Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Δευτέρα 15 Απριλίου 2019

"Οι νεραντζιές άργησαν ν' ανθίσουν" Μέρος α, της Μάριας Κόνιαρη


Τι γύρευε σε κείνο το σπίτι με όλο τον "καλό κόσμο" μαζεμένο. Ήταν όλοι εκείνοι που κάποτε μισούσε θανάσιμα επειδή έπνιγαν την ανία τους παίζοντας χαρτιά ολόκληρο βράδυ χωρίς να νοιάζονται τι ώρα θα ξυπνήσουν αφού μπορούσαν να τα έχουν όλα χωρίς να δουλεύουν, χωρίς να περιμένουν τη μέρα που θα πληρωθούν για να ικανοποιήσουν μια ανάγκη ή έστω μια επιθυμία τους. Κοίταξε τις ανθισμένες νεραντζιές στον κήπο που έφερναν το άρωμα της Άνοιξης που ερχόταν. Άρωμα μιας νέας αρχής στο Φθινόπωρο της ζωής του. Μιας νέας αρχής για όλους.
"Ο κόσμος που ονειρευτήκαμε δεν ήρθε και ίσως να μην έρθει ποτέ. Όμως τίποτε δεν θα είναι χειρότερο. Έρχονται κάπως καλύτερες μέρες πιο ήρεμες και ειρηνικές" σκέφτηκε  ο Μάρκος και ένοιωσε το δροσερό απογευματινό αεράκι να διαπερνά το κορμί του και να γυρίζει το χρόνο πίσω διαγράφοντας όλες τις πικρές σελίδες της ζωής του. Ο Νίκος ο “καπετάνιος” του είχε ανοίξει την πόρτα του σπιτιού του, στις συγκεντρώσεις που έκανε για να παίξουν χαρτιά ή για απογευματινό τσάι με συζητήσεις στις οποίες ο Μάρκος έκλεβε την παράσταση με την ευρυμάθεια και τις γνώσεις του, κυρίως σε θέματα ιστορίας και λογοτεχνίας. Τίποτα δεν πάει χαμένο, όπως δεν πήγαν χαμένες και οι ατέλειωτες κούφιες ώρες στα “μαγικά νησιά” όπως έλεγε, οι οποίες γέμιζαν με διάβασμα και συζητήσεις "Ούτε οι απόφοιτοι του κολεγίου της Οξφόρδης δεν έχουν τέτοιες γνώσεις" σκεφτόταν και γελούσε ειρωνικά μέσα του. Ήταν μια κρυφή νίκη. Είχε αρπάξει μια ευκαιρία που του δόθηκε και την αξιοποίησε στο έπακρο. Κάτι χάνεις και κάτι κερδίζεις πάντα. Είχε χάσει πολλά χρόνια από τη ζωή του αλλά κέρδισε σε μόρφωση και γνώσεις. Τι και αν δεν είχε κάποιο πτυχίο! Η γνώση λάμπει και πλημμυρίζει με φως το χώρο. Δεν φυλακίζεται σε ένα χαρτί ούτε μπαίνει σε κορνίζα.
Οι καλεσμένοι στο σπίτι εκείνη τη μέρα είχαν μείνει έκπληκτοι με το καινούργιο απόκτημα του Νίκου και μιλούσαν συνέχεια γι αυτό. Ένα μεγάλο λουστραρισμένο έπιπλο με γυαλί μπροστά. Το έλεγαν λέει τηλεόραση. Κάποιος προσπάθησε να αναλύσει την ετοιμολογία της λέξης. Ο Μάρκος είχε ξαναδεί αυτό το αντικείμενο πριν δύο χρόνια στην Αμερική και κάποιος του έλεγε για τα δεινά που είχε φέρει στην κοινωνία, αλλά δεν ήξερε ότι είχε έρθει και στην Ελλάδα. Ήταν επιφυλακτικός απέναντι στις νέες τεχνολογίες και πίστευε ότι όλα αυτά βγαίνουν για να ελέγχονται οι συνειδήσεις πιο εύκολα χωρίς να χρειάζονται τα “μαγικά νησιά”. Προτίμησε να μείνει σιωπηλός και να μην πει την άποψή του στην ενθουσιασμένη παρέα. Για να μην παρεκκλίνει η συζήτηση προς εκεί που χαλάνε οι καρδιές και είχε δώσει το λόγο του στον καπετάνιο να μιλάει για θέματα που δεν θα δυσαρεστούσαν τους εκλεκτούς καλεσμένους. Έβγαλε το κομπολόι του και άρχισε να παίζει με τις χάντρες. Ένοιωθε αμηχανία και κοίταζε τα πόδια των καλεσμένων και τα ακριβά καλογυαλισμένα παπούτσια τους.
Ξαφνικά το βλέμμα του καρφώθηκε σε δύο καλλίγραμμες γάμπες που το τακούνι καρφί και η στενή φούστα τους έδιναν μια άλλη μαγική ιδιότητα. "Πως μπορεί μία γυναίκα να φέρει επανάσταση σε μια ψυχή απλώς καθισμένη στην καρέκλα;" αναρωτήθηκε απορημένος για την ταραχή της στιγμής. Σαν να μην πέρασε μια μέρα από τότε που ήταν έφηβος και ονειρευόταν τον πρώτο του έρωτα και την πρώτη του κοπέλα... αλλά τον πρόλαβαν τα γεγονότα. Δεν θα έπρεπε να θαυμάζει τόσο τις αργόσχολες κυρίες του "καλού κόσμου" που ισορροπούν πάνω σε τακούνια καρφί και τρώνε ώρες κάτω από ένα σεσουάρ να τους τηγανίζει το μυαλό για να έχουν φουντωτό μαλλί σε χτενισιά "λάχανο". Όλα αυτά που κορόιδευε με τους συντρόφους του, τώρα του ασκούσαν μια απροσδιόριστη γοητεία . Όλες αυτές οι κυρίες είχαν κάτι το απόκοσμο, κάτι έξω από αυτόν και όσα ήξερε. Γι' αυτό και τις έβρισκε τόσο γοητευτικές.
Κι όμως η γυναίκα που καθόταν στην καρέκλα τον είχε προσέξει. Δεν ήταν από αυτούς που περνούν απαρατήρητοι. Κομψός ωραίος αλλά και με έναν απροσδιόριστο "αέρα". Τον είχε προσέξει και είχε θαυμάσει τις γνώσεις και τη ρητορική του όταν μιλούσε. Υπέθετε πως ήταν κάποιος γόνος πλούσιας οικογένειας με σπουδές σε κάποιο από τα καλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου. Φαινόταν διαφορετικός απ όλους τους κυρίους που μαζεύτηκαν εκεί για το καθιερωμένο "χαρτάκι". Τον κοιτούσε κρυφά και διακριτικά. Θεωρούσε απαγορευμένο να κοιτάζει κάποιον που ούτε στο όνειρο θα ανταποκρινόταν στον έρωτα της. "Άλλη μια κρυφή αγάπη από μακριά" σκέφτηκε με απογοήτευση. "Ποιος θα κοιτάξει εμένα πια πέρασε η εποχή μου και η πρώτη νιότη μου". Ένιωθε η ντροπή της οικογένειας. Η "γεροντοκόρη". Τα λεφτά που ξόδεψαν για το Αρσάκειο και για το κολλέγιο πήγαν χαμένα. Όλα ήταν για να μάθει "τρόπους" να μπει σε σαλόνια και να κάνει έναν καλό γάμο. Αλλά τα χρόνια πέρασαν και μαράθηκε όπως έλεγε ο αδερφός της. Δεν έπρεπε να κάνει όνειρα ούτε να έχει μεγάλες απαιτήσεις. Απογοητευμένη βγήκε στο μπαλκόνι για τσιγάρο. Με απαλές κινήσεις έβγαλε την ασημένια ταμπακιέρα και το μικρό στρογγυλό τασάκι από την τσάντα.
Ο Μάρκος την παρατηρούσε διακριτικά. Κάθε κίνηση της είχε αρχοντιά. Μία αληθινή κυρία. Δεν άντεξε και βγήκε κι εκείνος στο μπαλκόνι. Έπρεπε να προλάβει να της ανάψει το τσιγάρο. Να της πιάσει συζήτηση. Η γυναίκα τον κοίταζε με την άκρη του ματιού προσποιούμενη την αδιάφορη. Δεν πίστευε ότι θα μπορούσε να την προσέξει. Όμως "Κάποιο κουσούρι ή κάποιο μεγάλο ελάττωμα θα κουβαλάει για να με προσέξει" σκέφτηκε και θυμήθηκε τον αδερφό της που εδώ και χρόνια της έλεγε αυτή τη φράση ξανά και ξανά υπενθυμίζοντας της συνέχεια πως αφού δεν ήταν πια νέα και όμορφη για να ξεχωρίζει και να είναι περιζήτητη νύφη να μην έχει μεγάλες προσδοκίες. Την χαρακτήριζε συχνά σαν ποδοσφαιρική ομάδα που έπεσε στη Β Εθνική και μόνο κάποιος αντίστοιχης κατηγορίας με κάποιο φανερό ή κρυφό κουσούρι θα μπορούσε να την θέλει.
Εκεί στο μπαλκόνι έγιναν οι συστάσεις και ο Μάρκος πάγωσε ακούγοντας το όνομα της.
"Μίρκα Βενέτη". Τι σχέση να είχε άραγε με το Γρηγόρη Βενέτη τον αστυνόμο; Πριν προλάβει να ρωτήσει άκουσε το κουδούνι να χτυπά και είδε τον Γρηγόρη Βενέτη όρθιο μπροστά στην πόρτα.
"Με συγχωρείτε κυρίες και κύριοι αλλά είχαμε μια πολύ σοβαρή υπόθεση με μια σπείρα απατεώνων στο γραφείο και έπρεπε να μείνω μέχρι αργά" δικαιολογήθηκε ο αστυνόμος.
Ο Μάρκος σκέφτηκε να φύγει και να μην ξαναπατήσει σε κείνο το σπίτι. Αλλά στη ζωή πρέπει να έχεις κανείς θάρρος και ποτέ να μην το βάζει στα πόδια. Αντίθετα να βλέπει ότι φοβάται κατάματα και να το αντιμετωπίζει αγέρωχα. Τι είχε να φοβηθεί τώρα πια που οι συνθήκες άλλαξαν;  Έμεινε στο μπαλκόνι με το τσιγάρο στο χέρι καρφώνοντας τα μάτια στον αστυνόμο. Ύστερα απευθυνόμενος στη Μίρκα ρώτησε:
"Τι τον έχεις τον αστυνόμο Βενέτη;".
"Αδερφός μου είναι. Αλλά φαίνεται να τον γνωρίζεις καλά. Πως και από πού τον ξέρεις;"
Πριν προλάβει να πάρει οποιαδήποτε απάντηση ο Γρηγόρης Βενέτης είχε έρθει προς το μέρος τους. Φορούσε στολή αλλά το βλοσυρό ύφος του αυστηρού αστυνόμου το είχε εγκαταλείψει και είχε το χαμόγελο ενός καλού φίλου από τα παλιά.
"Καλώς τον κύριο Χαλά! Τι κάνει η μητέρα σας; Τι κάνετε εσείς τώρα;"
"Είμαι μηχανικός στα καράβια. Φεύγω στα μέσα του άλλου μήνα για Ιαπωνία".
Ο Βενέτης τον αγκάλιασε φιλικά και του ομολόγησε την εκτίμηση που του είχε εδώ και χρόνια και την έκρυβε πίσω από το βλοσυρό ύφος όπως το απαιτούσε η θέση και ο ρόλος του.
"Όσο και αν σου φαίνεται απίστευτο σας εκτιμώ σαν άνθρωπο και πάντα σας εκτιμούσα"
Ο Μάρκος πιάστηκε από τη φράση του αυτή και θέλησε να διαπιστώσει το μέγεθος της εκτίμησης που τάχα του είχε ο αστυνόμος. Επιστράτευσε τις ικανότητες του στο σκάκι που έπαιζε τις ατέλειωτες πέτρινες ώρες της ζωής του για να κάνει μία κίνηση "ματ" στον αστυνόμο. Και μετά να μελετήσει τις αντιδράσεις του που ακόμα και αν ήταν άσχημες να έχει κάτι να διηγείται στη μητέρα και στα αδέρφια του σαν ανέκδοτο.
"Κύριε Βενέτη. Αν ζητούσα το χέρι της αδερφής σας για την κάνω γυναίκα μου θα δεχόσασταν; Αν θέλει κι εκείνη βέβαια και δεν είναι ήδη παντρεμένη".


Συγγραφέας: Μαρία Κόνιαρη - Σπουδάστρια Tabula Rasa

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου