Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Παρασκευή 19 Απριλίου 2019

"Οι νεραντζιές άργησαν ν' ανθίσουν" Μέρος γ, της Μάριας Κόνιαρη


Συνέχεια από το προηγούμενο... 

Ο Μάρκος έβαζε τα γυαλιά της πρεσβυωπίας χαμηλά στη μύτη του και ταξίδευε σε άλλους κόσμους ιδανικούς. Ήξερε ότι η Μίρκα φρόντιζε διακριτικά να κρατήσει ζωντανές τις κρυφές σελίδες της ζωής του. Μια επικοινωνία χωρίς λόγια υπήρχε μεταξύ τους και τη θεωρούσε πιο πολύτιμη από τα λόγια. Το άρωμα από το φαγητό έμοιαζε με σινιάλο ότι ήρθε η ώρα να καθίσουν στο τραπέζι.
Και τότε έριχνε κρυφές ματιές και την παρατηρούσε πως έτρωγε με πιρούνι και μαχαίρι και με μικρές τόσες δα μπουκίτσες σα να βρισκόταν σε επίσημο δείπνο με τη βασιλική οικογένεια στα ανάκτορα του Μπάκιγχαμ.
Απ όλες τις περιποιήσεις που του έκανε η Κυρία του που κάνουν ένα γάμο ευτυχισμένο μία τον συγκινούσε περισσότερο: Ο "Ριζοσπάστης" δίπλα στον πρωινό καφέ του. Όταν ερχόταν από ταξίδι έβρισκε μία στοίβα από την άλλοτε… απαγορευμένη εφημερίδα. Οι καιροί είχαν αλλάξει όπως ήταν κάπως παράξενο μια κυρία με ταγιέρ να ζητά από τον περιπτερά την επίμαχη εφημερίδα. Ρώτησε τον περιπτερά πολλές φορές αλλά εκείνος αρνιόταν κατηγορηματικά. Μόνο τσιμπιδάκια τσιγάρα και σοκολάτες  έπαιρνε η Μίρκα από το περίπτερο. Πολλές φορές σκέφτηκε να τη ρωτήσει. Όμως δεν είχε νόημα. Οι Κυρίες πρέπει να έχουν μυστήριο και ήταν κρίμα να το χαλάσει.
Η Μίρκα είχε και αυτή ένα μυστικό. Το Λευτέρη που έμενε στο διαμέρισμα ακριβώς από κάτω. Όταν τον συνάντησε στο ασανσέρ με μία στοίβα από τις κάποτε απαγορευμένες εφημερίδες αγκαλιά σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να είχε ένα παιδί στην ηλικία του. Του έπιασε συζήτηση και έμαθε ότι οι γονείς του είχαν σκοτωθεί σε τροχαίο και ήταν μόνος στον κόσμο. Θα γινόταν εκείνη κάτι σαν μαμά του. Του πήγαινε φαγητό ή γλυκό από αυτά που έφτιαχνε και μύριζε όλη η πολυκατοικία. Δεν είπε τίποτα στον άντρα της. Κάποτε θα του έκανε έκπληξη. Όταν κάποτε θα τη ρωτούσε από πού προμηθεύεται τις εφημερίδες. Θα είχαν και παιδί. Ο Μάρκος θα το αγαπούσε πιο πολύ αφού ήταν και ιδεολογικό παιδί του.
Μία μέρα όμως ο Μάρκος δεν ανταποκρίθηκε στο σινιάλο από το άρωμα των γεμιστών που κατέκλεισε όλη την πολυκατοικία. Η Μίρκα στάθηκε στην πόρτα. Τον είδε να βάζει το κοστούμι και τη γραβάτα του και μια καρφιτσούλα στο πέτο με ένα μικρό χρυσό σφυροδρέπανο. Σκέφτηκε να τον ρωτήσει που πάει αλλά την πρόλαβε.
"Συγνώμη καλή μου, αλλά οι παλαίμαχοι της Αντίστασης έχουν συγκέντρωση στου Χαραμή στην Τερψιθέα. Πρέπει να πάω!"
Η Μίρκα στάθηκε ακίνητη και λυπημένη. Αυτό το κομμάτι της ζωής του το σεβόταν αλλά ποτέ δεν θα μπορούσε να το μοιραστεί μαζί του.
"Δεν πειράζει γλυκέ μου. Τα γεμιστά είναι πιο νόστιμα όταν κρυώνουν. Θα σε περιμένω το βράδυ γύρω στις εννιά να φάμε παρέα στο μπαλκόνι. Πιο ρομαντικά θα είναι".
Ο Μάρκος έδωσε ένα φιλί στη μεγάλη κυρία της ζωής του και έφυγε βιαστικός. Ένοιωθε τύψεις για το ψέμα, αλλά δεν ήθελε να της πει ότι θα πήγαινε στη μεγάλη διαδήλωση στο Σύνταγμα. Θα ανησυχούσε και δεν υπήρχε λόγος. Έφθασε στην ώρα του και ένοιωσε να γίνεται πάλι νέος κάτω από τις κόκκινες σημαίες. Από τα μεγάφωνα ακουγόταν το τραγούδι «Πάλι ξεκίνημα νέοι αγώνες οδηγοί της ελπίδας οι πρώτοι νεκροί" Για μια στιγμή ένοιωσε ντροπή που ήταν ακόμα στη ζωή, που παντρεύτηκε γέρασε και κατά κάποιον τρόπο συμβιβάστηκε. Αναζήτησε στο πλήθος κάποιον από τους παλιούς συντρόφους αλλά διαπίστωσε ότι βρισκόταν ανάμεσα σε άτομα πολύ νεαρής ηλικίας. Ανάμεσα στο πλήθος διέκρινε την ανιψιά του τη Ζωή να κρατάει την κόκκινη σημαία με το σφυροδρέπανο και να φωνάζει συνθήματα. Είχε πάντα μία φλόγα στα μάτια και δεν φοβόταν να πει πράγματα που εξόργιζαν τους μεγάλους ενώ στα συγγενικά σπίτια επικρατούσε η "συνομωσία της σιωπής". Ήθελε να τρέξει να της μιλήσει. Αλλά τι να έλεγε; Πως να μιλούσε για τις σελίδες της ζωής του που κάηκαν ένα βράδυ σε κάποιο νταμάρι στο Κορωπί;
Σκέφτηκε να φύγει από την πορεία σαν κυνηγημένος, αλλά όσα χρόνια και αν πέρασαν δεν έχασε εκείνο το θάρρος που τον χαρακτήριζε από την πρώτη του νιότη. Πήγε στο μέρος που ήταν η Ζωή και ρώτησε κάποιο νεαρό που είναι το μπλοκ των παλαίμαχων της Εθνικής Αντίστασης. Η Ζωή τον πρόσεξε. Πήγε κοντά του και τον αγκάλιασε συγκινημένη και απευθυνόμενη στα άλλα παιδιά της παρέας είπε:
"Έχω την τιμή να σας παρουσιάσω το θείο μου, τον θαλασσομάχο καπετάν Διαμαντή του ΕΛΑΝ".
Τα εικοσάχρονα παιδιά τον περικύκλωσαν και τον κοιτούσαν με ένα βλέμμα γεμάτο ενθουσιασμό. Παιδιά δεν είχε αλλά για μια στιγμή ένοιωσε ότι είχε πολλά. Η Ζωή και η φίλοι της ήταν ίσως κάτι περισσότερο από παιδιά του. Αλλά πως ήξερε η Ζωή τις καμένες σελίδες της ιστορίας του αφού όλη η οικογένεια και εκείνος μαζί είχαν δώσει όρκο σιωπής; Πως ήξερε ακόμα και το ψευδώνυμο του "Καπετάν Διαμαντής".
"Τα ξέρω όλα θείε Μάρκο. Ήσουν και συ μέσα στους ήρωες που θαυμάζω και μου δείχνουν το δρόμο".
"Πως το έμαθες; Ζωή; Είχαμε συμφωνήσει στην οικογένεια να κρατήσουμε όλοι το στόμα μας κλειστό".
"Έμαθαν οι γονείς ότι πηγαίνω σε διαδηλώσεις. Έτσι μίλησαν για όλα όσα πέρασες για να φοβηθώ. Αλλά εγώ δεν φοβάμαι. Είχα σκοπό να έρθω να σε βρω σπίτι και να μιλήσουμε αλλά με πρόλαβες".
"Έλα σπίτι να φάμε και να τα πούμε. Η θεία Μίρκα έχει φτιάξει γεμιστά που σου αρέσουν".
"Έχουμε πολλά να πούμε θείε Μάρκο. Αλλά πάμε τώρα στο σημείο της πορείας που συγκεντρώνονται οι αγωνιστές της Αντίστασης". Εκείνη τη στιγμή είδε από μακριά ένα αγόρι που της άρεσε πολύ και της είχε πει ότι έμενε στο κάτω διαμέρισμα στην ίδια πολυκατοικία που έμεναν και οι θείοι της. Δεν θα άφηνε την ευκαιρία να πάει χαμένη και συνέχισε "Κοίτα εκεί θείε! Ο Λευτέρης που μένει κάτω από σας. Τον ξέρεις;"
Τον είχε δει τυχαία πολλές φορές στο ασανσέρ και στη γειτονιά, αλλά δεν είχαν ανταλλάξει κουβέντες ούτε ήξερε την πολιτική του τοποθέτηση. Τον ήξερε όμως η Μίρκα που τα τελευταία χρόνια τον περίμενε κάθε πρωί την ίδια ώρα για την "εφημερίδα".
Η Μίρκα μάζεψε από τον καναπέ την εφημερίδα και διάβασε το κάλεσμα για την πορεία ενάντια στις αμερικανικές βάσεις και τα πυρηνικά. Της είχε πει ψέματα αλλά τι σημασία είχε; Βγήκε στο μπαλκόνι και άναψε τσιγάρο. Ανησυχούσε μην πέσει ξύλο, δακρυγόνα ή μη βρεθεί πάλι σε κάποια φυλακή. Φοβόταν πολύ αυτές τις διαδηλώσεις όπως όλοι οι "φιλήσυχοι" άνθρωποι της γενιάς της. Κατά βάθους όμως δεν ήθελε ένα φιλήσυχο ανθρωπάκι δίπλα της.
Το κουδούνι έκοψε τους συλλογισμούς της. "Ο Μάρκος έχει κλειδιά ποιος είναι τέτοια ώρα;" αναρωτήθηκε τρομαγμένη ενώ άνοιγε την πόρτα. Είδε το Μάρκο μαζί με την ανιψιά της τη Ζωή και τον Λευτέρη της. "Που βρέθηκαν όλοι μαζί;" αναρωτήθηκε ξανά.
"Μεγάλη κυρία της ζωής μου σου έχω μία έκπληξη. Η Ζωή και ο Λευτέρης που μένει από κάτω θα φάνε μαζί μας απόψε και όχι μόνο απόψε αλλά και πολλά βράδια".
"Ήταν και εκείνοι στη διαδήλωση! Κατάλαβα".
"Ούτε ένα ψέμα δεν μπορώ να πω γλυκιά μου χωρίς να το πιάσεις στον αέρα και μάθε ακόμα ότι η Ζωή και ο Λευτέρης είναι παιδιά μας".
"Τρελάθηκες τι είναι αυτά που λες;"
"Είναι ενήλικοι και μετά τα δεκαοχτώ τα παιδιά ανήκουν πλέον στον εαυτό τους. Μας αγαπάνε και οι δύο και θέλουν να περνάνε κάποιες ώρες μαζί μας". Κοίταξε το Λευτέρη με νόημα και συνέχισε: "Τον Λευτέρη τον ξέρεις καλά αφού κάθε πρωί σε περίμενε να σου δώσει την εφημερίδα μου… Σε ευχαριστώ ωραία μου κυρία που τόσα χρόνια με στήριζες σιωπηλά και διακριτικά χωρίς να πεις ούτε μία λέξη".
Ύστερα πήρε το λόγο η Ζωή.
"Και με τους δυο σας έχω να μοιραστώ πολλά πράγματα. Ένας μεγάλος έρωτας τόσο σπάνιος στην εποχή μας και τόσο πολύτιμος. Ένας έρωτας που αντέχει στο χρόνο. Θέλω να μάθω το μυστικό σας".
Όλοι μαζί πήγαν στο μπαλκόνι για το δείπνο. Άσπρα πέταλα από τις ανθισμένες νεραντζιές στόλισαν τυχαία το τραπέζι και σκορπούσαν το διακριτικό τους άρωμα. Καλό σημάδι. Μια ακόμα Άνοιξη στη ζωή τους.

Συγγραφέας: Μαρία Κόνιαρη - Σπουδάστρια Tabula Rasa

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου