Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Δευτέρα 1 Απριλίου 2019

"Η Κοκκινοσκουφίτσα, γιαγιά" της Σοφίας Ιωάννου


-Έλα γιαγιά, σε παρακαλώ. Αφού τα είπαμε τόσες φορές. Θα φορέσεις το παλτό σου και θα πάμε στο γιατρό. Δεν πρέπει να καθυστερήσουμε.


-Κι εγώ το είπα τόσες φορές. Δεν ξέρω ποια είσαι και τι θέλεις αλλά αυτό το γεροντίστικο παλτό δεν είναι δικό μου. Δεν μπορώ να φορέσω κάτι τόσο άσχημο.


-Γιαγιά επιτέλους...


-Πάψε να με λες γιαγιά! 

Καμία λέξη. Μόνο απογοήτευση και παράδοση στο πρόσωπο της νεαρής κοπέλας. Η γιαγιά συνεχίζει.


-Σε λίγο θα έρθει η μαμά μου και θα δεις. Έχω ένα υπέροχο κατακόκκινο παλτό, μια κάπα με μεταξωτή γυαλιστερή κουκούλα. Δώρο της γιαγιάς μου. Μόνο περίμενε και θα δεις.


-Εντάξει καλή μου, ηρέμησε. Θα περιμένουμε εδώ τη μαμά σου.


Η κοπέλα πηγαίνει στο δίπλα δωμάτιο και πιάνει το ακουστικό του τηλεφώνου. Πληκτρολογεί.


-Καλησπέρα γιατρέ. Ναι, η Γιασεμή είμαι. Δυστυχώς δεν θα μπορέσουμε να έρθουμε σήμερα. Η γιαγιά δεν είναι καλά. Ίσως την επόμενη εβδομάδα. Σας ευχαριστώ. Καλό βράδυ.


Επιστρέφει στο δωμάτιο με βήμα βαρύ. Μοιάζει πολύ μεγαλύτερη από είκοσι πέντε χρονών.


-Γιασεμή μου, λουλούδι μου, πότε ήρθες; Έλα καλή μου, έλα να φάμε μαζί. Έχω φτιάξει κοτόπουλο με πατάτες που σου αρέσει.


Η γιαγιά σηκώνεται σαν να είναι είκοσι χρονών και με γοργά βήματα κατευθύνεται στην κουζίνα.


-Γιαγιά μου, με αναγνωρίζεις; Όλα καλά;


-Σε καλό σου παιδί μου, τι λόγια είναι αυτά;  Είναι ποτέ δυνατόν να ξεχάσω εσένα;


Την κοιτάζει μέσα στα μάτια με μια αδιόρατη θλίψη και την κρατάει αγκαλιά σφιχτά, ίσως πιο σφιχτά από το κανονικό.


-Έλα, κάτσε να τα πούμε αγάπη μου. Τι έγινε σήμερα; Πως τα πήγες στη δουλειά;


-Ξέρεις σήμερα ετοίμασα κάτι καινούρια σχέδια. Τα κτίρια που θα φτιάξουμε είναι…


Μιλούσε η Γιασεμή και ήταν σαν να άκουγε την ίδια της τη φωνή  από μακριά. Με την άκρη του ματιού της έπιασε τη φωτογραφία της μητέρας της με το καντηλάκι από κάτω. Και δίπλα το βάζο γεμάτο με φρεσκοκομμένα λουλούδια. 5 Νοεμβρίου. Δεν υπήρχε περίπτωση να το ξεχάσει η γιαγιά.

 
-Πήγες στο νεκροταφείο, σήμερα. Έτσι δεν είναι γιαγιά;


Εκείνη κατεβάζει το κεφάλι σιωπηλή.


-Σου έχω πει να μη βγαίνεις μόνη σου έξω. Θα πηγαίναμε μαζί στο νεκροταφείο. Μπορεί να χαθείς και να μη θυμάσαι πώς να γυρίσεις.


-Να μη θυμάμαι... εγώ; Μακάρι να μπορούσα να ξεχάσω.


-Και τι θα γίνει αν κάποιος σου επιτεθεί; Υπάρχουν τόσοι κακοί εκεί έξω.


-Τόσοι κακοί, ε; Όπως… Όπως ο κακός ο λύκος;


Η γιαγιά χαμηλώνει για μια στιγμή τα μάτια, κι έπειτα με ένα βλέμμα που δεν ταιριάζει στην ηλικία της καρφώνει την εγγονή της.  Το κορμί της καμπουριάζει και μαζεύεται σαν πληγωμένο πουλί. Ψιθυρίζει ικετευτικά :


-Δεν τον θέλω μαμά. Δεν τον θέλω τον κυνηγό. Είμαι πολύ μικρή κι αυτός είναι μεγάλος. Μη με δίνεις σε αυτόν. Σε παρακαλώ, μαμά, μη με διώξεις. Δεν θα κάνω άλλο παρέα με τον κακό το λύκο, στο υπόσχομαι. 


Κλαίει σπαραχτικά. Η Γιασεμή νιώθει τον πόνο μέχρι τα μύχια της ψυχής της. Την πιάνει σφιχτά από τους ώμους.


-Όχι, αγάπη μου όχι. Πώς είναι δυνατόν να θέλω να σε διώξω.


Απλώνει τις φτερούγες γύρω απ τη γιαγιά, που χάνεται μέσα στην αγκαλιά της.


-Μην κλαις καλή μου. Η μαμά είναι εδώ.


Την οδηγεί στο κρεβάτι, της φοράει τρυφερά τη νυχτικιά και ξαπλώνει δίπλα της. Τραγουδάει απαλά. Το ίδιο εκείνο τραγούδι που της τραγουδούσε για χρόνια η γιαγιά:

Δεν έκανα ταξίδια μακρινά, τα χρόνια μου είχαν ρίζες, ήταν δέντρα...

Το πρόσωπο της γιαγιάς επιτέλους γαληνεύει. Ονειρεύεται. Βλέπει το λύκο τον κακό. Τον παρακαλά να έρθει να την πάρει πριν εμφανιστεί ο καλός κι ευγενικός κυνηγός. Να την πάρει πριν γίνει ο θάνατος συντροφιά της. Να την πάρει τώρα, πριν χρειαστεί να ξεχάσει.

                                                                              

Στη γιαγιά μου

Συγγραφέας: Σοφία Ιωάννου - Σπουδάστρια Tabula Rasa

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου