Ο Vincent βρίσκεται μέσα στο σαλόνι του σπιτιού και είναι φανερά εκνευρισμένος, εκσφενδονίζει πράγματα και βλασφήμα. Οι υπόλοιποι τονίζουν ότι πρέπει να φύγουν, διότι υπάρχουν ακόμα κυνηγοί που βρίσκονται στο κατόπι τους.
«Δεν μπορείς να σώσεις κάποιον που δεν θέλει να σωθεί. Οι μνήμες του αδερφού σου δεν έχουν επιστροφή. Βρικόλακας χωρίς συναισθήματα είναι απλά ένα φονικό όπλο.» Ο Βασιλιάς Don πλησιάζει τον εκνευρισμένο Vincent, προσπαθεί να τον κάνει να ηρεμήσει αλλά μάταια.
Τον ακουμπάει στον ώμο, ο Vincent αγριεύει και χτυπάει τον Βασιλιά. Ο Συμεών και κάνα δύο άλλοι επιζώντες κάνουν κίνηση να επιτεθούν. Ο Βασιλιάς κάνει νόημα να σταματήσουν.
«Φύγετε... Με ακούτε φύγετε. Εγώ δεν πάω πουθενά
χωρίς τον αδερφό μου.» ουρλιάζει ο Vincent. Έπειτα με γρήγορα βήματα αποχωρεί
από το σπίτι χτυπώντας την πόρτα με μεγάλη δύναμη, λίγο ακόμα και θα την
έσπαγε.
Η ομάδα φτάνει για μια άλλη φορά στο σημείο όπου
βρίσκεται το αντίπαλο τάγμα. Η Άννα αρνείται να μείνει πίσω και παίρνει αυτή
την φορά ένα τσεκούρι διότι κατάλαβε ότι χτυπώντας ένα βρικόλακα και χάνει αίμα
ισοδυναμεί σε απώλεια δύναμης.
Η ομάδα προχωράει προς το βάθος της σήραγγας και μια ομάδα βρικολάκων τους επιτίθεται. Η Άννα ξεγλιστράει και φεύγει από μία πόρτα. Η υπόλοιπη ομάδα μάχεται. Αίματα πετάγονται παντού.
Η Άννα προχωράει μέσα στο σκοτάδι, ανοίγει μία πόρτα και βλέπει ένα πυρσό. Παίρνει τον πυρσό και συνεχίζει. Αίματα είναι σε όλο το πάτωμα. Λίγα βήματα παρακάτω βλέπει τον Vincent αλυσοδεμένο και σχεδόν αποστραγγισμένο από το αίμα του. Ο Vincent είναι εντελώς αδύναμος. Η Άννα χτυπάει με όλη της την δύναμη τις αλυσίδες με το τσεκούρι και καταφέρνει να αποδεσμεύσει τον Vincent αλλά είναι πολύ αδύναμος ώστε να περπατήσει.
Ο Vincent και η Άννα προχωράνε μέσα στο τούνελ. Ο
VIncent ακούει βήματα με την υπερακοή του.. Ο Πάπας σκάει ακριβώς από πίσω
τους, με το βλέμμα του τρελού και όπως τον έβλεπε ο Vincent το βλέμμα του
ψυχασθενή.
«Τρέξε και μη κοιτάξεις πίσω.» Ο Vincent
απευθύνεται στην Άννα.
Η Άννα τρέχει. Ο Πάπας τρέχει κατά πάνω τους. Ο
Vincent τον χτυπάει δυνατά με το τσεκούρι της Άννας. Εκείνος αντεπιτίθεται με ένα πολύ δυνατό χτύπημα από ένα σπαθί..
«Aliquam ut moriatur (Ήρθε η ώρα να πεθάνεις)»
απευθύνθηκε ο Πάπας στον Vincent και τα μάτια του γυάλισαν. Έπειτα άρχισε να
ψέλνει.
«Μία φορά ιερόσυλος πάντα ιερόσυλος.
Είσαι ο χειρότερος απ' όλους.» απάντησε στον Πάπα μετά την προσευχή που έκανε
και όρμησε με δύναμη καταπάνω του.
«Aetas parentum peior avis tulit nos nequiores» [Η γενιά των πατεράδων
χειρότερη απ' την γενιά των παππούδων γέννησε εμάς περισσότερο χειρότερους.
(Οράτιος)]
Ο Πάπας βγάζει δύο μικρά ξίφη που είναι περασμένα
στην μέση του και επιτίθεται πολύ γρήγορα στον Vincent. Τον σκίζει και εκείνος
παραπατάει. Ο Πάπας τον χτυπάει συνέχεια και "πετάγονται" από σημείο
σε σημείο. Καταλήγουν μέσα στο δωμάτιο των οργίων του Πάπα. Γυμνά αγόρια και
κορίτσια, «λίμνες» από αίμα σε διάφορα σημεία, κεριά σε μεγάλους κηροστάτες
αναμμένα και κάποια άτομα είναι ετοιμοθάνατα.
«Να κάτι που δεν γιατρεύεται με το να γίνεις
βρικόλακας. Η διαστροφή.» κοιτώντας ο Vincent
στα γρήγορα γύρω του και με βλέμμα αηδίας απευθύνθηκε στον Πάπα.
Ο Πάπας συνέχισε να τον χτυπάει αλύπητα και ο
Vincent αιμορραγούσε αρκετά. Καταλαβαίνει ότι χάνει και αποδυναμώνεται. Μία
νεαρή κοπέλα που αντιλαμβάνεται τον ασθενή σφυγμό της και ότι πεθαίνει,
αναγκαστικά τρέφεται από αυτήν, χτυπώντας μία δυνατά τον Πάπα ώστε να
απομακρυνθεί. Ο Πάπας επιτίθεται με τα ξίφη. Ο Vincent καταφέρνει μόνο να τον
απωθήσει.
«Ο αδερφός σου είναι δικός μου πια. Δε θα ξανά
έχεις ποτέ τον αδερφό που ήξερες πίσω. » με προκλητικό ύφος λέει στον Vincent.
Ο Vincent είναι χτυπημένος στο έδαφός, φανερά
θυμωμένος και ο Pope πετάγεται κατά πάνω του, εκείνος αρπάζει τον κηροστάτη και
τον καρφώνει. Τον σπρώχνει με αυτό από την μία άκρη του δωματίου ως την άλλη.
«Ο Julien θα γυρίσει πίσω σε μένα, τ' ακούς άθλιο
υποκείμενο;»
Το πατάει πιο βαθιά στο στήθος του και με το άλλο χέρι του ξεριζώνει την καρδιά. Ο Πάπας είναι νεκρός.
Έπειτα από μερικές ώρες όλοι βρίσκονται πίσω στο
σπίτι και ετοιμάζονται για αποχώρηση. Ο Βασιλιάς και τα άτομα από το τάγμα του
αποχωρούν. Ο Vincent λέει στην Άννα να φύγει και αυτή, εκείνη συμφωνεί και
απορεί εκείνος τι θα κάνει. Της τονίζει ότι θα μεταφέρει στην Γαλλία με
κλειδωμένο φέρετρο τον αδερφό του και ελπίζει ότι κάποια στιγμή θα τον
επαναφέρει πίσω.
Πριν προλάβει να φύγει στο σπίτι ορμάει ένας Κυνηγός με ένα διπλό πελέκι. Η
Άννα φεύγει από το δωμάτιο και ο Κυνηγός παλεύει με τον Vincent. Τον χτυπάει
δυνατά στα πλευρά εκείνος αιμορραγεί και παραπατάει, προσπαθεί να τον αποφύγει.
Η Άννα πηγαίνει στο δωμάτιο που είναι ο Julien. Τον
ελευθερώνει. Εκείνος ορμάει καταπάνω της. Την κρατάει από το λαιμό και την
σηκώνει στον αέρα, εκείνη με όση φωνή της έχει απομείνει προσπαθεί να του
μιλήσει.
«Julien σε παρακαλώ... Ο αδερφός σου. Ο Vincent
κινδυνεύει. Σε παρακαλώ.» ψελλίζει η Άννα.
Ο Julien μπαίνει στο δωμάτιο-σαν υπνωτισμένος- όπου
είναι ο Κυνηγός με τον Vincent. Εκείνος αντιλαμβάνεται ότι θα μπορούσε να
κινδυνέψει ο αδερφός του άλλωστε για τον Vincent ήταν πάντα ξεκάθαρο ότι θα
έπρεπε να προστατεύει πάντα τον αδερφό του. Τον φωνάζει να φύγει και ο Κυνηγός
συνεχίζει να χτυπάει αλύπητα τον Vincent.
Ο Κυνηγός
βγάζει ένα σπαθί και ετοιμάζεται να καρφώσει τον Vincent. Ο Julien, σοκάρετε
από αυτό και ενεργοποιείτε το τμήμα του εγκεφάλου του που είχε κλειδώσει,
αρχίζει να κατακλύζεται από αναμνήσεις. Πιάνει το κεφάλι του και ουρλιάζει.
Ορμάει καταπάνω στον κυνηγό και τον χτυπάει. Ο Κυνηγός χάνει το σπαθί και ο
Julian το αρπάζει, τον καρφώνει με αυτό. Ο Κυνηγός είναι νεκρός.
«Julien, γύρισες.» περιχαρής και λαχανιασμένος λέει
ο Vincent στον Julien, τον αγκαλιάζει.
«Θυμάμαι! Τα θυμάμαι όλα...» του απαντάει ο Julien.
Έπειτα από κάποιες ώρες και μετά από μεγάλη
συζήτηση που είχαν τα δύο αδέρφια και ενώ οι βαλίτσες είναι έτοιμες προς
αναχώρηση. Ο Vincent λέει στον Julien
ότι μπορούν να πάνε όπου θέλει αυτό, του προτείνει το Παρίσι ή ακόμα το Νασάου
που του άρεσε τόσο πολύ. Δυστυχώς όμως ο Julien δε συμμερίζεται την χαρά του
αδερφού του.
«Αδερφέ μου, σ΄ ευχαριστώ που μου ξέπλυνες την ψυχή
από το σκοτάδι και με έφερες πίσω. Δεν σου κρατάω καμία κακία για το παρελθόν
ό, τι έγινε, έγινε.»
Ο Vincent χαμογελάει.
«Αδερφέ, τώρα ξέρω τι φταίει... Δεν μπορώ να έρθω
μαζί σου.» συνεχίζει άκρως σοβαρός ο Julien.
O Vincent είναι σοκαρισμένος και απορεί για ποιο
λόγο.
«Δεν μπορώ να ζω άλλο πια στην σκιά του αδερφού
μου. Θέλω να χαράξω την δικιά μου πορεία. Πρέπει να μάθω να ζω μόνος μου. Δίχως
εσένα. Δίχως κάποιον που πάντα θα με φροντίζει και θα με σώζει. Απλά πρέπει.»
Ο Vincent είναι αποσβολωμένος, κουνάει το κεφάλι
του αρνητικά, συνεχόμενα με μεγάλη άρνηση. Ο Julien το φιλάει και παίρνει την
βαλίτσα του και φεύγει.
Ο Vincent κάθεται στην βελούδινη πολυθρόνα του σαλονιού και πίνει. Γεμίζει και ξανά γεμίζει
το ποτήρι του. Πετάει τα ποτήρια στον τοίχο. Είναι άκρως θυμωμένος. Η Άννα η οποία ακόμα δεν έχει φύγει το πλησιάζει σε μια απόπειρα να τον κάνει να ξεχαστεί, έστω και λίγο.
«Σε λίγο θα τελειώσουν όλα τα ποτήρια.» του λέει η
Άννα
«Φύγε.» αγριεμένα της ανταποκρίνεται εκείνος.
Εκείνη όμως παραμένει. Βάζει ένα ποτό και κάθεται
αναπαυτικά στον δερμάτινο καναπέ.
«Μου έσωσες την ζωή δύο φορές, σίγουρα θα υπάρχει
κάτι μπορώ να κάνω για σένα.»
Ο Vincent σκέφτεται, πίνει δυο γουλιές-την
κοιτάζει-αφήνει το ποτήρι στο πάτωμα και αποχωρεί από το δωμάτιο και μετά από
λίγο επανέρχεται.
«Άννα θέλω μία τελευταία χάρη. Όχι ως ανταπόδοση,
σε παρακαλώ.»
«Πες μου.» απαντάει με περιέργεια η Άννα.
«Θέλω να πάμε στο Παρίσι.»
Εκείνη τον κοιτάζει με απορία και ο Vincent
συνεχίζει «Υπάρχει ένα κοιμητήριο. Περ Λα Σαιζ. Εκεί είναι ένα μαυσωλείο. Θέλω
να με βοηθήσεις με τον εξής τρόπο. Να με βάλεις στον τάφο. Θέλω να θαφτώ εκεί
ζωντανός. Μετά από λίγο καιρό θα αφυδατωθώ και θα είναι σαν θάνατος. Πάρε αυτό
το γράμμα και όταν θα με ξανά ζητήσει ο αδερφός μου, θέλω είτε εσύ ή κάποιος
απόγονός σου να του το δώσετε.»
«Γιατί;» σοκαρισμένη απαντάει η Άννα.
«Γιατί χωρίς αυτόν δεν με ενδιαφέρουν τα εγκόσμια.
Ό, τι έκανα και ό, τι κάνω είναι μόνο για αυτόν. Θα με βοηθήσεις;»
Εκείνη γνέφει καταφατικά.
Μετά από ώρες και ένα γρήγορο ταξίδι στην Γαλλία, η
Άννα και ο Vincent βρίσκονται στο περίφημο κοιμητήριο
Ο Vincent είναι μέσα στον τάφο. Το καπάκι κλείνει
και η κάσα κατεβαίνει κάτω. Η Άννα κλείνει την επάνω πόρτα. Κλειδώνει τον τάφο.
ΤΕΛΟΣ
Συγγραφέας: Εύα Κουλιαρίδου
– Σπουδάστρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου