Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Τρίτη 25 Μαΐου 2021

«Ο κύβος ερρίφθη” της Εύας Κουλιαρίδου, Μέρος β’

Τον Vincent όμως δεν το ένοιαζε το μόνο που ήθελε ήταν «σώσει» τον αδερφό του, να τον πάρει μαζί του, θεωρούσε τον εαυτό του προστάτη του μικρού αδερφού του. Εξήγησε όλα αυτά στον Βασιλιά και του πρότεινε ότι θα έπρεπε να φωνάξουν του κυνηγούς.

Ο Συμεών μόλις το άκουσε εξοργίστηκε, φώναζε και ούρλιαζε «Είσαι τρελός; Είναι τρελός,
τέλος. Για τον άθλιο αδερφό του, που πήγε με τους δολοφόνους, θα μας ρισκάρει την ζωή. Μόνος του πήγε, με την θέλησή του, ακούς;»

Ο Vincent αγριεύει, τα χαρακτηριστικά του αλλάζουν γίνεται βρικόλακας και τον αρπάζει από τον λαιμό. Παλεύουν με τρομερή δύναμη και απλά πετάγονται από σημείο σε σημείο μέσα στο σαλόνι. Ο Don μπαίνει ανάμεσα. Εκείνοι συνεχίσουν να μαλώνουν και ο Don αναγκαστικά σπάει το σβέρκο και από τους δύο. Η Άννα κοιτάζει σοκαρισμένη.

«Θα συνέλθουν σε λίγη ώρα. Ένας βρικόλακας πεθαίνει στιγμιαία άμα του σπάσεις το σβέρκο.» απευθύνθηκε στην νεαρά δεσποινίδα όπως την αποκαλεί ο Don την Άννα. Ο Vincent και ο Συμεών είναι «νεκροί» στο πάτωμα.

Στην υπόγεια σήραγγα βρίσκεται το καταφύγιο του Πάπα. Εκεί έχει ένα δωμάτιο όπου κρατάει υπνωτισμένους νεαρά αγόρια και κορίτσια και τους ρουφάει το αίμα. Σ’ ένα τέτοιο φαγοπότι βρίσκεται, μισόγυμνος και η πλάτη του στολίζεται από έναν παπικό σταυρό. Στο δωμάτιο εισέρχεται ο Julien ο αδερφός του Vincent, ο οποίος έχει κλειδώσει τα συναισθήματά του και δεν αισθάνεται τίποτα πλέον. Ο Πάπας του λέει ότι είναι δικό του παιδί και ότι θα προσκυνάει αυτό και κανέναν άλλον, τον δίνει εντολή να σκοτώσει τον αδερφό του και εκείνο ως εκτελεστικό όργανο πια αποδέχεται την πρόκληση.

Η ομάδα του Vincent ετοιμάζεται να σώσουν τους ανθρώπους στο συνέδριο, όπου πρόκειται να επιτεθούν το αντίπαλο τάγμα και να σκοτώσουν πολύ κόσμο. Φτάνουν πίσω από το ξενοδοχείο όπου γίνεται το συνέδριο με ένα μικρό βαν. Όλοι κατεβαίνουν παίρνουν μερικά όπλα και τελευταίοι είναι ο Vincent και η Άννα. Η Άννα τονίζει ότι έχει ξανά χρησιμοποιήσει όπλο και επιλέγει αυτό για προστασία. Ο Vincent διαλέγει δύο μικρά ξίφη και βγάζει το σακάκι του, το διπλώνει και το τοποθετεί στο κάθισμα του αυτοκινήτου.

«Ποιοι είναι αυτό οι κυνηγοί που προσπαθώ να μάθω από χθες και ποιος είναι αυτό ο αρχηγός όπου όλοι έχετε σοκαριστεί» ρωτάει γεμάτη απορία η Άννα.

«Ήταν Πάπας. Πριν πολλά χρόνια. Ένας από τους χειρότερους. Βενέδικτος ο ένατος. Όσο για τους κυνηγούς...Είναι θνητοί αλλά πλέον δεν έχουν κανένα συναίσθημα, μήτε ανθρώπινο, μήτε βρικόλακα. Απλά μας θέλουν νεκρούς. Εκλεκτοί από τα πνεύματα των Δρυιδών. Κάποια στιγμή στην ζωή τους εμφανίζονται στο σώμα οι αρχαίοι ρούνοι, τότε ξεκινάει.» απάντησε με σταθερό τόνο στην φωνή του ο Vincent.

«Τώρα και πνεύματα... Αυτοί πεθαίνουν;» με ειρωνικό ύφος απάντησε η Άννα.

«Όλοι πεθαίνουν. Ναι είναι θνητοί αλλά είναι πιο ανθεκτικοί από σένα. Είναι υπερόπλα. Τι θα κάνεις όταν δεις την μητέρα σου;»

«Απλά θέλω να την ρωτήσω τι έγινε;... Εσύ πως έγινες βρικόλακας;»

«Οι γονείς μας πέθαναν την εποχή του Μαύρου Θανάτου. Πανώλη. Ζήσαμε εγώ και ο αδερφός μου δύσκολα χρόνια. Ένα διάστημα είμασταν στους δρόμους, μετά καταλήξαμε υπηρέτες σ' ένα αρχοντικό. Μας χτυπούσαν. Τον είχαν χτυπήσει πολύ άσχημα. Εγώ κατέληξα μαχαιρωμένος σ' ένα χαντάκι. Τότε με βρήκε ένας βρικόλακας και με άλλαξε.» απέκτησε μια θλίψη το βλέμμα του Vincent.

«Ο αδερφός σου;» γεμάτη απορία ρώτησε η Άννα,

«Για τον αδερφό μου εγώ είμαι υπεύθυνος. Δεν φταίει σε τίποτα αυτός, για όλα φταίω εγώ... Πάμε.» όχι δεν άντεχε άλλο, δεν ήθελε, δεν ήταν έτοιμος να δώσει περισσότερες απαντήσεις, είναι το θέμα που τον πονάει βαθιά στην καρδιά.

«Μισό, τι εννοείς;» η Άννα ήθελε να μάθει και περισσότερα αλλά ο Vincent απομακρύνθηκε.

Η ομάδα μπήκε από μία πίσω πόρτα, η Άννα πήρε το ρόλο της φυγάδευσης αλλά πριν προλάβουν να βγάλουν αρκετούς όρμησε το αντίπαλο τάγμα και η αίθουσα μετατράπηκε σε λουτρό αίματος. Φωνές και τσιρίδες παντού.

Το αντίπαλο τάγμα έχει κλειδώσει τις πόρτες. Ορμάνε στους ανθρώπους. Οι άνθρωποι ουρλιάζουν. Ορμάει και η ομάδα του Vincent. Επιτίθενται κατά πάνω των βρικολάκων και η Άννα προσπαθεί να φυγαδέψει ανθρώπους στο πίσω δωμάτιο. Η πόρτα σπάει και μέσα ορμάνε οι Κυνηγοί. Κρατώντας μεγάλα σπαθιά και crossbow επιτίθονται εναντίον των βρικολάκων, αυτός είναι και ο σκοπός της ζωής τους πλέον, να αφανίσουν το παράφυση.

«Σκατά! Δύο εχθροί. Βασιλιά προσέξτε.» κατατρομαγμένος φώναξε ο Συμεών.

Ο Βασιλιάς έχει σκοτώσει μερικούς βρικόλακες από το αντίπαλο τάγμα, με το μεγάλο του σπαθί του χτυπούσε ώστε να χάσουν αρκετό αίμα και έπειτα τους ξερίζωνε την καρδιά.. Η Δούκισσα είναι στρυμωγμένη σε μία γωνία, οι Κυνηγοί της έχουν στριμώξει.

«Il est temps pour moi de mourir (Ήρθε η ώρα να πεθάνω)» ψέλλισε η δούκισσα και ένα κυνηγός της κάρφωσε με δύναμη στον τοίχο και της ξερίζωσε την καρδιά. Ο Βασιλιάς γυρνάει και προσπαθεί να φτάσει σε αυτήν αλλά είναι πολύ αργά. Ο κυνηγός την εξολοθρεύει.

«Όχι.» ουρλιάζει ο Βασιλιά Don.

Ο Αρίων και ο Συμεών είναι δίπλα δίπλα. Ο Αρίων εμποδίζει έναν βρικόλακα που πετάγεται να επιτεθεί τον Συμεών αλλά από πίσω του έρχεται με έναν διπλό πελέκι ένας κυνηγός. Τον καταφέρνει δύο χτυπήματα, τον ακινητοποιεί και του ξεριζώνει την καρδιά.

Ο Vincent τρέχει έξω από την αίθουσα, πίσω από έναν βρικόλακα. Παλεύουν με μεγάλη δύναμη τον καταφέρνει να τον αρπάξει και του σπάει το σβέρκο αλλά πριν του ξεριζώσει την καρδιά «σκάει» μπροστά του ο αδερφός του-δίχως συναισθήματα- χτυπάει μ’ ένα σπαθί τον αδερφό του. Ο Vincent του τονίζει ότι δεν θα του κάνει κακό. Ο Julien συνεχίζει να τον χτυπάει αλύπητα και ο Vincent απλά προσπαθεί να του ξεφύγει. Αρπάζει ένα μεγάλο άγαλμα και το πετάει καταπάνω στο αδερφό του, φοβήθηκε όμως μη τον κάνει κακό- βρίσκει την ευκαιρία που ήταν κάπως ζαλισμένος και τον αρπάζει, του σπάει το σβέρκο. Του ζητάει συγνώμη, οι τύψει του έχουν πλημυρίσει την άδεια ψυχή του.

Η Άννα απομακρύνεται για λίγο από το σημείο της πόρτας και ένας βρικόλακας την επιτίθεται. Την χτυπάει στο πρόσωπο και εκείνη τον πυροβολεί αλλά δεν πτοείται. Ορμάει κατά πάνω της, με σκοπό να την δαγκάσει  αλλά ένας άλλος βρικόλακας τον αρπάζει και τον εκσφενδονίζει μακριά. Είναι η μάνα της που παρόλο που έχει ενταχθεί με τους κακούς, αναγνωρίζει το παιδί της και το σώζει.

«Μαμά...» με τρεμάμενη φωνή η Άννα προσφωνεί την μητέρα της.

«Γιατί με ακολούθησες; Δεν έπρεπε» απαντάει στην κόρη της.

«Ποιος σου το έκανε αυτό;» γεμάτη απορία ρωτάει η Άννα.

«Εγώ το ζήτησα. Εγώ ήθελα να γίνω βρικόλακας. Φύγε από εδώ. Να ξέρεις σ' αγαπ...» δεν προλαβαίνει να ολοκληρώσει την φράση της.

Ένας Κυνηγός την καρφώνει με το τσεκούρι από πίσω, ξανά και ξανά. Αίματα πετάγονται παντού, «λούζουν» την Άννα, που μένει κατάπληκτη και παγωμένη από το σκηνικό που βλέπει. Χτυπάνε την μητέρα της μέχρι που την ξηλώνουν την καρδιά. Η μάνα της Άννας γίνεται στάχτη. Η Άννα πυροβολεί τον Κυνηγό και εκείνος εκνευρίζεται ο τραυματισμός του δεν τον πτοεί, σηκώνει το τσεκούρι να την σκοτώσει αλλά αστραπιαία πηδάει ο Vincent και του κόβει το κεφάλι μ' ένα σπαθί. Το κεφάλι κατρακυλά στην αίθουσα και το αίμα ποτίζεται στην κόκκινη μοκέτα του δωματίου.

«Είσαι καλά;» την ρωτάει.

Πριν προλάβει να πει οτιδήποτε άλλο ένας ακόμα κυνηγός του επιτίθεται, πετυχαίνει την Άννα με ένα βέλος, της τρυπάει τον ώμο και τότε. Ο Don ορμάει καταπάνω του και τον αποκεφαλίζει.

«Εσύ δολοφόνησες την δούκισσα...» εκνευρισμένος απευθύνεται στο ακέφαλο σώμα του κυνηγού που κείτεται στο έδαφος, έπειτα γυρνά προς την μεριά της Άννα και της ρωτάει «Η νεαρά είναι καλά;» Ο Vincent γνέφει καταφατικά.

Ο Vincent της λέει να κρατηθεί και της τραβάει απότομα το βέλος από τον ώμο. Εκείνη ουρλιάζει. Της τονίζει να του έχει εμπιστοσύνη και τρυπάει τις φλέβες από το χέρι του με τους κυνόδοντες και της λέει να πιει το αίμα του, με αυτό θα γιατρευτεί, εκείνη κάνει αυτό που της λέει ο Vincent και μέσα σε λίγα λεπτά το τραύμα της κλείνει.

Η ομάδα αποχωρεί αφού καθαρίζουν την αίθουσα και υπνωτίζουν τον κόσμο έτσι ώστε να ξεχάσουν ότι έγινε την σημερινή μέρα.

Επιστρέφουν στο προσωρινό σπίτι του Vincent  ο οποίος έχει κλειδωμένο στο κελάρι τον αδερφό του. Έξω από την πόρτα ο Vincent προσπαθεί να επαναφέρει την ανθρωπότητα και τις αναμνήσεις του αδερφού του πίσω αλλά μάταια. Του λέει για τα παιδικά τους χρόνια, τα όμορφα ξανθά μαλλιά της μητέρα τους και πως τον νανούριζε ως το πιο μικρό παιδί, το ξύλινο αλογάκι που του είχε φτιάξει ο πατέρα τους.

«Δεν έχω μάνα. Δεν έχω αδερφό. Έχω μόνο Βασιλιά και εκτελώ εντολές.» σχεδόν με ρομποτικό στυλ του απαντάει ο Julien.

«Δε θα με συγχωρήσεις ποτέ; Julien, αρνούμαι να φύγω χωρίς εσένα. Ακόμα πιστεύω σε σένα. Εσύ ήσουν αυτός που είχε πει ότι πρέπει να σταματήσουμε να συμπεριφερόμαστε σαν κτήνη. Να σταματήσουμε να τρεφόμαστε από τους ανθρώπους. Να κάνουμε καλύτερες επιλογές. Να βρω γαλήνη και να προσπαθήσω να συγχωρήσω όσους μας βλάψανε.» φανερά στεναχωρημένος παλεύει ακόμα να συνεφέρει-να επιστρέψει- τον αδερφό του.

«Δεν έχω παρελθόν. Είμαι μια σκιά στο σκοτάδι. »

«Julien, ne me quitte pas...(Μη με εγκαταλείπεις)» Ο Vincent δακρύζει και αποχωρεί.

 

…Η συνέχεια στο Μέρος γ’

 

Συγγραφέας: Εύα Κουλιαρίδου – Σπουδάστρια Tabula Rasa

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου