Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Τετάρτη 22 Δεκεμβρίου 2021

«Νερμινγιάνα» της Ζωρζέτ Βασιλείου (μέρος ΄β)

Πέρασαν εικοσιπέντε χρόνια και δίπλα σ’ έναν αργυροχρυσοχόο έμπορα στον Μίντγκαρντ καθόταν ο νέος γιος του δείχνοντας μεγάλο ζήλο για την δουλειά. Όμως εκτός από την τέχνη, ο Νέρμιν ήταν και πολύ καλός στην ξιφασκία και στην τοξοβολία κάτι που του είχε διδάξει ο θείος του και αδερφός του πατέρα του. Μητέρα δεν είχε γιατί πέθανε μόλις γεννήθηκε αυτός από αρκετή αιμορραγία κι έτσι μεγάλωσε από τον πατέρα του, Νταρν και τον θείο του Μέντεν. Μία μέρα ο Νέρμιν πλησίασε, καθώς διέσχιζε το μεγάλο δάσος, στους καταρράκτες της λίμνης και αποφάσισε να κολυμπήσει. Κολυμπούσε όσο βαθύτερα μπορούσε αγνοώντας τον κίνδυνο απ’ την δύναμη του ρεύματος. Μία αναλαμπή από τον ήλιο που έπεφτε σ’ ένα αντικείμενο του τράβηξε την προσοχή. Πιάστηκε από ένα μεγάλο κλαδί ανέβηκε κάτι βράχους και πλησίασε πιο κοντά. Παρατήρησε αγριόχορτα του γκι πάνω σ’ ένα φέρετρο. Η περιέργεια τον ώθησε να τραβήξει τα αγριόχορτα και να δει το πρόσωπο του νεκρού που κοιμόταν. Αυτό που είδε τον άφησε άφωνο. Μία πανέμορφη νύμφη του δάσους υπήρχε εκεί και χωρίς να διστάσει την φίλησε στο στόμα. Τότε ο ήλιος έλαμψε πιο πολύ πάνω στο άσπρο δέρμα της κι εκείνη σηκώθηκε. «Μπαλντρ;» είπε σιγομιλώντας. «Δεν είμαι ο Μπαλντρ, αλλά ο Νέρμιν!» αν και το όνομα αυτό κάτι του θύμιζε. Το έβλεπε από μικρός στα όνειρά του να τον αποκαλούν έτσι και τότε κατάλαβε ότι αυτή η κόρη ίσως ήταν το πεπρωμένο του.

Η Νάννα περπατούσε για αρκετή ώρα δίπλα στον Νέρμιν για να συνειδητοποιήσει τί πραγματικά συνέβαινε. Ο νέος της θύμιζε τόσο πολύ τον Μπαλντρ! Και της εξομολογήθηκε ότι την ερωτεύτηκε! Το ίδιο άρχιζε να νιώθει κι εκείνη μόνο που δίσταζε στην ανάμνηση του Μπαλντρ. Του ζήτησε χρόνο για να κατανοήσει κάποια πράγματα κι έτσι οι δύο νέοι έγιναν πάρα πολύ καλοί φίλοι.

Η Νάννα επισκέφτηκε την καλύβα που έμενε με τον πατέρα της και συνάντησε τον Σίχμουντ πολύ πιο μεγάλο. Τότε συνειδητοποίησε ότι είχαν περάσει αρκετά χρόνια. Εκείνος μόλις την είδε χάρηκε και την αγκάλιασε κλαίγοντας από συγκίνηση που πραγματικά η κορούλα του ήταν ζωντανή. «Επιτέλους, η προφητεία πραγματοποιήθηκε!». «Ποια προφητεία ρώτησε η Νάννα;». «Το ότι θα σε ξυπνούσε από αιώνιο λήθαργο το φιλί ενός νέου, που θα ήταν η μετενσάρκωση του Μπαλντρ!» της απάντησε η Φρέγια έξω από την καλύβα που κρατούσε ένα καλάθι με τρόφιμα για τον Σίχμουντ. Του πήγαινε φαγητό όλα αυτά τα χρόνια. Η Νάννα έτρεξε και αγκάλιασε την φίλη της που τόσο της είχε λείψει! Έπειτα αφού δείπνησαν και οι τρεις τους η Φρέγια και η Νάννα βγήκαν στο δάσος για να περπατήσουν. Ο ήλιος πέφτοντας στο μενταγιόν της Φρέγια γινόταν όλο και πιο δυνατός μέχρι που τράβηξε το βλέμμα του Νέρμιν από μακριά. Ήταν εκείνη, ως θεά του έρωτα που συνέβαλλε στο να συναντήσει ο Νέρμιν την Νάννα. Τις πλησίασε ο Νέρμιν και η Φρέγια κάτι του θύμιζε. Τότε διηγήθηκε όλη την αλήθεια και στους δύο και πως συνεργάστηκε με την Χελ για να εξελιχτούν τα πράγματα μ’ αυτό τον τρόπο. Οι νόρνες θύμωσαν! Από που κι ως που οι θεοί καθορίζουν την μοίρα των ανθρώπων!

Στην μεγάλη έπαυλη του Νταρν γινόταν μεγάλος γάμος. Παντρευόταν το μοναχοπαίδι του, ο Νέρμιν με την Νάννα. Από τους θεούς καλεσμένοι σ’ αυτό τον γάμο ήταν η Φρέγια και ο Νόνταν, τον οποίο με τον καιρό η εγγονή του άρχιζε να τον συγχωράει για τον θάνατο της μητέρας της. Η Φρέγια έδωσε ως γαμήλιο δώρο στο ζευγάρι αιώνια αγάπη και παντοτινό έρωτα ενώ ο Νόνταν είχε μία άλλη έκπληξη, έκανε την εγγονή του αθάνατη βαλκυρία. Ο Νέρμιν, όμως, παρέμενε θνητός. Αγαπούσε τόσο πολύ την σύζυγό του που την νύχτα του γάμου τους της προσέφερε το δικό του πολύτιμο δώρο. Πέρασε στο λαιμό της ένα περιδέραιο από πέτρες που αποτελούσαν αχλαδόμορφα κομμάτια κρυστάλλου. Επρόκειτο για τις «Magatama» τις ιερές πέτρες σύμφωνα με τον αργυροχρυσοχόο πατέρα του, που έφερναν προστασία, ευημερία και καλοτυχία. Ο ήλιος τις έκανε πράσινες και η σελήνη μπλε. Η Νάννα χάρηκε τόσο πολύ μ’ αυτό το δώρο που ορκίστηκε στον άντρα της ότι δεν θα το αποχωριζόταν ποτέ. «Σ’ αγαπώ!» του είπε. «Είμαστε πλασμένοι ο ένας για τον άλλον!» της ανταποκρίθηκε με μία ιδιαίτερη λάμψη στα μπλε μάτια του.

Για τον γάμο του Νέρμιν έμαθαν και η Φρίγκα με τον Οντίν στο Άσγκαρντ. Πάντα ήξεραν ότι ήταν ο γιος τους αλλά δεν μπορούσαν να παρευρεθούν δίπλα του για να μην κινήσουν τις υποψίες των γιγάντων. Ο Λόκι, όμως, ως κακόβουλος που ήταν πάντα, κρυφάκουσε την συζήτησή τους και έγραψε ένα γράμμα στον αρχηγό των γιγάντων, τον Σεφ, εκείνον που είχε τραυματίσει κάποτε για να σώσει την Φρέγια. Νέα οργή των γιγάντων ξέσπασε στο Μίντγκαρντ.

Η Νάννα και ο Νέρμιν έχαναν όλο και περισσότερο έδαφος από αυτό τον πόλεμο για να υπερασπιστούν τους ανθρώπους από τους γίγαντες. Οι εχθροί τους είχαν τεράστια δύναμη! Κατοικούσαν στο Γιότουνχέιμ γύρω από το Μίντγκαρντ και έτσι μπορούσαν να ασκούν άμα το ήθελαν μεγάλη επιρροή στους θνητούς. Αρκετά κουρασμένη και εξουθενωμένη καθόταν η Νάννα πάνω σ’ έναν βράχο αλλά ο Νόνταν προσπαθούσε ως βαλκυρία που ήταν να την ενθαρρύνει και της πρότεινε να ζητήσει βοήθεια από την μαγεμένη γάτα, την Μπαστέτ, που κατοικούσε σε μία σπηλιά στην βουνοκορφή. Πήγε η Νάννα να την συναντήσει αλλά η Μπαστέτ δεν βρισκόταν πλέον εκεί! Ο Νέρμιν έκανε μεγάλη συμμαχία με το Σβαρταλφχείμ που κατοικούνταν από νάνους, αιώνιοι εχθροί των γιγάντων και επιδέξιοι στο βέλος. Η μεγάλη μάχη ανθρώπων και νάνων εναντίον γιγάντων έφτασε και οι πρώτοι έμειναν αλώβητοι ενώ οι γίγαντες οδηγούνταν στην πτώση τους. Ο Σεφ ερχόμενος σε απελπισία με την ήττα του αποφάσισε να εκδικηθεί με τον χειρότερο τρόπο, απήγαγε την μοναδική βαλκυρία που απέμεινε ρίχνοντάς της πάνω της ένα μαύρο ύφασμα για να την παγιδεύσει. Ο Νέρμιν τρελάθηκε όταν έχασε την Νάννα και θα έκανε τα πάντα για να την φέρει πίσω.

Στο παλάτι των γιγάντων ο Σεφ ήταν αποφασισμένος. Εφόσον κάποτε δεν μπορούσε να έχει την Φρέγια ως γυναίκα του, θα είχε την Νάννα. Του φαινόταν πιο ελκυστική αυτή η βαλκυρία και απόψε θα την έκανε δική του. Έτσι την κάλεσε σε επίσημο προσωπικό γεύμα για να την γνωρίσει καλύτερα και να την παντρευτεί στην συνέχεια. Στο δωμάτιο που ήταν φυλακισμένη η Νάννα πληθώρα υπηρετών την στόλιζαν. Μετά από λίγο η Νάννα παρουσιάστηκε μπροστά στον Σεφ. Ήταν τόσο όμορφη που δεν μπορούσε να κρατηθεί! Πήγε να την αγγίξει αλλά το περιδέραιό της έλαμψε τόσο έντονα που τυφλώθηκε στιγμιαία. Μόλις ανέκτησε την όρασή του διέταξε τους φρουρούς του να την κλείσουν στα μπουντρούμια. Απόρριψε το ενδεχόμενο να κάνει για σύζυγό του μία ιερή κυρία Magatama. Όμως αν την κρατούσε φυλακισμένη ίσως κατάφερνε να σκοτώσει τον Νέρμιν και να προκαλούσε την οργή και των υπόλοιπων θεών.

Το κελί της Νάννα ήταν τόσο σκοτεινό που δεν έβλεπε τίποτα. Αισθανόταν ότι βρισκόταν στο απέραντο σκοτάδι και ήταν τόσο μόνη. Μακάρι ο Νέρμιν να την έβρισκε άμεσα! Καθόταν εδώ και ώρες και σκεφτόταν. Τόσα χρόνια είχε αφεθεί σε μεγάλο ύπνο αλλά μπροστά του οι στιγμές στο κελί έμοιαζαν με αιωνιότητα. Αποκοιμήθηκε κι άρχιζε να ονειρεύεται μέχρι που ένα άγγιγμα στους αγκώνες της από ένα ζώο την ξύπνησε. Άρχιζε να τρίβεται πάνω της ένα τριχωτό ζώο και όταν το ακούμπησε κατάλαβε ότι επρόκειτο για μία γάτα. «Πώς βρέθηκες εσύ εδώ;» την ρώτησε και χωρίς να περιμένει καμία απάντηση μετά από λίγο άκουσε την γάτα να της μιλά. «Είμαι φυλακισμένη όπως κι εσύ. Μόνο που εγώ είμαι και καταραμένη!». Δεν πίστευε στα αυτιά της. Μέχρι που η Μπαστέτ της διηγήθηκε όλη την ιστορία. Κάποτε ήταν η τελευταία νόρνα, η τέταρτη μικρότερη από τις τρεις αδερφές της με μεγάλη διαφορά ηλικίας. Οι νόρνες τότε είχαν τόση δύναμη που μπορούσαν να καθορίσουν τα πάντα, αρκεί να μην εμπλέκονταν με θεούς και ανθρώπους. Ήταν οι μοίρες των πάντων, η Ουρντ «πεπρωμένο, αυτό που έχει γίνει», η Βερντάντι «ανάγκη, αυτό που γίνεται», η Σκουλντ «ύπαρξη, το πρέπον» και η Μπαστέτ «ιδανικότερο, αυτό που θα ήταν καλύτερο να γίνεται». Η Μπαστέτ ήταν νέα και όμορφη και δεν μπορούσε να υπακούσει σ’ όλους τους κανόνες. Έτσι ερωτεύτηκε έναν θεό που είχε εκλεγεί να καθορίσει την μοίρα του, τον Σάλιντ, τον δίδυμο αδερφό του Νόνταν. Όταν το έμαθαν οι αδερφές της την εξόρισαν από την εξώσφαιρα, την καταράστηκαν να χάσει κάθε ανθρώπινη μορφή και να μετατραπεί σε γάτα, όπου θα ζούσε σε μία σπηλιά στο βουνό μόνη της μέχρι που την βρήκαν οι γίγαντες και την φυλάκισαν. Στον Σάλιντ έδωσαν ειδική κατάρα και πέθανε από λέπρα. Συμπόνοια και θλίψη πλημμύρισαν την ψυχή της Νάννα και αγκάλιασε την Μπαστέτ μέχρι που και οι τρεις νόρνες δάκρυσαν από αυτή την στάση και αποφάσισαν να πάρουν το μέρος των δύο κοριτσιών.


Ο Νέρμιν επισκέφτηκε το Άσγκαρντ και συνάντησε τους γονείς που είχε στην προηγούμενη ζωή. Ζήτησε βοήθεια από τον Οντίν, την Φρίγκα και τον Θωρ για να μπει στο παλάτι του Σεφ και να απελευθερώσει την γυναίκα του. Μπροστά του φάνηκε κι ο Λόκι μ’ ένα ειρωνικό χαμόγελο. Μετά από λίγο όταν ήταν μόνοι πλησίασε τον Νέρμιν και του επεξήγησε το σχέδιο που είχε καταστρώσει τότε με το δηλητηριασμένο γκι κι ότι είχε συμφωνήσει κι ο ίδιος να πεθάνει ώστε να μπορεί να γεννηθεί ως θνητός και να βρίσκεται με την αγαπημένη του. Πάντα του άρεσε να ξεκαθαρίζει τα πράγματα ώστε να μην αναλαμβάνει στο τέλος εκείνος τις ευθύνες! Ο Νέρμιν τον κοιτούσε με επιφύλαξη. Ως Μπαλντρ κάποτε τον εμπιστευόταν και τον θεωρούσε αδερφό του αλλά ως Νέρμιν ήταν αρκετά επιφυλακτικός.

Στρατιά μεγάλη από ανθρώπους, νάνους και θεούς μαζεύτηκε έξω από το παλάτι του Σεφ στο Γιότουνχέιμ. Θα ερχόταν το τέλος της δυναστείας των γιγάντων! Φωνές μάχης ακούγονταν απ’ έξω ενώ από μέσα η Νάννα με την Μπαστέτ έψαχναν να βρουν τρόπο να αποδράσουν. «Μισό λεπτό. Ο Νόνταν μου είχε πει κάποτε ότι είσαι μαγεμένη. Υπάρχει κάτι που μπορείς να κάνεις και χρειάζεσαι την βοήθειά μου;». «Ναι, κάποτε θα μπορούσα να μας εξαφανίσω και να μας μεταφέρω σ’ ένα άλλο μέρος μόνο που τώρα είμαι ανήμπορη να το κάνω. Ο Σεφ όταν με φυλάκισε μου αφαίρεσε τα μάτια και χωρίς αυτά δεν έχω καμία δύναμη». «Ώστε είσαι τυφλή! Καημενούλα μου!». Το παλάτι έπεσε από τις στρατιές των εχθρών και μία νέα μάχη αναμενόταν ανάμεσα στον Σεφ και το Νέρμιν με τον πρώτο να ρίχνει σαν γιγάντιος που ήταν ότι αντικείμενο έβρισκε μπροστά του στον δεύτερο και ο δεύτερος να προσπαθεί να γλυτώσει πιάνοντας τα και αποκρούοντας τα ενώ ταυτόχρονα κατέβαλλε κάθε προσπάθεια να πλησιάσει κοντά του και να τον σκοτώσει. Του έμπηξε το ξίφος που του είχε χαρίσει ο θείος του ο Μέντεν στην καρδιά και πριν ξεψυχήσει τον ρώτησε «Πού την έχεις;». Το παλάτι άρχιζε να καίγεται κι ο Νέρμιν πανικόβλητος άνοιγε κάθε πόρτα σε κάθε δωμάτιο και έψαχνε. Έφτασε και στις φυλακές κι εκεί έψαχνε μέχρι που βρήκε λιπόθυμες από ασφυξία την γυναίκα του και κοντά της μία γάτα. Χωρίς να διστάσει τις σήκωσε και τις δύο και με χίλια ζόρια τις έβγαλε έξω. Αγκάλιασε την Νάννα και αυτή άρχιζε να ανακτά τις αισθήσεις της. Εκείνος ήταν τόσο εξαντλημένος που δεν άντεξε και λιποθύμησε. Και μετά συνέβη κάτι το ακατόρθωτο. Οι τρεις νόρνες αποφάσισαν να συγχωρήσουν την μικρή τους αδερφή κι εκείνη σηκώθηκε πάνω ως Μπαστέτ, τέταρτη νόρνα, η μοίρα του ιδανικότερου. Χρωστούσε χάρη στον σωτήρα της κι έτσι τον ευλόγησε με αθανασία. Την δοκιμασία του την είχε περάσει ο Νέρμιν ως θνητός, έδειξε θέληση να σώσει μία γάτα παρόλο που ξεπερνούσε τις δυνάμεις του να την μεταφέρει έξω μαζί με την αγαπημένη του. Αυτό τον καθιστούσε καλό με αγνή ψυχή ως προς τα ζώα.

Γλέντι μεγάλο γινόταν στο Άσγκαρντ με θεούς, ανθρώπους και νάνους παρευρισκόμενους. Από το γλέντι αυτό δεν έλειπαν και τα ζώα, όπου η Μπαστέτ ζώντας ως γάτα για αιώνες είχε φροντίσει για την καλοτυχία τους. Έκανε συμφωνία με την Φρέγια και εκείνη απελευθέρωσε κάθε γάτα που ήταν σκλαβωμένη στο άρμα της. Η θεά του έρωτα δέχτηκε με αντάλλαγμα να την ευλογούσε με την σειρά της να βρει τον μεγάλο έρωτα με ανταπόκριση. Η Μπαστέτ ως μοίρα του ιδανικότερου και του ακατόρθωτου της το υποσχέθηκε και της έκλεισε πονηρά το μάτι. Όλα τώρα στο παλάτι έμοιαζαν ήρεμα και ο Λόκι αποφάσισε να παραιτηθεί προσωρινά από κάθε μηχανουργία. Η Φρέγια τον έψαχνε ώρες και αποφάσισε να τον αναζητήσει στον δωμάτιό του. Εκείνος έλειπε αλλά η περιέργεια την οδήγησε να ψάξει τα πράγματά του μέχρι που βρήκε σ’ ένα ντουλάπι το προσωπικό του ημερολόγιο. Σ’ αυτό έγραφε τα πάντα, κάθε του σκέψη και κάθε του πράξη που τον βοηθούσε να έχει συνοχή σε κάθε σκευωρία του. Στην αρχή ένιωσε ξαφνιασμένη και οργή για τον φίλο της τον Λόκι, όταν όμως διάβασε την παράγραφο που την έσωσε από τον Σεφ και την βοήθησε να κρατήσει το μαγικό μενταγιόν εμπλέκοντας και τον Θωρ, μεγάλη έκπληξη βίωσε. Ο Λόκι ήταν ερωτευμένος μαζί της, μ’ αυτή την θεά του έρωτα που όλα μπορούσε να τα δει και να τα προβλέψει εκτός αυτά που αφορούσαν την ίδια. Ξαφνικά αισθάνθηκε ένα σκίρτημα στην καρδιά της και τα έβλεπε όλα από άλλη πλευρά. Βγήκε στην αίθουσα υποδοχής και χορού κι αντί να παραδώσει το ημερολόγιο του Λόκι στον Οντίν, κάτι που την πρόσταζε η λογική της, η καρδιά της είχε άλλα σχέδια. Έτρεξε στον κήπο της, προσπερνώντας χαμογελαστά τον Νέρμιν και την Νάννα που χόρευαν ευτυχισμένοι και φώναξε τον Λόκι. Εκείνος μεταμορφωμένος σε γεράκι έφτασε γρήγορα κοντά της και πήρε ανθρώπινη μορφή. «Θέλεις να είσαι μαζί μου;» τον ρώτησε. «Φρέγια, εγώ…». «Διάβασα το ημερολόγιό σου!». «Α, μάλιστα! Και δεν θα με καταδώσεις στον Οντίν;». «Όχι, μόνο αν με παντρευτείς και μου ορκιστείς ότι θα αλλάξεις!». «Για εσένα, Φρέγια, θα γινόμουν αγνός. Θα γεννιόμουν κι εγώ ξανά σαν τον Μπαλντρ και θα πέθαινα. Ναι, δέχομαι!». της απάντησε και την φίλησε.

Μεγάλος γάμος θα γινόταν την επόμενη ημέρα στο Άσγκαρντ και ο Νέρμιν με την Νάννα αποφάσισαν να διανυκτερεύσουν πριν τον γάμο στο Μίντγκαρντ δίπλα στους γονείς τους. Όλες οι κατάρες, τα βάσανα και τα εμπόδια είχαν πλέον τελειώσει και στην γη των ανθρώπων καθώς και στην πόλη των θεών υπήρχαν αγάπη και ειρήνη. Οι κακοί έγιναν καλοί αφού παίχτηκε το μεγαλύτερο παιχνίδι της μοίρας και οι νόρνες έγιναν συμπονετικές κι αυτές με την σειρά τους. Η Ειμαρμένη που ήταν ένα μεγάλο τέρας με την μορφή αρκούδας ημέρευσε. Έφτασε η μέρα του γάμου και όμοια τελετή δεν είχε ξανασυμβεί με τον γαμπρό να είναι το μεγαλύτερο κάθαρμα όλων των εποχών ή καλύτερα ήταν κάθαρμα καθώς ο έρωτας τον άλλαξε. Αυτή ήταν η ευχή της τέταρτης νόρνας κι αυτό ήταν το πεπρωμένο όλων.

 

Συγγραφέας: Ζωρζέτ Βασιλείου – Σπουδάστρια Tabula Rasa

 


«Νερμινγιάνα» της Ζωρζέτ Βασιλείου (μέρος 'α)

Καθόταν πάνω από το βρέφος της η βαλκυρία Βιγκρίνδη και το παρατηρούσε όσο περισσότερο μπορούσε για να το χορτάσει καθώς σε λίγο θα το αποχωριζόταν. Ο πατέρας της, ο θεός Νόνταν ήταν ξεκάθαρος, ποτέ δεν έπρεπε να ερωτευτεί θνητό! Όμως, εκείνη δεν μπορούσε να αποτρέψει την καρδιά της να χτυπά σαν τρελή για τον πολεμιστή Σίχμουντ, παρόλο που ο ρόλος της ήταν μόνο να μείνει δίπλα του ως προστάτιδά του. Μόλις το έμαθε ο Νόνταν κάλεσε σε συνέλευση και τις υπόλοιπες βαλκυρίες και αποφάσισαν να της αφαιρέσουν την αθανασία και σαν να μην έφτανε μόνο αυτό την καταδίκασαν σε πυρά. Αυτό μόλις γεννούσε το παιδί της καθώς ήταν έγκυος από τον Σίχμουντ. Το κοριτσάκι της την κοιτούσε μ’ ένα βλέμμα ανήσυχο και συνάμα τρυφερό, ποτάμια δάκρυα χύθηκαν από τα μάτια της Βιγκρίνδη με την ευχή της η κόρη της, η μικρή Νάννα, να αποκτούσε πλούσια μακριά μαύρα μαλλιά σαν της μητέρας της και να είχε την δύναμη και την δική της καρδιά. Η βαλκυρία μάζεψε όση περηφάνια είχε κι έστειλε ένα τελευταίο γράμμα στον Νόνταν. Τον παρακαλούσε να απελευθέρωνε τον Σίχμουντ από την φυλακή, καθώς εκείνος ήταν αθώος και να τον άφηνε ήσυχο να μεγαλώσει το κοριτσάκι τους. Το ολοκλήρωσε και το έστειλε μ’ ένα γεράκι. Ο πατέρας της συμφώνησε με την προϋπόθεση να έμεναν μακριά από τους θεούς για πάντα.

 

Τα χρόνια πέρασαν και η μικρή Νάννα μεγάλωσε κι έγινε μία όμορφη και δυνατή κοπέλα, όπου στην ξιφασκία κέρδιζε κάθε νέο. Είχε συμβάλλει σ’ αυτό κι ο πατέρας της Σίχμουντ, όπου την λάτρευε καθώς όταν την κοίταζε του θύμιζε την χαμένη βαλκυρία του. Έμεναν σε μία μεγάλη σπηλιά που βρισκόταν πολύ κοντά σ’ ένα  δάσος το οποίο καθώς διασχιζόταν οδηγούσε σε μία απέραντη λίμνη. Όλες αυτές οι εκτάσεις ήταν το Μίντγκαρντ, ο κόσμος των ανθρώπων. Όμως καθώς η Νάννα περπατούσε σ’ αυτές τις εκτάσεις μεγάλη εντύπωση της έκανε η μεγάλη γέφυρα που ποτέ δεν ήταν ξεκάθαρη η εικόνα της, καθώς την σκέπαζαν σύννεφα ομίχλης. Ήταν η γέφυρα του Μπιφρόστ που συνέδεε το Μίντγκαρντ με το Άσγκαρντ, την κατοικία των θεών. Για λίγο σκέφτηκε να προσπαθήσει να την διασχίσει όμως θυμήθηκε τα λόγια του πατέρα της που πάντα της έλεγε «Κοριτσάκι μου, μπορείς να διασχίσεις κάθε έδαφος, να ταξιδέψεις σ’ όσα μέρη λαχταράς, αρκεί να μείνεις μακριά από την γέφυρα του Μπιφρόστ. Αυτό ποτέ μην το ξεχάσεις!». Έτσι, δίστασε κι έκανε πίσω επιστρέφοντας ξανά το δάσος. Ο ήλιος έδυε και την θέση του έπαιρνε το φεγγάρι. Από μακριά ακούστηκε ένας περίεργος θόρυβος. Κοντοστάθηκε για λίγο και έβγαλε το σπαθί της. Την πλησίασε ένας νέος άντρας, με άσπρη επιδερμίδα, καστανόξανθα μακριά μαλλιά και μπλε μάτια και τέτοια κορμοστασιά που αναρωτήθηκε αν είχε ξανασυναντήσει ποτέ τόση ομορφιά. «Μείνε εκεί που είσαι αλλιώς πρέπει να παλέψουμε», του είπε. «Καλά, ότι θέλεις, αν και απεχθάνομαι τον πόλεμο! Εγώ, νομίζω είναι καλύτερα πρώτα να συστηθούμε. Με λένε Μπαλντρ!» της είπε και της έκλεισε το ένα μάτι. «Πώς βρέθηκες εδώ;» τον ρώτησε. «Είμαι καπετάνιος, βλέπεις σ’ εκείνη την πλευρά…» την άγγιξε ζεστά στον ώμο για να της δείξει την άλλη πλευρά της λίμνης. «…είναι το καράβι μου, το Χρινγκχάμ!». Πολλά συναισθήματα γεννήθηκαν μέσα της και καθώς μιλούσαν όλο και περισσότερο ήταν σίγουρη για ένα πράγμα. Ερωτευόταν τον νέο άντρα παράφορα. Το ίδιο κι εκείνος και έδωσαν ένα παθιασμένο φιλί κάτω από ένα γκι. Οι νόρνες στην εξώσφαιρα κοίταζαν η μία την άλλη περίεργα και γελούσαν.

Όταν ο Μπαλντρ γύρισε στο Άσγκαρντ δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό του την νεαρή θνητή που συνάντησε πριν λίγες ώρες. Παρόλο που τον επιθυμούσαν αρκετές θεές εκείνος ποτέ δεν είχε συναισθήματα για καμιά. Τον ποθούσαν πολλές γυναίκες αλλά αυτός πρώτη φορά αισθάνθηκε κάτι τόσο δυνατό και έντονο και ήταν για την Νάννα. Γι’ αυτό δεν μετάνιωσε για την απόφασή του να την καλέσει στο πάρτι γενεθλίων του που θα του έκαναν οι υπόλοιποι θεοί την επόμενη μέρα στο Άσγκαρντ.

Η Νάννα για να φτάσει στο Άσγκαρντ, έπρεπε να διασχίσει την γέφυρα του Μπιφρόστ. Η καρδιά της χτυπούσε τόσο δυνατά για τον Μπαλντρ που παράκουσε τις εντολές του πατέρα της, όπου τις τόνιζε κάθε μέρα χωρίς να της επεξηγεί τον λόγο. Μόλις έφτανε σ’ αυτά τα μέρη δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που έβλεπε. Παντού υψηλά και ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής κτίρια που πλαισίωναν έναν ξεχωριστό κόσμο. Από το προαύλιο του πρώτου κεντρικού κτιρίου που έμοιαζε με παλάτι την υποδέχτηκε ο Μπαλντρ λέγοντάς της «Καλώς ήρθες στον κόσμο των θεών!». Ούτε αυτό την ένοιαξε, ιδιαίτερα, αρκεί να είναι μαζί του! Της πήρε το χέρι, την κράτησε από το μπράτσο και την συνόδευσε στην αίθουσα του χορού. Μόλις τους είδαν οι υπόλοιποι θεοί όλα τα βλέμματα έπεσαν πάνω τους. Ο Λόκι που πάντα χασκογελούσε πειράζοντας τους άλλους έμεινε άφωνος. Ο πατέρας του Μπαλντρ, ο Οντίν σάστισε, η σύζυγός του η Φρίγκα που στεκόταν δίπλα του κοιτούσε γεμάτη περιέργεια και η Φρέγια, η θεά του έρωτα χαμογέλασε γεμάτη κατανόηση. Άρχιζε να παίζει η μουσική και ο Μπαλντρ με την Νάννα άρχισαν να χορεύουν. Μόλις τελείωσαν τα δύο πρώτα κομμάτια ο Οντίν έκανε νόημα στον γιο του να του μιλήσει ιδιαιτέρως σ’ άλλη αίθουσα. Η Νάννα έμεινε για λίγο μόνη της αλλά η Φρέγια την πλησίασε και της έπιασε τον μπράτσο με τέτοια ζεστασιά ώστε να την συνοδεύσει στον μαγικό κήπο. «Μόνο εσύ με συμπαθείς εδώ μέσα, απ’ ότι φαίνεται!» της είπε η Νάννα. «Δώσε τους χρόνο, καλή μου, να χωνέψουν κάτι τόσο απαγορευμένο!». Ο  Οντίν κρατιόταν από τα νεύρα του για να μην ξεσπάσει άγρια πάνω στον γιο του. Ήταν ο δευτερότοκος μετά τον Χοντ, που γεννήθηκε τυφλός ο δύστυχος, ενώ ο Μπαλντρ είχε τόσες αρετές και χάρες. Ήταν τόσο τέλειος που πάντα περηφανευόταν για εκείνον, πάντα μέχρι πρωτίστως. «Καλά τρελάθηκες, τελείως; Έφερες μία θνητή ανάμεσά μας;». «Πατέρα, την ερωτεύτηκα και θέλω την βοήθειά σου για να ζήσουμε μαζί για πάντα! Θέλω να πείσεις την Ιντούν να της δώσει το μήλο της νιότης και της αθανασίας ώστε να μπορεί να μείνει μαζί μου στο Άσγκαρντ και να γίνει γυναίκα μου!». «Έχεις τρελαθεί τελείως! Ξεχνάς ότι μ’ αυτόν τον τρόπο πατάς την συνθήκη μας με τους γίγαντες. Αν αναμειχτούμε με τους θνητούς, πόλεμος θα ξεσπάσει πάλι γιατί θα θελήσουν κι αυτοί θνητούς κι αργότερα το Μίντγκαρντ. Είμαι έξαλλος, δεν το περίμενα από εσένα αυτό! Αρκετά ανεχόμουν τόσα χρόνια τα ταξίδια σου ως ιστιοπλόος!». Κι ακούγοντας όλες αυτές τις φωνές μπαίνει μέσα και η μητέρα του η Φρίγκα για να ηρεμήσει τα πνεύματα. Εκείνη, όπως πάντα, έχοντας μεγάλη αδυναμία στον όμορφο γιο της πήρε το μέρος του και ρώτησε ικετεύοντας τον Οντίν αν μπορούσε στην περίπτωσή τους να γίνει κάτι με την Νάννα. «Δεν μπορούν να είναι μαζί, δυστυχώς!» είπε ο πατέρας του και αναχώρησε από την αίθουσα αφήνοντάς σύζυγο και γιο πίσω του.

«Είναι τόσο όμορφα αυτά τα μπλε τριαντάφυλλα! Στο Μίντγκαρντ δεν έχω δει όμοιά τους!» είπε η Νάννα στην Φρέγια εντυπωσιασμένη γι’ αυτό που έβλεπε. «Είναι ο δικός μου κήπος! Εδώ ξεχνώ κάθε μου έγνοια!» της ανταποκρίθηκε η Φρέγια σκεπτική έχοντας ως μεγαλύτερη έγνοια τον ανεκπλήρωτο έρωτά της για τον Οντίν. Έπειτα βγήκε στον κήπο και ο Μπαλντρ και έπιασε το χέρι της Νάννα για να την συνοδεύσει πίσω στο Μίντγκαρντ. Εκείνη μόλις έφτασε στο σπίτι τύψεις και ενοχές την πλημμύρισαν γι’ αυτό που έκρυψε από τον πατέρα της. Όμως ο Σίχμουντ αντιλήφθηκε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με την κόρη του και αποφάσισε να της μιλήσει για όλα. Δάκρυα κύλησαν από τα μάτια της που ένιωσε αμέσως αποστροφή για τους θεούς, για όλους τους θεούς εκτός από τον Μπαλντρ. Ήταν τόσο καλός και γλυκός που δεν θα μπορούσε ποτέ να τον μισήσει! Το ίδιο και την Φρέγια, την καλύτερη φίλη που είχε ποτέ!

Στο παλάτι στο Άσγκαρντ καθόταν ο Μπαλντρ σκεπτικός. «Έλα, μην κάθεσαι έτσι; Κάτι μπορεί να γίνει! Μην σταματάς να ελπίζεις ο έρωτας τα νικά πάντα όλα!» του απευθύνθηκε στοργικά η Φρέγια. Ο Λόκι, ως κατεργάρης και ζηλιάρης που ήταν πάντα παρατηρούσε όλη αυτή την συζήτηση και σκέφτηκε ένα ύπουλο σχέδιο. «Λοιπόν, Μπαλντρ, αφού δεν μπορείτε να είστε μαζί ως θεοί, τί θα έλεγες να είσαστε ζευγάρι ως θνητοί;». «Μα τι λες;» ανταποκρίθηκε η Φρέγια. Για ένα άτομο που μπορεί να είχε συναισθήματα ο Λόκι κι αυτά πάντα χωρίς ανταπόκριση ήταν για την Φρέγια. Ένιωθε αμηχανία κοντά της και πάντα την βοηθούσε σ’ ό,τι κι αν της συνέβαινε. «Λέω πως θα μπορούσε ο Μπαλντρ να γινόταν θνητός. Μόνο που πρέπει να πεθάνει και να ξαναγεννηθεί». Η Φρέγια ήταν πολύ διστακτική μ’ αυτό το ύπουλο σχέδιο αλλά ο Μπαλντρ ως παράφορα ερωτευμένος στο τέλος συμφώνησε. Οι νόρνες κοίταξαν την Ειμαρμένη γεμάτες απορία. Μπροστά στα ύπουλα σχέδια του Λόκι πάντα έχαναν τον πλάνο τους για την μοίρα.

Έφτασε και η μεγάλη ημέρα, που θεωρούνταν η γιορτή των θεών. Γιόρταζαν τα 1.700 χρόνια τους στο Άσγκαρντ μετά την τελευταία τους συνθήκη με τον πόλεμο που είχαν με τους γίγαντες. Εκείνη την ημέρα κάθε χρόνο συνήθιζαν να πετάνε πράγματα ο ένας στον άλλο αισθανόμενοι πιο δυνατοί. Αυτός που συμμετείχε, πάντα, με μεγάλη προθυμία γιατί εκτός από όμορφος ήταν και ο πιο δυνατός ήταν ο Μπαλντρ. Έτσι, όλοι στράφηκαν να πετάνε πράγματα εναντίον του. Πετούσαν κλειδιά, ρόκα και ανέμη κι εκείνος τα έπιανε. Για μία στιγμή κάτι ψιθύρισε στο αυτί του Χοντ ο Λόκι, κι εκείνος παρόλο που ήταν τυφλός ρώτησε τον αδερφό του αν μπορούσε να συμμετέχει κι εκείνος στο παιχνίδι. Ο Μπαλντρ του ανταποκρίθηκε θετικά χαμογελώντας και σε μία ανυποψίαστη στιγμή από πολλές συνιστώσες, είτε για τον τυφλό αδερφό του είτε για το ασήμαντο αγριόχορτο που ήταν το γκι, ο Μπαλντρ ένιωσε την δύναμή του να λυγίζει κι σωριάστηκε κάτω κρατώντας στην ματωμένη μεριά της καρδιάς του το βέλος με το γκι που του πετάχτηκε τόσο γρήγορα. Έχασε τις αισθήσεις του και πέθανε. Θρήνος και οδύνη επικράτησε στο παλάτι στο Άσγκαρντ. Με την μητέρα του Φρίγκα να κλαίει και να τραβάει τα μαλλιά της πάνω από το πτώμα του γιου της. Κι ο Οντίν ήταν κι αυτός θλιμμένος, αλλά δεν μπορούσε να κατηγορήσει τον Χοντ γιατί δεν έβλεπε αυτό που έκανε. Άλλου τέχνασμα ήταν όλο αυτό! Δεν έχασαν χρόνο οι γονείς του Μπαλντρ και έπεσαν στα γόνατα της Χελ, της θεάς του θανάτου, παρακαλώντας την να αναστήσει τον Μπαλντρ και τάζοντάς της δύναμη, πλούτο και δόξα. Εκείνη στις προτάσεις τους λύγισε, ως φιλόδοξη που ήταν, αλλά το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να ξαναγεννηθεί ο Μπαλντρ και να περάσει μία δοκιμασία ώστε να γίνει αθάνατος. Η Φρίγκα και ο Οντίν συμφώνησαν και το σχέδιο λάμβανε έδαφος.

Τα νέα του θανάτου του Μπαλντρ έφτασαν και στο Μίντγκαρντ από τον Χέιμνταλ, τον θεό που φύλαγε την γέφυρα του Μπιφρόστ. Έφτασαν και στα αυτιά της Νάννα από τον Σίχμουντ και εκείνη λιποθύμησε. Προμηθεύτηκε το πιο δυνατό δηλητήριο από τον βοτανολόγο Γκριγκ και μία μέρα φτάνοντας στο σημείο που γνώρισε τον Μπαλντρ αυτοκτόνησε. Ο Σίχμουντ αν και δεν του είχε πει όλη την αλήθεια για την επίσκεψή της στο Άσγκαρντ δεν μπορούσε να το αφήσει να περάσει έτσι αυτό. Επισκέφτηκε τον Νόνταν, όπου το σπίτι του ήταν κάτω από τους καταρράκτες και ζήτησε έλεος για την εγγονή του. Εκείνος έχοντας χάσει τις άλλες τρεις κόρες του που ήταν βαλκυρίες από σφαγή των γιγάντων και μένοντας μόνος του λύγισε στα παρακάλια του Σίχμουντ. Έπεσε στα γόνατα της Χελ για την επιστροφή της εγγονής του, της Νάννα και εκείνη γέλασε ειρωνικά. Θα ζήσει μόνο όταν το φιλί ενός ερωτευμένου νέου την ξυπνήσει απ’ αυτό τον τάφο. Και της έφτιασε ένα φέρετρο δίπλα από τους καταρράκτες όπου το στόλιζαν αγριόχορτα γκι. Η Ειμαρμένη έξυσε αδίστακτα τα μουστάκια της και κοίταξε τις νόρνες πονηρά.

 

Η συνέχεια στο Μέρος ΄β

 

Συγγραφέας: Ζωρζέτ Βασιλείου – Σπουδάστρια Tabula Rasa