Σ’ ένα ξέφωτο του δάσους,
υπήρχε ένα σπιτάκι που ζούσε η Κικίκο με την οικογένειά της. Οι γονείς της,
φρόντιζαν το μικρό τους ευγενικό κοριτσάκι και του έδιναν να τρώει τα πιο
υγιεινά φαγητά. Στην αυλή τους, είχαν μερικές κοτούλες που κάθε μέρα τους
έδιναν φρέσκα αυγουλάκια και μία αγελάδα με το πιο δυναμωτικό γάλα της
επαρχίας. Αυτήν την αγελάδα, τους την χάρισε η θεία της όταν γεννήθηκε η Κικίκο
και είχε ένα περίεργο χρώμα! Είχε το χρώμα του ουρανού. Ναι, ήταν γαλάζια! Και το
γάλα της δεν ήταν και τόσο άσπρο, όπως όλα τα γάλατα του κόσμου, ήταν και αυτό
γαλάζιο! Το μοναδικό γαλάζιο γάλα του κόσμου. Η μητέρα έφτιαχνε με αυτό τις πιο
μοσχομυριστές γαλάζιες κρεμούλες και τις στόλιζαν με γαλάζια λουλουδάκια από τον
κήπο.
Και όπως μπορείτε να
φανταστείτε τώρα, όποιος έπινε αυτό το γάλα, τα ρούχα, τα παπούτσια και τα
παιχνίδια του γινόταν και αυτά όλα… γαλάζια.
Κάθε πρωί η Κικίκο με την
μητέρα της πήγαιναν να αρμέξουν τη Γαλαζού όπως την έλεγαν για να πάρουν το πολύτιμο
γαλάζιο γάλα και να το πουλήσουν. Γέμιζαν τις στάμνες και τις πήγαιναν στην
αγορά. Κάθε μέρα όμως αντιμετώπιζαν το ίδιο πρόβλημα. Κανένας παντοπώλης δεν
ήθελε να το αγοράσει, γιατί κανένας χωριάτης δεν το έπινε!
-Πιες το κανακάρη μου, πιες το
πασάκα μου, έλεγαν όλες οι μανάδες τα αγόρια τους.
-Δεν μ’ αρέσει! Γκραν... και με
μια κίνηση πετούσαν όλη την κούπα με το γάλα κάτω.
Κανένας λοιπόν δεν ήθελε να
πιεί το γαλάζιο γαλατάκι της Γαλαζούς και οι παντοπώληδες αρνιόταν να το πάρουν
για εμπόρευμα. Η μητέρα της Κικίκος παρακαλούσε να της το αγοράσουν για λίγα
φράγκα, αλλά μάταια. Η δύστυχη χρειαζόταν χρήματα για να μεγαλώσει το μονάκριβο
κοριτσάκι αλλά δεν της τα έδινε κανένας! Έτσι έπαιρναν το δρόμο της επιστροφής
με γεμάτες τις στάμνες και τις τσέπες άδειες. Ευτυχώς όμως, κατά το δείλι,
κάποια άγνωστη γριούλα ερχόταν και αγόραζε το γάλα χωρίς όμως να αναφέρει από
πού είναι και που το πάει.
-Ο Θεός σε στέλνει κυρά μου, ο
Θεός, για να με βοηθάς να μεγαλώσω έστω και φτωχικά την
κόρη μου. Μόνο εσύ
αγοράζεις το γάλα μας. Αρέσει στα παιδάκια σου; ρωτούσε η κυρά.
- Θα περάσω και αύριο,
καληνύχτα… έλεγε μόνο η γριά χωρίς να θέλει να απαντήσει στη μητέρα της
Κικίκος.
Στο χωριό όλοι κορόιδευαν την
Κικίκο γιατί εκτός από το γαλάζιο φόρεμα, τα παπούτσια και τις κάλτσες, στις
πλάτες της έπεφταν δυο μακριές γαλάζιες κοτσίδες. Ο κουρέας, ο αστυνόμος και ο
δάσκαλος όλο την φώναζαν και την έλεγαν πως πρέπει να βγάλει από επάνω της όλα
αυτά τα γαλάζια!
-Μα πως είναι δυνατόν, δεν
μπορώ, δεν γίνεται, τους έλεγε η Κικίκο και μικρά γαλάζια δάκρυα έπεφταν από τα
μάτια της.
Ο καιρός πέρασε, μα στο χωριό
έμειναν όλα ίδια. Ήρθε άνοιξη και η Κικίκο έπαιζε μόνη στην αυλή του σπιτιού
της. Έπλεκε στεφάνια με τα ουράνια λουλούδια όπως τα έλεγε και χόρευε ξυπόλητη
στα γαλάζια χορταράκια του κήπου. Η Γαλαζού συνέχιζε να δίνει το πιο γαλαζωπό
γάλα του κόσμου και να κάνει την Κικίκο το πιο χαρούμενο παιδί του κόσμου. Δεν
είχαν καμία σημασία τα παλιά και ξεφτισμένα πασουμάκια της που τα φορούσε από
τον περασμένο χειμώνα. Για αυτήν σημασία είχε μόνο η ευτυχία που ένιωθε στο
σπίτι της και μέσα στην καρδιά της. Τι και αν δεν την έκανε κανείς παρέα; Αυτή
είχε την Γαλαζού!
Πέρασε και άλλο ο καιρός και η
πολιτεία συνέχισε να κοιμάται κάτω από τον ίδιο ουρανό. Εκείνη η γριούλα
έπαιρνε κάθε μέρα το γάλα της Γαλαζούς από την μητέρα της Κικίκος και τάιζε με
αυτό την κόρη του βασιλιά από τη μακρινή επαρχία. Όλο το βασίλειο είχε αρχίσει
και αυτό σιγά σιγά να παίρνει το γαλαζωπό
χρώμα από το γάλα της Γαλαζούς. Η
μικρή πριγκίπισσα φορώντας το χρυσοκεντημένο γαλάζιο φόρεμα της, έπινε κάθε
πρωί το γαλάζιο γάλα της στην πορσελάνινη κεντημένη με γαλάζια ανθάκια κούπα
της. Ο πατέρας της, της πρότεινε μια μέρα να ταξιδέψουν στα λιβάδια της επαρχίας
για να γνωρίσει η μικρή την όμορφη φύση.
Ήταν απόγευμα όταν έφτασαν στο
χωριό της Κικίκος και όλους τους χωριάτες τους περίμενε μια έκπληξη.
- Μα πώς έγινε έτσι η
φτωχή Κικίκο; έλεγαν όλοι απορημένοι.
- Αυτή μεταμορφώθηκε σε μια
πριγκίπισσα, ψιθύριζε ο ένας στο αυτί του άλλου.
- Μα για ποια Κικίκο μιλάτε,
απόρησε ο υπήκοος! Αυτή είναι η ξακουστή Γαλαζουβέτ, κόρη του μεγάλου βασιλιά
Ντε λα Κουάν!
- Μα είναι γαλάζια σαν την
Κικίκο! Έχουν ίδια γαλαζωπά μαλλιά, φόρεμα και γοβάκια!
-Τα σέβη μας πριγκίπισσα
Γαλαζουβέτ, τα σέβη μας, είπαν όλοι οι χωρικοί σκύβοντας στα γόνατα,
ακουμπώντας το κεφάλι τους στο πάτωμα από τη βαθιά υπόκλιση.
- Θα μπορούσατε να μας
εξηγήσετε την σπουδαία γαλάζια εμφάνιση σας; Ρώτησε ο πρόεδρος του χωριού.
Η Γαλαζουβέτ εξήγησε για το γαλάζιο γάλα που
της έφερνε η παραμάνα της και έπινε κάθε μέρα από μικρή στο παλάτι. Αμέσως οι
χωρικοί τότε κατάλαβαν πως πρόκειται για το γάλα της Γαλαζούς! Ήταν η μόνη
αγελάδα με αυτό το σπάνιο γάλα.
Από την επόμενη ημέρα κιόλας το
γάλα της Γαλαζούς έγινε περιζήτητο , όλοι οι χωριάτες ζητούσαν να αγοράσουν το
περίφημο αυτό γάλα που έπινε η μικρή πριγκίπισσα Γαλαζουβέτ.
Όλο το χωριό έπινε με μανία το
γαλάζιο γάλα της Γαλαζούς και έτσι έγινε γαλαζοαίματο! Τώρα, άμα θέλετε να
μάθετε το τυχερό της Κικίκος δεν έχετε
παρά μόνο να περάσετε μια βόλτα από το σπίτι της να την δείτε να χορεύει με τα καινούρια της γαλάζια γοβάκια. Και μη
ξεχάσετε να περάσετε και από το στάβλο να δείτε το στέμμα της Γαλαζούς με τα
πολύτιμα γαλάζια διαμάντια του!
Συγγραφέας: Κορνηλία Πετράκη - Σπουδάστρια Tabula Rasa