
Τα αδέρφια
έκοβαν ξύλα και η Χιονάψι έπαιρνε το φορτηγό και οδηγούσε μέχρι την πόλη που τα
πουλούσε στους ανθρώπους για να μπορούν να ανάψουν το τζάκι τους το χειμώνα
γιατί η θερμοκρασία πολλές φορές έφτανε κάτω από 50 βαθμούς. Οι γονείς τους
είχαν πεθάνει κι έτσι η Χιονάψι είχε τα μεγαλύτερα αδέρφια της να την
προστατεύουν. Και κανείς δεν τολμούσε να την πειράξει. Μία φορά μόνο μία κακιά
μάγισσα που ήθελε να είναι η ομορφότερη στο δάσος και ζήλευε τη Χιονάψι
αποπειράθηκε να την σκοτώσει με ένα σάπιο μήλο αλλά επενέβησαν τα δυο αδέρφια
και την έστειλαν από κει που ήρθε. Έτσι οι μέρες κυλούσαν ήρεμα και τα αγόρια
το πρωί έκοβαν ξύλα και το βράδυ έκαναν γυμναστική για να κρατιούνται σε φόρμα.
Η Χιονάψι τους καμάρωνε. Παλικάρια, 1.90, πανέμορφα και γυμνασμένα. Έτσι ήθελε
να είναι και ο άντρας που κάποια μέρα θα παντρευόταν. Που να ήξερε τι της
επιφύλασσε η μοίρα.

Παράλληλα
στην άλλη μεριά του δάσους έμενε ένα πολύ όμορφο και λεπτεπίλεπτο πριψιπόπουλο.
Αυτός παλιότερα ήταν κολλητός με τη Χιονάψι αλλά τα τελευταία χρόνια δε
μιλούσαν. Από τότε δηλαδή που έδιωξε μακριά τους 7 σωματοφύλακες της. Το
πριψιπόπουλο που ήταν στενά συνδεδεμένο με αυτούς στεναχωρήθηκε τόσο πολύ που
αποφάσισε να μετακομίσει στην άλλη μεριά του δάσους και να μην της μιλάει. Ούτε
και στα αδέρφια της. Η Χιονάψι πια ήταν μόνη της. Αναζητούσε μία γυναικεία
παρέα, μία φίλη αλλά δεν υπήρχε καμιά. Το δάσος είχε ερημώσει μετά την κατάρα.
Και τότε συνέβη κάτι αναπάντεχο. Τη νύχτα που ξεπάγωναν όλα για μία ώρα, την
τελευταία νύχτα των καλοκαιρινών μηνών, ένα μικρό λουλουδάκι που ονομαζόταν
μπλιτς ανέβηκε στον πιο ψηλό βράχο και μίλησε μπροστά σε όλους. Στην αρχή
κανείς δεν το άκουγε, δεν του έδιναν σημασία. Μέχρι που είπε:
«Eγώ δε θέλω να
είμαι άλλο παγωμένος όλη μέρα και να μπορώ να κουνηθώ μόνο μία ώρα».

«Nομίζω ότι πρέπει
να σκοτώσουμε τη Χιονάψι».
Στην αρχή όλοι απόρησαν και αρνήθηκαν αλλά ένα
δεύτερο μπλιτς ξεπρόβαλε και είπε:
«Συμφωνώ, δεν γίνεται να ζήσουμε έτσι για
πάντα».

«Συγνώμη», ψέλλισε ενώ προσπαθούσε να συγκρατήσει τα δάκρυα του. «Δεν ήθελα να συμβεί έτσι. Ήμουν απλά θυμωμένος μαζί σου γιατί έδιωξες τους
σωματοφύλακες σου.».
Εκείνη τη στιγμή ένα μεγάλο μαύρο σύννεφο από καπνό κύκλωσε
το δωμάτιο και στη μέση του εμφανίστηκε η κακιά μάγισσα.
«Έκανες πολύ καλή δουλειά.
Ήταν φοβερή η ιδέα σου να πιάσεις τα μικρά και ζηλιάρικα μπλιτς και να τους
βάλεις λόγια. Εύγε», είπε η μάγισσα στο Πριψιπόπουλο και κοίταξε τη Χιονάτη.
«Με τέτοια χλωμάδα νομίζω πως πια δεν είσαι η πιο όμορφη», είπε η μάγισσα και
άρχισε να γελάει εκνευρίζοντας το Πριψιπόπουλο.

«Ζήτω»…
«Δεν το ήθελα, αλήθεια» είπε ο πρίγκιπας πέφτοντας πάνω στη Χιονάψι κλαίγοντας.
«Μακάρι να ξαναζωντάνευες», είπε και τη φίλησε στο στόμα και τα δάκρυα του
έτρεχαν παντού πάνω της. «Μακάρι», ένα δεύτερο φιλί και τα χείλη της Χιονάψι
φάνηκαν να ανταποκρίνονται.
Το πριψιπόπουλο παραξενεύτηκε και ξαναδοκίμασε. Η
Χιονάψι ξύπνησε από τον αιώνιο ύπνο και τα χείλη τους ενώθηκαν δυνατά με ένα
τεράστιο παθιασμένο φιλί. Που συνεχίστηκε και συνεχίστηκε, μέχρι που μπήκαν τα
αδέρφια και τους διέκοψαν. Είχαν ακούσει τη μάγισσα να φεύγει και έτρεξαν. Η
Χιονάψι και το Πριψιπόπουλο δεν τους έδωσαν σημασία. Είχαν ερωτευτεί. Μεταξύ
τους. Αυτό που δεν περίμεναν ποτέ να τους συμβεί, συνέβη. Τα δέντρα και τα φυτά
και τα ζώα και όλα τα στοιχεία του δάσους ξαναζωντάνεψαν και τα αδέρφια τους
εξήγησαν τι είχε συμβεί. Και όλο το δάσος ήταν πια καλά. Μέχρι και η κακιά
μάγισσα ήταν καλά, ζούσε στο δικό της κόσμο ότι η Χιονάψι ήταν πεθαμένη και
εκείνη ήταν πια η πιο όμορφη.
Και έτσι έζησαν όλοι καλά κι ίσως κι εμείς να
καταφέρουμε κάποια στιγμή να ζήσουμε έτσι ή και λίγο καλύτερα.
Συγγραφέας: Αργύρης Γιαμάλογλου - φοιτητής Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου