Συνέχεια από το προηγούμενο...
Ο αστυνόμος έμεινε να το κοιτάζει ακίνητος και ανέκφραστος ενώ μέσα του ήθελε να πετάξει από τη χαρά του. Ο άνθρωπος με το "κουσούρι" όπως έλεγε είχε βρεθεί και τον είχε μπροστά του. Αυτό το κουσούρι είχε γίνει τόσο μικρό και ανεπαίσθητο εκείνη την ώρα και θα μπορούσε να το κλειδώσει σε κάποιο συρτάρι του χρόνου ή ακόμα και να το κάψει χωρίς κανείς να πάρει είδηση. Ο Μάρκος Χαλάς ήταν γι αυτόν ένα δώρο που έφερε αυτή η Άνοιξη. Με δυσκολία συγκρατούσε τη χαρά του.
Ο αστυνόμος έμεινε να το κοιτάζει ακίνητος και ανέκφραστος ενώ μέσα του ήθελε να πετάξει από τη χαρά του. Ο άνθρωπος με το "κουσούρι" όπως έλεγε είχε βρεθεί και τον είχε μπροστά του. Αυτό το κουσούρι είχε γίνει τόσο μικρό και ανεπαίσθητο εκείνη την ώρα και θα μπορούσε να το κλειδώσει σε κάποιο συρτάρι του χρόνου ή ακόμα και να το κάψει χωρίς κανείς να πάρει είδηση. Ο Μάρκος Χαλάς ήταν γι αυτόν ένα δώρο που έφερε αυτή η Άνοιξη. Με δυσκολία συγκρατούσε τη χαρά του.
"Παντρεμένη δεν είναι, αλλά επειδή μας ξαφνιάσατε
με την πρότασή σας να μας επιτρέψετε ένα σύντομο οικογενειακό συμβούλιο".
Ο Μάρκος είδε τον
αστυνόμο να απομακρύνεται με την αδερφή του. Από μακριά θαύμαζε με την ησυχία
του την καλλίγραμμη ψιλόλιγνη σιλουέτα της, το κομψό ντύσιμο με το λευκό
ταγιέρ. "Που ξέρεις μπορεί να είναι η δική μου κυρία στο πλευρό μου" σκέφτηκε
και ένιωσε σα να ζούσε μέσα σε όνειρο. Σε μια στιγμή την είδε να γουρλώνει τα
μάτια σαν να άκουγε ένα φοβερό μυστικό. "Αυτό ήταν! Ο αδερφός της είπε την
ιστορία μου και η κυρία τρόμαξε. Έτσι τρομάζουν οι κυρίες όταν ακούνε για…
Πάει το όνειρο πέταξε" σκέφτηκε. Ύστερα τους είδε να έρχονται προς το μέρος
του για να του ανακοινώσουν την απόφαση. Ο αστυνόμος πήρε κατ ιδίαν το Μάρκο, για
μια βόλτα στον κήπο, αφήνοντας τη Μίρκα στο μπαλκόνι να καπνίζει το ένα τσιγάρο
πίσω από το άλλο κάπως νευρικά μετά από την έκπληξη που είχε δεχθεί από τον
μυστηριώδη τρελό άγνωστο.
"Η Μίρκα σε θέλει για
σύζυγο, αν και τρόμαξε λίγο όταν έμαθε τα γνωστά… τα οποία γνωστά σε λίγες
μέρες θα διαγραφούν σαν να μην έγιναν ποτέ". Περπατούσαν ανάμεσα στις ανθισμένες
νεραντζιές σαν παλιοί καλοί φίλοι και σε μια στιγμή του εκμυστηρεύτηκε ότι η
Μίρκα πέρασε την ηλικία που οι γυναίκες τεκνοποιούν και δεν θα μπορούσε να του
προσφέρει παιδί. Τότε ο Μάρκος με το ίδιο αγέρωχο ύφος είπε.
"Μου αρέσει και τη
θέλω. Δεν με ενδιαφέρει αν κάνει παιδιά. Αφού ξέρεις αστυνόμε ότι εγώ δεν
σκέφτομαι σαν τους μικροαστούς που συναναστρέφεσαι Δεν ξέρω όμως αν
προλαβαίνουμε να γίνει ο γάμος γρήγορα και να την πάρω μαζί μου. Όπως σου είπα
φεύγω για Ιαπωνία".
"Γι' αυτό πάντα μου
άρεσες, θυμάμαι εκείνη τη μέρα που στάθηκες περήφανος και γενναίος μπροστά στο
ενδεχόμενο της εκτέλεσης. Δεν υπέγραψες δήλωση ούτε μπροστά σε αυτό τον
κίνδυνο. Εύγε παλληκάρι" είπε δίνοντας του το χέρι.
"Με ξαφνιάζεις
αστυνόμε, σε ήξερα για εξολοθρευτή κομμουνιστών" αστειεύτηκε ο Μάρκος.
"Ναι είμαι πάντα
πολέμιος του κομμουνισμού και τον θεωρώ μάστιγα και καταραμένη ιδεολογία. Όμως
αγαπώ τους ανθρώπους. Θα σου εκμυστηρευτώ κάτι. Εγώ σε γλύτωσα από το απόσπασμα.
Όχι δε στο λέω για να μου έχεις υποχρέωση. Δεν σε ήξερα. Σε γλίτωσα επειδή
είσαι ο γιος του Καπετάν Κωνσταντή Χαλά. Του ήρωα που έπεσε στη θάλασσα
τελευταίος στο ναυάγιο του 42 έξω από τη Νέα Υόρκη και θυσιάστηκε για να σώσει
το πλήρωμα. Ήσουν ο πρωτότοκος και προστάτης της οικογένειας. Πάνω από
ιδεολογίες και μίση έχω το σεβασμό για τους ήρωες και κυρίως για τους ναυτικούς
που θαλασσοπνίγονται"
"Που τα ξέρεις όλα αυτά
αστυνόμε;"
"Να με λες Γρηγόρη.
Έχεις πολύ χοντρό φάκελο στην ασφάλεια. Έψαξα και βρήκα πολλά για σένα. Ξέρω
ακόμα ότι ανήκεις στη δική μας τάξη".
"Όχι πια. Μας τα φάγανε
όλα οι μαυραγορίτες για ένα τενεκέ λάδι και ένα γουρουνίσιο μπούτι. Αυτοί είναι
τώρα πλούσιοι και εμάς διωκόμενοι και καταδικασμένοι να σαπίζουμε στις φυλακές
και τα ξερονήσια. Το θεωρείς δίκαιο αυτό;"
"Εξακολουθείς να
ανήκεις στην τάξη μας. Έχεις την αρχοντιά που δεν κρύβεται όσο και αν
προσπαθήσεις. Σε δίδαξε η μητέρα σου που ήταν και εκείνη μια αρχόντισσα ακόμα
και μετά τα απανωτά χτυπήματα της μοίρας. Όσο για τα άλλα που λες για τους
μαυραγορίτες και τους δοσίλογους σηκώνει μεγάλη συζήτηση. Έχουμε καιρό να τα
πούμε όλα αυτά τις κρύες νύχτες του χειμώνα δίπλα στο τζάκι όταν θα ψήνουμε
λουκάνικα και παϊδάκια". Ο Γρηγόρης χάιδεψε τη κάπως φουσκωμένη από την
καλοπέραση κοιλιά του ρίχνοντας μια κλεφτή ματιά στο υπέροχο σώμα του Μάρκου
και συνέχισε "Τώρα αδερφέ μου πάμε να ανακοινώσουμε τους αρραβώνες σας".
Ο Μάρκος φόρεσε στη Μίρκα
το δικό του δαχτυλίδι που του είχε δώσει ο πατέρας του πριν φύγει για το
μοιραίο ταξίδι. Ο γάμος κανονίστηκε για την επόμενη Κυριακή.
Ο αστυνόμος Γρηγόρης
Βενέτης έτρεξε στο γραφείο του. Πήρε προσεκτικά το φάκελο του Μάρκου και τον
έκαψε σε ένα νταμάρι στο Κορωπί.
Ο αέρας πήρε τα
αποκαΐδια και τα σκόρπισε στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα.
Δεν τον ένοιαζε για τη
θέση και τα γαλόνια του. Άλλωστε δεν συμφωνούσε καθόλου με τις διώξεις και τις
εκτελέσεις των κομμουνιστών. Θεωρούσε μεγαλύτερη ντροπή να έχει μια αδερφή
ανύπαντρη παρά να είναι παντρεμένη με έναν άντρα "στιγματισμένο". Οι
ζοφερές εποχές είχαν περάσει και το στίγμα ξεθώριαζε. Τουλάχιστον στις
συνειδήσεις των ανθρώπων που ήθελαν να κοιτάξουν λίγο τον εαυτό τους και να
χαρούν τα καλούδια του "πολιτισμού" που ερχόταν καλπάζοντας και βυθισμένοι
στους καναπέδες τους να βλέπουν τη Λάσυ και τον Μπάρμπα Μυτούση από την
τηλεόραση.
Κι όμως ο αστυνόμος τον
είχε εκτιμήσει στ αλήθεια. Αψηφούσε το χρήμα και το θάνατο και ήταν παλληκάρι.
Όσο για κείνες τις σελίδες της ζωής του που έκαψε εκείνο το βράδυ θα τις
ξεχνούσε μια μέρα κι ο ίδιος καθισμένος σε μια βολική πολυθρόνα και
αγναντεύοντας τη θάλασσα. Απλά και σιγά σιγά χωρίς να πιεστεί να υπογράψει
δήλωση μετάνοιας.
Ο γάμος έγινε σε στενό
κύκλο χωρίς γλέντια και δεξιώσεις. Η Μίρκα φορούσε ένα λευκό ταγιέρ από δαντέλα
αντί νυφικού. Άνθη νεραντζιάς πλεγμένα στα μαλλιά της έδιναν τη μοναδική
γαμήλια πινελιά στην εμφάνισή της. Ήταν ευτυχισμένη στο πλευρό ενός πολύ ωραίου
άντρα που την αγαπούσε και την κοιτούσε στα μάτια. Περίμενε να γνωρίσει χώρες
μακρινές στο πλευρό του που μόνο σε καρτ ποστάλ έβλεπε μέχρι εκείνη την ώρα. Όσο
για το «κουσούρι» το είχε αγαπήσει και αυτό. Χωρίς αυτό δεν θα ήταν άντρας της
. Θα είχε ήδη παντρευτεί και θα είχε μια ευτυχισμένη οικογένεια με μεγάλα
παιδιά.
Τα γεγονότα που
ακολούθησαν βρήκαν το Μάρκο και τη Μίρκα εν πλω. Ο Μάρκος έμαθε τα νέα για τη
δικτατορία στην Ελλάδα με κάποιες μέρες καθυστέρηση και πεταγόταν από εφιάλτες
τα βράδια στην κουκέτα του. Ήθελε να βρίσκεται μαζί με το λαό να αποτρέψει τα
γεγονότα να οργανώσει αντίσταση και ας πήγαινε και πάλι φυλακή ή εξορία μαζί με
τους συντρόφους. Είχε ένα ιδανικό να ζει και να πεθαίνει γι αυτό. Ονειρεύτηκε
έναν καλύτερο κόσμο χωρίς εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενους και αυτό ήταν πιο
δυνατό από τον έρωτα που ένιωθε για τη ντελικάτη Μίρκα του, που κοιμόταν σαν
"πουλάκι" δίπλα του.
Στην Αθήνα ο αστυνόμος
Βενέτης χρησιμοποιούσε στο έπακρο τις γνωριμίες του για να μην παραμένει ο
γαμπρός του για μεγάλο χρονικό διάστημα στην Ελλάδα και να έχει πάντα
δελεαστικές προτάσεις για μακρινά ταξίδια. Η Μίρκα άλλοτε τον περίμενε
καρτερικά και άλλοτε ταξίδευε μαζί του. Σε κάθε περίπτωση ένοιωθε απέραντα
ευτυχισμένη και ευγνωμονούσε την καλή της τύχη.
Η εποχή των μεγάλων ταξιδιών κράτησε όσο και η
δικτατορία. Μετά ο Μάρκος μπορούσε να χαρεί κάποια διαστήματα ήρεμης
οικογενειακής ζωής μαζί με τη μεγάλη κυρία της ζωής του, με τους συγγενείς και
τους φίλους τους Η Μίρκα μαγείρευε στην κουζίνα και ο Μάρκος που μια ζωή πάλευε
με τα άγρια κύματα έμοιαζε να βουλιάζει στο πουπουλένιο μαξιλάρι μιας
αναπαυτικής πολυθρόνας και να "ναυαγεί" σε πελάγη ευτυχίας. Όπως
έλεγε ο αστυνόμος Βενέτης, που πάντα πίστευε ότι η θαλπωρή έχει μεγαλύτερη
δύναμη από τα βασανιστήρια στο να αλλάζει τα μυαλά και τις συνειδήσεις. Όμως
μια μικρή φλογίτσα ήταν πάντα αναμμένη μέσα του και η Κυρία του τη συντηρούσε
με σεβασμό έχοντας την εντύπωση ότι αυτή η ίδια φλογίτσα ζέσταινε τη σχέση
τους.
Τα πρωινά η Μίρκα ξυπνούσε νωρίς και περίμενε τον ταχυδρόμο να της παραδώσει στα χέρια την αλληλογραφία του. Ανάμεσα στα γράμματα και εκείνα από συλλόγους Αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης ή από παλιούς συντρόφους που κρατούσε ακόμα επαφή. Έπαιρνε την αλληλογραφία, την έβαζε στο καλάθι με τα ψώνια και την ακουμπούσε διακριτικά στον αυστηρά προσωπικό του χώρο μαζί με την κάποτε "απαγορευμένη" εφημερίδα. Ύστερα αποσυρόταν σιωπηλά στο βασίλειο της κουζίνας της για να ετοιμάσει το φαγητό που του άρεσε.
Τα πρωινά η Μίρκα ξυπνούσε νωρίς και περίμενε τον ταχυδρόμο να της παραδώσει στα χέρια την αλληλογραφία του. Ανάμεσα στα γράμματα και εκείνα από συλλόγους Αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης ή από παλιούς συντρόφους που κρατούσε ακόμα επαφή. Έπαιρνε την αλληλογραφία, την έβαζε στο καλάθι με τα ψώνια και την ακουμπούσε διακριτικά στον αυστηρά προσωπικό του χώρο μαζί με την κάποτε "απαγορευμένη" εφημερίδα. Ύστερα αποσυρόταν σιωπηλά στο βασίλειο της κουζίνας της για να ετοιμάσει το φαγητό που του άρεσε.
Συγγραφέας: Μαρία Κόνιαρη - Σπουδάστρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου