Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Δευτέρα 24 Μαΐου 2021

«Ο κύβος ερρίφθη” της Εύας Κουλιαρίδου, Μέρος α’

Είναι δύο το πρωί και στο γνωστό underground night club γίνεται χαμός. Η μουσική δυνατά και ο κόσμος χορεύει σαν φιγούρες που καίγονται. Μια ομάδα δέκα ατόμων εισβάλουν στον χώρο. Δεν είναι άνθρωποι, είναι βρικόλακες και σε λίγη ώρα ο χώρος θα μετατραπεί σε λουτρό αίματος. Μοιάζουν με φυσιολογικούς ανθρώπους αλλά όταν μετατρέπονται σε μοχθηρά πλάσματα τα χαρακτηριστικά τους αγριεύουν, οι φλέβες πετάγονται και οι κυνόδοντες πετάγονται. Μια δύναμη τους είναι να υπνωτίζουν τα «θύματα» τους κοιτώντας τους κατάματα και ένας από αυτούς υπνωτίζει τον πορτιέρη έτσι ώστε να κλειδώσει τις πόρτες και οι υπόλοιποι ξεχύνονται πάνω στους ανθρώπους. Ο ήχος της μουσικής αντικαθίσταται από ουρλιαχτά και κορμιά που τρέχουν πανικόβλητα αλλά πουθενά διαφυγή. Οι βρικόλακες ξεσκίζουν τους λαιμούς των ανυπεράσπιστών θυμάτων, αίματα πετάγονται παντού. Ένας από τους βρικόλακες δίνει εντολή να μη ρουφήξουν το αίμα μέχρι τέλους σε κάποιους διότι θα τους θελήσει ο αρχηγός.  Τούς δίνουν να πιούν από το ίδιο τους το αίμα και έπειτα τους σκοτώνουν έτσι ώστε να τους μετατρέψουν σε βρικόλακες.

Έξω από την υπόγεια στοά βρίσκεται ο Vincent ο οποίος ήρθε πριν από λίγο στην Ελλάδα με μοναδικό σκοπό να βρει τον αδερφό του Julien. O Vincent ντυμένος όπως πάντα με κουστούμι -ατσαλάκωτος- κατεβαίνει τα σκαλιά της στοάς αλλά πρωτίστως του βλέμμα του πέφτει στην αψίδα όπου είναι χαραγμένο ένα σύμβολο, ένα τρίγωνο όπου μέσα υπάρχει μία ημισέληνος και σε κάθε γωνία χαραγμένα τρία γράμματα O.T.C. Ξέρει πολύ καλά τι είναι αυτό, οι χειρότεροι φόβοι του επαληθεύονται. Το αντίπαλο τάγμα του Vincent, που θέλει παγκόσμια κυριαρχία και εναντιώνεται σε αυτό που πιστεύει το τάγμα του Vincent.

Υπάρχουν διάφορες πόρτες όπου κάποιοι χώροι είναι απλά αποθήκες αλλά κάνα δυο οδηγούν σε γνωστά underground nigh clubs. Από την μία πόρτα βγαίνει ένα βρικόλακας, δεν είναι δικός του, είναι του αντίπαλου τάγματος, ο οποίος κατευθύνεται κατά πάνω στον Vincent και παλεύουν. Από την άλλη πόρτα βγαίνει μια κοπέλα πανικόβλητη και μέσα στα αίματα, η Άννα -δημοσιογράφος- όπου έψαχνε την μητέρα της, προσπαθεί να τρέξει αλλά ένας βρικόλακας ορμάει με δύναμη πάνω της και δύο άλλοι φεύγουν στο βάθος της σήραγγας. Ο Vincent νομίζει ότι είδε τον αδερφό του και φωνάζει απελπισμένος τον όνομά του όσο παλεύει με τον βρικόλακα. Αντιλαμβάνεται ότι η κοπέλα κινδυνεύει, θεωρεί ότι είναι ένας αθώος άνθρωπος. Ο Vincent δεν τρέφεται πια από φρέσκο αίμα και εξολοθρεύει τον αντίπαλό του, ξεριζώνοντας την καρδιά του. Βάζει όλη την δύναμη του και χώνει το χέρι στο στήθος του μέχρι να του την ξεριζώσει και όταν γίνει αυτό ο βρικόλακας γίνεται στάχτη. Σώζει την Άννα και την αρπάζει για να βγούνε έξω από την σήραγγα. Το ένστικτο του Vincent του έλεγε ότι έπρεπε να κάνει το σωστό, να σώσει έναν αθώο άνθρωπο.

Την αρπάζει και με την γρήγορη ταχύτητα του απομακρύνονται αρκετά. Εκείνη είναι ζαλισμένη και λαχανιασμένη. Η Άννα μια πανέμορφη και έξυπνη κοπέλα που είχε τους προσωπικούς της λόγους να βρίσκεται σε αυτό το σημείο. Είναι πανικόβλητη κα αλαφιασμένη αλλά προσπαθεί να μείνει ήρεμη και συνειδητοποιημένη.

«Είσαι καλά;» ρωτάει ο Vincent την πανικόβλητη Άννα και της τονίζει ότι δεν θα της κάνει κακό και είναι ασφαλής τώρα.

«Τι είστε; Τι ήταν αυτό; Η μάνα μου που την έψαχνα ήταν μέσα μαζί με αυτούς, έκανε ό, τι κάναν και οι άλλοι» λαχανιασμένη και μπερδεμένη ρώτησε η Άννα τον Vincent.

«Βρικόλακες, αυτό είμαστε» της απάντησε ο Vincent και παράλληλα της συστήθηκε κιόλας. «Είμαι ο Vincent Bernardt...». Το κουστούμι του είναι «βαμμένο» στο αίμα. Ο ίδιος λατρεύει τα κουστούμια του και σιχαίνεται κάθε φορά που του συμβαίνει κάτι τέτοιο. Προσπαθεί να δώσει εξηγήσεις στην κατατρομαγμένη Άννα αλλά το μυαλό του είναι στον αδερφό του Julien που υπεραγαπάει.

«Κοίταξε, εμένα με νοιάζει να βρω τον αδερφό μου. Ήμουν πολύ κοντά. Τώρα είσαι ασφαλής πρέπει να πηγαίνω».

«Περίμενε. Εσύ ξέρεις. Θέλω απαντήσεις... Σε παρακαλώ». Μάταια φώναζε η Άννα τον 
Vincent, εκείνος είχε γίνει καπνός. Η Άννα έμεινε με τις απορίες μέσα στο κεφάλι της και τον τρόμο ακόμα ζωγραφισμένο στο μυαλό της.

Η Άννα δουλεύει σε μια εφημερίδα ως δημοσιογράφος, την επομένη έκανε τις έρευνές και βρήκε σε ποιον άνηκε το underground nigh club. Δεν το έβαλε κάτω έψαξε παντού και βρήκε τον Vincent, λίγα μέτρα πιο κάτω από το σημείο όπου την άφησε, δεν ήταν δύσκολο. Εγκαταλειμμένο σπίτι, ο ιδιοκτήτης είχε πεθάνει πρόσφατα. Αποφάσισε να πάει να τον βρει για να πάρει τις απαντήσει που ζητούσε. Ο Vincent άνοιξε την πόρτα κατευθείαν διότι με την υπερακοή του άκουσε τα βήματά της. Εκείνη δίχως ανάσα του μίλησε.

«Vincent Bernardt. Ήρθες χθες στην Ελλάδα και ο ταξιτζής σε έφερε εδώ. Άννα Σταματίου, δημοσιογράφος».

«Τι θέλεις;» απάντησε σαστισμένος ο Vincent.

«Θέλω πληροφορίες, που έχεις να μου δώσεις και έχω κι εγώ να σου δώσω. Κατάλαβα ότι για κάποιο λόγο ψάχνεις τον αδερφό σου και εγώ την μητέρα μου». «Ναι, αυτός είναι ο σκοπός που ήρθα στην Ελλάδα, τι πληροφορίες έχεις;». «Το μέρος ανήκει σε κάποιον που τον αποκαλούν ο Πάπας». Ο Vincent γουρλώνει τα μάτια του και εξαφανίζεται από το χολ του σπιτιού, αρπάζει το κινητό του και κατευθύνεται στο σαλόνι, αμέσως κάνει ένα τηλεφώνημα και η Άννα τον ακολουθεί. Δυστυχώς η Άννα δεν προλαβαίνει να ακούσει τίποτα απ’ όσα έλεγε στο τηλέφωνο.

Ο Vincent ήταν πεπεισμένος ότι πλέον κινδύνευε και η Άννα, με την ερευνά της για την μητέρα της έγινε στόχος από το τάγμα αυτό, το οποίο ως σκοπό ζωής έχουν να υπερισχύσουν στον κόσμο οι βρικόλακες. Της πρότεινε να μείνει στο σπίτι του και εκείνη το δέχτηκε, άλλωστε είχε να μάθει πολλά για αυτούς.

O Vincent άναψε το τζάκι του σαλονιού και σ’ ένα κρυστάλλινο ποτήρι έβαλε αίμα να πιει, πρόσφερε ποτό στην Άννα και καθισμένοι αντικριστά, εκείνος στην μαύρη βελούδινη πολυθρόνα και εκείνη στον κόκκινο δερμάτινο καναπέ.

Ο Vincent της εξήγησε ότι μαζί του δεν κινδυνεύει διότι δεν πίνει φρέσκο αίμα από άνθρωπο και έχει το πλήρη έλεγχο της τροφής του. Εκείνη του διηγήθηκε ότι πριν από πέντε χρόνια η μάνα της πέθανε σ’ ένα τροχαίο αλλά ένα βράδυ είδε μια γυναίκα να κυκλοφορεί που της έμοιαζε πολύ, από εκεί ξεκίνησαν οι έρευνές της. Της εξήγησε ότι ή όταν ξεψυχούσε κάποιος της έδωσε αίμα να πιει και έπειτα μεταμορφώθηκε σε βρικόλακα ή ήταν κάτι που η ίδια της θα ήθελε να κάνει και απλά σκηνοθέτησε το θάνατό της. Αυτή η πληροφορία σόκαρε την Άννα αλλά ούτως ή αλλιώς δεν ήταν ποτέ κοντά της, μεγάλωσε με την γιαγιά της και ο πατέρας της τους εγκατέλειψε όταν ήταν μωρό. Η Άννα είχε συμβιβαστεί με τον θάνατο της μητέρας της απλά ήθελε να μάθει το γιατί έγινε ό, τι έγινε.

Η επόμενη ερώτηση της Άννα κάνει τον Vincent να χαμογελάσει, τον ρωτά με ποιον τρόπο θα μπορούσε ένας βρικόλακας να πεθάνει. «Ακριβώς στο ζητούμενο. Για να με σκοτώσεις θα πρέπει  να μου ξεριζώσεις την καρδιά ή να μου βάλεις φωτιά. Και για τα δύο πρέπει όμως να είμαι ακινητοποιημένος... Λοιπόν στην κουζίνα έχει φρέσκο φαγητό, ναι τρώμε, αν θέλεις μπορείς να πάρεις. Εγώ αύριο το πρωί θα πάω στο αεροδρόμιο να παραλάβω τους δικούς μου». «Βγαίνεις το πρωί;» σοκαρισμένη απάντησε στον Vincent και εκείνος έριξε ένα μικρό χαμόγελο και πήγε προς την κουζίνα. Της έφερε ψητό κοτόπουλο, σαλάτα και πατάτες, την σέρβιρε σαν πραγματικός τζέντλεμαν και της πρόσφερε άσπρο κρασί. Έβαλε και για τον εαυτό ένα ποτήρι και εκείνη απλά έτρωγε και τον κοιτούσε σαν αξιοθέατο.

«Το πρωί βγαίνω με αυτό» της έδειξε το δακτυλίδι του, «δακτυλίδι ημέρας, το κατασκευάζουν μάγισσες και μας δίνει την δυνατότητα να περπατάμε και την ημέρα αλλά οι μάγισσες είναι πλέον δυσεύρετες». «Βρικόλακες, μάγισσες τι άλλο υπάρχει από τα παραμύθια; Σε λίγο θα μου πεις και για λυκάνθρωπους». Ο Vincent ρίχνει ένα περιπαικτικό χαμόγελο. Μετά από το γεύμα την δείχνει την κρεβατοκάμαρα που θα μπορούσε να κοιμηθεί, σιγά μην κοιμόταν. Η Άννα ήταν ακόμα καχύποπτη με την παρουσία του αλλά για κάποιο λόγο πίστευε τα λεγόμενά του, μπορεί όντως να κινδύνευε, ήταν από τους πολλοί λίγους που σώθηκαν μέσα στο club.

Κάποια στιγμή τα ξημερώματα την παίρνει για λίγο ο ύπνος αλλά ξυπνάει πανικόβλητη, βλέποντας εφιάλτη την νύχτα που πέρασε. Κατεβαίνει στο σαλόνι του σπιτιού και ψάχνει τον Vincent ο οποίος απουσιάζει. Βγαίνει έξω από το σπίτι και παίρνει από το αμάξι της τον φορητό υπολογιστή της. Τον ανοίγει και ψάχνει για πληροφορίες.

Πριν προλάβει να ολοκληρώσει τις έρευνές της στο χώρο μπαίνουν επτά άτομα. Ο Vincent μαζί με τον Don (Donchad O'Donough), έναν άντρα που φαινομενικά έμοιαζε κοντά στα 50, ντυμένος με μια μακριά τονικά και ένα φαρδύ παντελόνι. Μαζί τους ήταν η Duchess Amee, μια Γαλλίδα κοκέτα, ο Συμεών με τζιν παντελόνι και ένα απλό μπλουζάκι με ύφος μάγκα και ο Αρίων ντυμένο με πολύχρωμα ρούχα. Από πίσω στεκόντουσαν άλλα τρία άτομα που έμοιαζαν πιο πολύ με μπράβους ή πορτιέρηδες από κάποιο μαγαζί. Η Άννα τους βλέπει και είναι τρομαγμένη.

«Βλέπω Vincent μας έφερες κάτι πολύ λαχταριστό. Μυρίζει τέλεια!» ο Συμεών πλησιάζει την τρομαγμένη Άννα και την μυρίζει σαν να είναι ένα λαχταριστό γεύμα.

«Συμεών σε παρακαλώ μη τρομάζεις την νεαρά δεσποινίδα. Συγνώμη κοπέλα μου, απλά είναι νέος και ανόητος» απαντά με πολύ σοβαρό ύφος ο Don.

«Αύτη είναι η Άννα που σας είπα στον δρόμο. Άννα να σου γνωρίσω τον Βασιλιά Don, την δούκισσα Άμυ, ο Αρίων και τον Συμεών που πρόλαβε να συστηθεί.» συστήνει τους παρευρισκόμενους στην Άννα ο Vincent.

Η Άννα χαμογελάει αμήχανα. Στέκεται παγωμένη-κοκκαλωμένη- μη ξέροντας πως θα μπορούσε να αντιδράσει.

«Anna tu es belle» η δούκισσα απευθύνεται στον Vincent για την Άννα.

«Η δούκισσα σε έχει συμπαθήσει, σε βρίσκει όμορφη» μεταφράζει ο Vincent στην Άννα.

«Δούκισσα, Βασιλιάς... Είναι τα παρατσούκλια σας;» Καταφέρνει να ψελλίσει η Άννα.

«Όχι. Η δούκισσα ήταν δούκισσα και ο Βασιλιάς ήταν βασιλιάς» πετάχτηκε ο Vincent βιαστικά ώστε να τελειώσει τις απορίες της Άννας και έπειτα απευθύνθηκε στον Βασιλιά. «Ο Pope είναι ο αρχηγός στην Ελλάδα για το Ordo Templi Lunam».

«Από αυτά που μάθαμε εμείς έχουν σκοπό να επιτεθούν σ' ένα συνέδριο. Σε λίγες μέρες. Άλλωστε αυτό το τάγμα αυτό ήθελε πάντα, παγκόσμια κυριαρχία» συνέχισε ο Don και κοίταξε την Άννα που παρακολουθούσε περίεργα, σχεδόν αποχαυνωμένη και έτσι συνέχισε προς αυτήν «Να εξηγήσουμε και στην νεαρή δεσποινίδα, εφόσον έχει εισέλθει στον κόσμο μας. Ordo Templi Lunam ή αλλιώς το Τάγμα της Σελήνης, έχουν σκοπό να κυριαρχήσουν τον κόσμο. Θέλουν θνητούς να τους αλλάξουν, για να γίνουν περισσότεροι. Εμείς είμαστε οι Ordo domus inmortue ή Τάγμα των απέθαντων. Σκοπός μας είναι να βοηθήσουμε τους όμοιους μας να ενταχθούν στην κοινωνία. Απλά θέλουμε την ησυχία μας» και ξανά απευθύνθηκε στον Vincent «Ο Πάπας είναι δυνατός και αυτοί είναι πολλοί».

 

…Η συνέχεια στο Μέρος β’

 

Συγγραφέας: Εύα Κουλιαρίδου – Σπουδάστρια Tabula Rasa

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου