O ήχος που έφτανε από το διπλανό διαμέρισμα μας φάνηκε πρωτόγνωρος, μπερδεμένος. Όπως και τούτη η χειμωνιάτικη βραδιά του Φλεβάρη. Ενώ όλη η μέρα μύριζε Άνοιξη, ξαφνικά έπιασε μια δυνατή μπόρα που δεν ήξερες που να κρυφτείς. Έκλεισα τα πορτοπαράθυρα, γέμισα τα ποτήρια μας με το αχνιστό ρακόμελο και άφησα τη φλόγα των κεριών να φωτίζει το μικρό μας διαμέρισμα. Χουχουλιάσαμε πάνω στον καναπέ. Ο Χρήστος Λεοντής μας κρατούσε συντροφιά:
« Λούζεται η αγάπη μου
στο Γουαλδακιβίρ,
και τ’ άνθη παίρνουν ευωδιά
απ’ το γλυκό κορμί της….»
Όμως οι ένοικοι του διπλανού διαμερίσματος δεν βίωναν τη δική μας στιγμή.Ήταν ο κύριος Ορέστης και η κυρία Ζωή. Δυο γλυκύτατα γεροντάκια που σου ενέπνεαν σεβασμό και εκτίμηση. Εκείνος πιο κοινωνικός, εκδηλωτικός με τα συναισθήματα του, χαμογελαστός πάντα με δυο πελώρια καστανά μάτια πλημμυρισμένα από αγάπη και ενδιαφέρον. Περίμενα πως και πως τη δική του καλημέρα, γιατί με γέμιζε αισιοδοξία και δύναμη για τα απροσδόκητα. Εκείνη, ντροπαλή με μετρημένες κουβέντες, όμως πάντα ευγενική. Δεν είχαν παιδιά, ίσως γι’ αυτό η παιδικότητα παρέμεινε ζωγραφισμένη στο πρόσωπο τους. Και η αγάπη τους μοιρασμένη αποκλειστικά στα δυο.
Πάντα μαζί, πιασμένοι χέρι-χέρι. Χωρίζονταν μόνο κάποιες λιγοστές ώρες στη κυριακάτικη λειτουργία. Εκείνος ψάλτης στο στασίδι του όμοιος με επίγειο Άγγελο, εκείνη στη πρώτη σειρά με καρφωμένα τα μελαγχολικά της μάτια πάνω του.
Ακόμη και τότε που η ασθένεια της κυράς του έκανε εμφανή τα σημάδια της, εκείνος δεν έχασε το χαμόγελο του. Πάλευε με δύναμη και υπομονή και για τους δυο. Είχε αποδεχθεί τη νέα κατάσταση και προσπαθούσε να την ξορκίσει με αξιοθαύμαστη υπερηφάνεια και τρυφερότητα.
- Σε αναγνωρίζει κύριε Ορέστη; τόλμησα να τον ρωτήσω.
- Και τι σημασία έχει παιδί μου; Μου φτάνει που την αναγνωρίζω εγώ, είναι η ζωή μου.
Και τον έπαιρνα στην αγκαλιά μου μετά την αποστομωτική του απάντηση, λίγο ντροπιασμένη για το ενδιαφέρον μου και γεμάτη θαυμασμό μπροστά στο θαύμα αυτής της άδολης αγάπης.
Και όμως τούτο το βράδυ, ο ήχος από το διπλανό διαμέρισμα δεν ήταν ο γνωστός. Η φωνή της Πειραϊκής Εκκλησίας ήταν βουβή απόψε. Στην αρχή ήταν κάτι σαν ψαλμωδία, μετά μια παύση. Ύστερα μακροσκελείς προσευχές σαν να’ θέλαν να ξορκίσουν το κακό. Ακολουθούσε βρυχηθμός και βαριά βήματα, μετά πάλι σιωπή. Και επαναλαμβάνονταν με την ίδια σειρά. Άναψα τα φώτα, έκλεισα το πικάπ μήπως και ξεδιαλύνω την ιδιαίτερη στιγμή των αγαπημένων μου γειτόνων.
- Στέλιο δεν σου φαίνονται περίεργοι αυτοί οι ήχοι από δίπλα; Πρώτη φορά τους ακούμε.
- Μην ανησυχείς κοριτσάκι μου. Ο δόλιος ο κύριος Ορέστης κατέφυγε στις προσευχές και πάλι. Πώς να αντέξει άνθρωπος αυτή την κατάσταση.
- Κάτι δεν μου αρέσει απόψε. Γιατί επαναλαμβάνονται οι συγκεκριμένοι ήχοι; Μήπως μπορούμε να βοηθήσουμε σε κάτι;
- Δεν θα γίνουμε μάρτυρες στον πόνο τους, είδες πόσο περήφανοι άνθρωποι είναι.
Αποδέχθηκα βάσει λογικής τα λόγια του Στέλιου, αλλά καθόλου δεν με καθησύχασαν. Αν μέτραγα τα βήματα μου στο σαλόνι, σίγουρα θα είχα διανύσει χιλιόμετρα. Ούτε λόγος για ύπνο. Ο Στέλιος εξουθενωμένος από την υπερένταση και την ανήσυχη σιωπή μου, ευτυχώς πήγε για ύπνο. Ελεύθερη πια μέσα στις σκοτεινές μου σκέψεις, άνοιξα τη μπαλκονόπορτα να με δροσίσει ο παγωμένος αέρας και να κάνω ένα τσιγάρο. Κρεμάστηκα σχεδόν απ’ το μπαλκόνι μήπως και διακρίνω κάποια κίνηση δίπλα. Τώρα ήταν ξεκάθαρο. Η φωνή του κυρίου Ορέστη τρεμάμενη έψελνε βυζαντινούς ύμνους και μετά ολιγόλεπτη παύση. Και πάλι προσευχές, χωρίς βήματα αυτή τη φορά.- Γλυκέ μου γείτονα, η αγάπη όλα τα υπομένει, έτσι δεν είναι;
Μεθυσμένη από το ποτό, την αυπνία και την αγωνία τούτης της περίεργης βραδιάς, έκλεισα τα μάτια μου και έγειρα στον καναπέ. Η μυρωδιά του μοσχολίβανου ευωδίασε και το δικό μου σαλόνι. Πετάχτηκα όρθια και έτρεμα από το κρύο.
Πήγαινε να ξημερώσει, το μυαλό μου καρφωμένο στο διπλανό διαμέρισμα. Κόλλησα το αυτί μου στον τοίχο, απόλυτη σιωπή. Ησύχασα. Τα βήματα μου πιο ανάλαφρα με οδήγησαν στο μπαλκόνι. Ο καθαρός αέρας γέμισε τους πνεύμονες μου και χαμογέλασα στο πρωϊνό ξύπνημα της μέρας. Όμορφη που ΄ναι η ζωή. Έβαλα μουσική. Η βελόνα χαραγμένη στον ίδιο κύκλο του βινύλιου. Για άλλη μια φορά έγειρα το κεφάλι μου στο διπλανό μπαλκόνι. Ο φίλος μου ο κύριος Ορέστης σκυφτός προσπαθούσε να κεντήσει ένα στεφάνι∙ είχε μαδήσει τους χειμωνιάτικους βασιλικούς του και τα κόκκινα κυκλάμινα που στόλιζαν το μπαλκόνι τους. Με μεγάλη προσοχή και τρομερή επιδεξιότητα έπλεκε αργά-αργά το στεφάνι με τα ρυτιδιασμένα χέρια του. Δεν είχα αντικρύσει στη ζωή μου τόσο περίτεχνο στεφάνι. Λες και έδενε τα ματσάκια με το νήμα της ζωής του και τα έλουζε με τα πικρά του δάκρυα:
«Μεταξωτά η αγάπη μου
μαντίλια μου κεντά
κι όλο φιλάει την κλωστή
και βυσσινιά τη βάφει…», ακούγεται από το πικάπ.
Πιάστηκε από τα κάγκελα για να σηκωθεί. Βάρυνε ξαφνικά, τα βήματα του δεν τον υπάκουαν. Σήκωσε το κεφάλι του ψηλά με τη λιγοστή δύναμη που του απέμεινε και ψέλλισε:- Αχ Παναγιά μου, να μου την προσέχεις, είναι η Ζωή μου.
Συγγραφέας: Σταυρούλα Αρχαύλη - Σπουδάστρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου