του δάσους και έτρεξε σπίτι του.
Κλείστηκε και δεν ήξερε τι να κάνει. Είχε ορκιστεί να μην ξαναμιλήσει στη
Χιονάψι αλλά δεν ήθελε να δει νεκρή την καλύτερη του φίλη. Έτσι αποφάσισε να
πάει να τη βρει. Έτσι κι έκανε. Περίμενε μέχρι να ξαναπαγώσουν όλοι και
ξεχύθηκε στο δάσος. Μετά από πολλές πολλές ώρες έφτασε στο σπίτι της. Τα δυο
αδέρφια με το που τον είδαν έτρεξαν να τον αγκαλιάσουν και να τον φιλήσουν.
Δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια τους. Το πριψιπόπουλο απόρησε. Η Χιονάτη είχε κι
αυτή ακούσει τη συνομιλία κάποιων δέντρων και είχε μάθει τι είχαν σκοπό να κάνουν.
Από τις τύψεις της έφαγε ένα δηλητηριώδες πένκα, ένα μικροσκοπικό φυτό που
υπήρχε στον κήπο του σπιτιού τους και πέθανε ακαριαία. Το πριψιπόπουλο δεν
πίστευε στ’ αυτιά του. Ζήτησε να τη δει και τα αγόρια τον πήγαν στο δωμάτιο
της. Η Χιονάψι ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι της και το πρόσωπο της ήταν τόσο
χλωμό που το πριψιπόπουλο σοκαρίστηκε, δεν την είχε ξαναδεί έτσι. Πήγε στην
πόρτα και σιγουρεύτηκε ότι τα δυο αδέρφια ήταν έξω από το σπίτι. Ξαναπήγε κοντά
στη Χιονάτη.
«Συγνώμη», ψέλλισε ενώ προσπαθούσε να συγκρατήσει τα δάκρυα του. «Δεν ήθελα να συμβεί έτσι. Ήμουν απλά θυμωμένος μαζί σου γιατί έδιωξες τους
σωματοφύλακες σου.».
Εκείνη τη στιγμή ένα μεγάλο μαύρο σύννεφο από καπνό κύκλωσε
το δωμάτιο και στη μέση του εμφανίστηκε η κακιά μάγισσα.
«Έκανες πολύ καλή δουλειά.
Ήταν φοβερή η ιδέα σου να πιάσεις τα μικρά και ζηλιάρικα μπλιτς και να τους
βάλεις λόγια. Εύγε», είπε η μάγισσα στο Πριψιπόπουλο και κοίταξε τη Χιονάτη.
«Με τέτοια χλωμάδα νομίζω πως πια δεν είσαι η πιο όμορφη», είπε η μάγισσα και
άρχισε να γελάει εκνευρίζοντας το Πριψιπόπουλο.
«Τώρα πρέπει να επαναφέρεις το
δάσος» της είπε εκείνος και η μάγισσα έκανε ευθύς τα
μαγικά της και χάθηκε πάλι στο μαύρο σύννεφο γελώντας και φωνάζοντας
«Ζήτω»…
«Δεν το ήθελα, αλήθεια» είπε ο πρίγκιπας πέφτοντας πάνω στη Χιονάψι κλαίγοντας.
«Μακάρι να ξαναζωντάνευες», είπε και τη φίλησε στο στόμα και τα δάκρυα του
έτρεχαν παντού πάνω της. «Μακάρι», ένα δεύτερο φιλί και τα χείλη της Χιονάψι
φάνηκαν να ανταποκρίνονται.
Το πριψιπόπουλο παραξενεύτηκε και ξαναδοκίμασε. Η
Χιονάψι ξύπνησε από τον αιώνιο ύπνο και τα χείλη τους ενώθηκαν δυνατά με ένα
τεράστιο παθιασμένο φιλί. Που συνεχίστηκε και συνεχίστηκε, μέχρι που μπήκαν τα
αδέρφια και τους διέκοψαν. Είχαν ακούσει τη μάγισσα να φεύγει και έτρεξαν. Η
Χιονάψι και το Πριψιπόπουλο δεν τους έδωσαν σημασία. Είχαν ερωτευτεί. Μεταξύ
τους. Αυτό που δεν περίμεναν ποτέ να τους συμβεί, συνέβη. Τα δέντρα και τα φυτά
και τα ζώα και όλα τα στοιχεία του δάσους ξαναζωντάνεψαν και τα αδέρφια τους
εξήγησαν τι είχε συμβεί. Και όλο το δάσος ήταν πια καλά. Μέχρι και η κακιά
μάγισσα ήταν καλά, ζούσε στο δικό της κόσμο ότι η Χιονάψι ήταν πεθαμένη και
εκείνη ήταν πια η πιο όμορφη.
Και έτσι έζησαν όλοι καλά κι ίσως κι εμείς να
καταφέρουμε κάποια στιγμή να ζήσουμε έτσι ή και λίγο καλύτερα.
Συγγραφέας: Αργύρης Γιαμάλογλου - φοιτητής Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου