Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Πέμπτη 27 Μαΐου 2021

"Η Σταχτοχιονάτη και τα χαμένα της γοβάκια" της Κορνηλίας Πετράκη

      Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε η Σταχτοπούτα με τη μητριά και τις κόρες της, που τις φερόταν πολύ άσχημα. Μία μέρα, έμαθαν ότι ο βασιλιάς Χρυσούβιος που το παλάτι του ήταν χτισμένο από τούβλα χρυσού, οργάνωνε ένα μεγάλο χορό για να διαλέξει ο γιος του τη μέλλουσα γυναίκα του. Οι αδερφές της Σταχτοπούτας κατενθουσιασμένες ντύθηκαν και έφυγαν βιαστικές για το παλάτι και άφησαν πίσω τη δύστυχη κοπέλα μες στις στάχτες και τα δάκρυα.


  Τότε μπροστά στα έκπληκτα μάτια της Σταχτοπούτας, εμφανίστηκε η καλή νεράιδα, η νονά της  με το μαγικό της ραβδάκι. Την παρηγόρησε και της υποσχέθηκε να κάνει ό,τι  μπορεί για να πάει και αυτή στο χορό. Τότε σήκωσε το ραβδάκι και γυρνώντας να δει την όμορφη κοπέλα, έμεινε με το στόμα ανοιχτό και μία μύγα πορτογύρα κατέληξε με δόξα και τιμή μέσα σε αυτό. Το μαγικό ραβδάκι όμως λόγω πανσελήνου, σεληνιάστηκε και ανακάτεψε τα μάγια. Η Σταχτοπούτα μεταμορφώθηκε σε μία υπέρλαμπρη Χιονάτη. Η κολοκύθα έγινε άμαξα και η Σταχτοχιονάτη πλέον μπήκε αμέσως εκεί για να πάει στο παλάτι του βασιλιά. Η καλή νεράιδα την προειδοποίησε όμως να επιστρέψει πριν τα μεσάνυχτα γιατί τότε τα μάγια θα λυθούν. Ωστόσο η άμαξα δεν πήγε την κοπέλα στο παλάτι, αλλά κατευθύνθηκε μέσα στο σκοτεινό δάσος. Σε λίγα λεπτά η Σταχτοχιονάτη βρισκόταν μέσα στο ζεστό και μικρό σπιτάκι των νάνων. Οι νάνοι ήταν όλοι απασχολημένοι με τα μαθήματά τους και δεν της έδωσε κανένας σημασία.

     Στο μεταξύ, στο παλάτι του βασιλιά είχαν πάει όλες οι καρακάξες του βασιλείου για να χορέψουν με τον πρίγκιπα.  Ήταν για τα πανηγύρια, η μία χειρότερη από την άλλη και το στυλ τους καραηκαδονέ ανακοίνωσε ο πρίγκιπας και δεν του άρεσε καμία για να παντρευτεί.

     Στο σπίτι των νάνων τώρα, όταν το ρολόι χτύπησε δώδεκα, η όμορφη νεαρή αγχώθηκε τόσο πολύ και άρχισε να τρέχει. Σκόνταψε όμως στο φρεάτιο έξω από το σπιτάκι τους και τα γοβάκια της έπεσαν μέσα σε αυτό. Επιστρέφοντας στην άμαξα, διαπίστωσε πως είχε γίνει κολοκύθα όπως πριν. Τώρα πώς θα επέστρεφε σπίτι της ξυπόλητη; Είχε πολύ δρόμο μπροστά της. Οι ώρες πέρασαν και η Σταχτοπούτα πλέον, περπατούσε με τα γυμνά της ποδαράκια επάνω στις πέτρες και στα υγρά από την πολλή βροχή χώματα. Όταν ξημέρωσε, ήταν κοντά στο γεφύρι του χωριού. Εκεί συνάντησε την παπουτσωμένη γάτα, την γυναίκα του παπουτσωμένου γάτου, η οποία την λυπήθηκε έτσι όπως την είδε.

-Για πού ξεκίνησες να πας κοπέλα μου χωρίς παπούτσια;

- Αχ, γάτα μου, έχασα τα γοβάκια μου και όλο το βράδυ περπατώ δίχως αυτά.

-Μικρή μου, δες μόνο εάν σου κάνει το νούμερο γιατί μόνο εγώ φορώ τόσο μικρό. Τότε η παπουτσωμένη γάτα έσκυψε, έβγαλε τις δυο γκρι μπότες της και τις έδωσε στη μικρή. Τα παπούτσια της ήταν τόσο μικρά ίσα με ένα φασολάκι. Η Σταχτοπούτα έβαλε τις παπουτσωμένες μπότες της γάτας και έκπληκτη διαπίστωσε πως ήταν ακριβώς στο μέγεθος της! Έπειτα, ευχαρίστησε τη γάτα και συνέχισε το δρόμο της. Όταν έφτασε στο σπίτι της έκανε όλες τις δουλειές του σπιτιού και μετά το ξενύχτι και την κούραση της, έπεσε να κοιμηθεί τέζα.

     Το άλλο πρωί μόλις οι νάνοι τελείωσαν από τη Webex που είχαν με τη δασκάλα του κλαρινέτου, βγήκαν να πάρουν αέρα για να ξεζαλιστούν λιγάκι από το πολύωρο μάθημα. Ο σοφός νάνος τότε είδε μέσα στο φρεάτιο τα δύο  χρυσά γοβάκια.

-Αυτά με τόσο χρυσό, σίγουρα ανήκουν στο βασιλιά Χρυσούβιο, σκέφτηκε και ξεκίνησε να τα πάει στο παλάτι. Κανένας χωρικός δεν φοράει τέτοια πολύτιμα παπούτσια.

     Ο δόλιος ο νάνος ξεκίνησε λοιπόν να πάει να βρει το παλάτι του βασιλιά. Περπάτησε ώρες πολλές μέχρι που έφτασε τελικά στο ολόχρυσο κάστρο. Σιγανά και ταπεινά έδωσε τα δυο γοβάκια στον υπήκοο γιατί ο βασιλιάς είχε πάει να κολυμπήσει στη χρυσή θάλασσα, με το χρυσό μαγιό του και τα χρυσά μπρατσάκια του που ήταν φουσκωμένα με μια χρυσή τρόμπα,,, και ουφ δεν μπορώ να μιλάω άλλο για χρυσό, θα χρυσώσει η γλώσσα μου!

     Όταν ο πρίγκιπας είδε τα μικροσκοπικά γοβάκια, αναφώνησε:

-Μα βέβαια! Αυτά είναι πριγκιπικά γοβάκια! Είναι τόσο γουστόζικα που μόνο ένα κομψό θηλυκό θα μπορούσε να τα φορέσει. Και αυτήν  θα ήθελα να τη γνωρίσω! Θα ήθελα να την έχω δίπλα μου, για γυναίκα μου! Τρέξε υπήκοε και βρες σε ποια ανήκουν! Βγάλε φιρμάνι να μαζευτούν όλες οι νιες στην πλατεία και σε όποια ταιριάζουν αυτά τα δυο γοβάκια, θα γίνει γυναίκα μου.

     Ο υπήκοος έτρεξε να διαλαλήσει σε όλη την πολιτεία τα νέα του πρίγκιπα. Σε λίγη ώρα μία τεράστια ουρά από γυναίκες μαζεύτηκαν στην πλατεία κι περίμεναν ανυπόμονες να έρθει η σειρά τους για να βάλουν τα δυο χρυσά γοβάκια. Ο ήλιος βαρέθηκε να περιμένει να βρει ο υπήκοος την κοπέλα που θα της ταίριαζαν τα γοβάκια, τους χαιρέτησε όλους και πήγε να κοιμηθεί. Νύχτωσε και ακόμα τίποτα. Η μια είχε τεράστιο ποδάρι, η άλλη κότσι στο δεξί , η άλλη στο αριστερό και η άλλη κάλο στα δάχτυλα. Η Σταχτοπούτα από την πολλή της κούραση κοιμόταν του καλού καιρού και δεν άκουσε το φιρμάνι του πρίγκιπα. Οι δύστυχες κακές κόρες της μητριάς γύρισαν στενοχωρημένες σπίτι που δεν κατάφεραν να βάλουν τα πόδια τους μέσα στα δυο γοβάκια. Κατατρόμαξαν από τα ροχαλητά της Σταχτοπούτας, αλλά τόσο κουρασμένες που ήταν δεν έδωσαν σημασία,  πήγαν έκαναν ένα ποδόλουτρο και μετά ξεράθηκαν στον ύπνο.

    Στην πλατεία ακόμα ο υπήκοος έψαχνε να βρει τα δυο κομψά ποδαράκια της μέλλουσας πριγκίπισσας. Έμεναν άλλες τρεις στη σειρά. Άλλες δυο, άλλη μία. Άλλη μία γάτα; Τί; Γάτα; Κι όμως η διαταγή έλεγε πως είχαν δικαίωμα όλα τα θηλυκά να δοκιμάσουν αυτά τα δυο εξαίσια χρυσά υποδήματα. Τα ποδαράκια της παπουτσωμένης γάτας ταίριασαν ακριβώς στα δυο γοβάκια και τότε η βασιλική άμαξα ήρθε με δόξα και τιμή να πάρει τη πριγκίπισσα για να την πάει στο βασίλειο της.

     Έγινε γάμος τρανός κι όλα τα αηδόνια και τα πουλιά γλυκοκελαηδούσαν, τα κρύα νερά της βρύσης έτρεχαν και τραγουδούσαν.

 Ο νιος αγάπησε την κόρη και από την πολλή τους τη χαρά έκαναν

 κι ένα αγόρι.

     Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς χίλιες φορές καλύτερα.

 

Συγγραφέας: Κορνηλία Πετράκη - Σπουδάστρια Tabula Rasa

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου