Έκλεισα
την πόρτα τόσο δυνατά πίσω μου, που νόμιζα πώς τραντάχτηκε όλο το σπίτι. Στα
χέρια μου κρατούσα σφιχτά το τσαλακωμένο χαρτί, που ήταν η αιτία της συντριβής μου.
Βγήκα στον δρόμο τρέχοντας, χωρίς να ξέρω που να πάω, μόνο να φύγω, όσο το
δυνατόν γρηγορότερα, από το σπίτι και την μαμά μου, που η εικόνα της μου
προκαλούσε αηδία και αποστροφή. Ο δροσερός αέρας, που χτυπούσε στο πρόσωπο
καθάρισε για λίγο το μυαλό και ηρέμησε το κορμί που ταλανιζόταν από τις σκέψεις
και το κλάμα. Η μυρωδιά του φρεσκοψημμένου καφέ, οδήγησε τα βήματα μου, στο
καφενεδάκι της γωνίας, ενός μικρού στενού. Ένας ζεστός καφές, ήταν ότι έπρεπε. Βρήκα μια ήσυχη γωνιά και ξεδίπλωσα με τρεμάμενα χέρια το χαρτί.
Διάβαζα ξανά και ξανά την επιστολή και δεν μπορούσα
να το χωνέψω. Γνώριζα πολύ καλά τον
γραφικό χαρακτήρα του αποστολέα και πράγματι ήταν της μάνας μου. Ήταν
ένα γράμμα που προοριζόταν στον εραστή της. Λόγια αγάπης, έρωτα, αφοσίωσης και
πίστης, που δεν είχαν να κάνουν με τον πατέρα μου, αλλά ο παραλήπτης ήταν ένας
άγνωστος. Δεν το χωρούσε ο νους. Η δική μου η μητέρα, είχε εραστή. Ένιωθα
ζαλάδα, σιχασιά και ένα ανακάτεμα στο στομάχι και μόνο στην σκέψη, ότι μπορεί
να την ακουμπούσε ένας άλλος άνθρωπος εκτός του πατέρα μου και μάλιστα έτρεφε
και δυνατά αισθήματα γι’ αυτόν, όπως περιέγραφε γλαφυρά στο γράμμα της. Πως
μπορούσε να το κάνει αυτό σε μας; Την είχα πάντα πολύ ψηλά μέσα μου. Με
μεγάλωνε μαθαίνοντάς μου πάντα να λειτουργώ με αξίες και ήθος. Ένας τόσο
σοβαρός και τυπικός άνθρωπος, πώς με ξεγελούσε μια ζωή. Μέσα μου γεννήθηκαν πολλά
ερωτηματικά και έπρεπε να τα απαντήσω. Η
μόνη λύση, ήταν να βρεθώ πρόσωπο με πρόσωπο μαζί της και να την ξεμπροστιάσω. Ήθελα
να εκδικηθώ για τον πόνο και την προδοσία που προκάλεσε τόσο σε μένα, όσο και
στον πατέρα μου.
Είχε
αρχίσει να σκοτεινιάζει, όταν έφτασα στο κατώφλι του σπιτιού και οι αστραπές
φώτιζαν το τοπίο. Βαριά η ατμόσφαιρα και τα σύννεφα προμήνυαν βροχή. Το σπίτι
ήταν βυθισμένο στο σκοτάδι και στην σιωπή. Με βαριά καρδιά γύρισα τον σύρτη, αντικρύζοντας
απέναντι μου την μητέρα μου, με το πρόσωπο της κρυμμένο στις παλάμες και το σώμα τυλιγμένο σαν κουβάρι.
Σε
..σε περίμενα είπε κομπιάζοντας. Πρέπει να μιλήσουμε...πρέπει να σου εξηγήσω, γιατί
δεν είναι αυτό που κατάλαβες. Δεν άντεχα άλλο να με κοροϊδεύει και της
επιτέθηκα τσιρίζοντας. Ήθελα να της κάνω να πονέσει να την βρίσω να…να... Πάψε,
πώς μπόρεσες και το έκανες αυτό. Τα μάτια μου πλημμύρισαν δάκρυα και όρμησα
επάνω της να την χτυπήσω. Γκρέμισες τα θεμέλια της ζωής μου, κλονίστηκε η
εμπιστοσύνη μου. Πρόδωσες τα ιδανικά σου, τον πατέρα μου, μας ξεπούλησες, της
φώναζα χτυπώντας την στο στήθος. Αισθάνθηκα την πίεση των χεριών της στο
πρόσωπο μου και το ταρακούνημα από το χαστούκι της με επανάφερε στην
πραγματικότητα. Τι έκανα Θεέ μου, χτυπούσα την ίδια μου την μάνα. Την γυναίκα
που με μεγάλωσε, δίνοντας μου την ψυχή της, την αγάπη της ,την στοργή της. Την
αγκάλιασα σφιχτά και ξεσπάσαμε και οι δυο σε λυγμούς. Άρχισε να μου εξιστορεί
την ιστορία της και ‘γω να κρέμομαι από τα χείλη της, γιατί είχα ανάγκη, να την
καταλάβω, να την συγχωρήσω, για να προχωρήσω ως άνθρωπος και να συνεχίσω την
πορεία της ζωής μου, όπως ήταν πριν...
Με
τον Χρήστο μεγαλώσαμε μαζί. Τα σπίτια μας τα χώριζε ένας παλιός φράχτης.
Είμασταν και οι δυο από πολύτεκνες οικογένειες. Αυτός ήταν το τέταρτο κατά
σειρά παιδί, αφού προηγούνταν άλλες τρείς αδερφές, η μια πιο κακιά από την
άλλη. Οι γονείς του, ήταν άνθρωποι φτωχοί που ασχολούνταν με την γη. Έτσι όταν
ήρθε το αγόρι, πήραν μια ανάσα, γιατί υπήρχε άλλο ένα αντρικό χέρι να βοηθήσει
στα χωράφια.
Εγώ
μεγάλωνα σε μια οικογένεια, που όπως γνωρίζεις τα κουτσοέφερνε πέρα, αλλά η
αγάπη και η κατανόηση των παππούδων σου ξεπερνούσε κάθε δυσκολία.
Μεγάλωνα
όμορφα και γινόμουν ολοένα και πιό επιθυμητή στα αγόρια του χωριού, που
έστελναν συνεχώς προξενιά στον παππού σου δίνοντας μάλιστα και προίκα, πράγμα
ανορθόδοξο για την εποχή. Από καιρό ο Χρήστος μου έδειχνε ερωτικά σημάδια. Έβλεπα
στα μάτια του το φως, την λάμψη που σου δίνει ο έρωτας. Απόδειξη της αγάπης του
μάλιστα ήταν και ένας καβγάς του, ένα βράδυ με κάποιο συγχωριανό μας, που
ζήτησε ο δόλιος το χέρι μου από τον παππού σου. Του έσπασε το κεφάλι και του
μήνυσε να μην ξαναπατήσει το πόδι του στον δικό μας μαχαλά.
Ένα
πρωινό πηγαίνοντας στο πηγάδι για νερό, μου εκμυστηρεύτηκε τον έρωτα του και με
όρκισε να τον περιμένω και να γίνω γυναίκα του. Έπρεπε βλέπεις να περιμένει να
παντρευτούν πρώτα οι αδερφές του και μετά να λευτερωθεί αυτός. Ορκίστηκα χωρίς
δεύτερη σκέψη, αφού και εγώ ήμουν τρελά ερωτευμένη μαζί του. Θα σε περιμένω
μέχρι να πάψω να ανασαίνω, του υποσχέθηκα. Δώσαμε όρκους και υποσχέσεις που
κανείς από τους δυο δεν κράτησε. Οι αδερφές του ποτέ δεν παντρεύτηκαν και οι
γονείς του ήταν ανένδοτοι σε έναν γάμο του Χρήστου, πριν παντρευτούν αυτές.
Σε
έναν καυγά μας επάνω στα νεύρα μου του είπα πως θα παντρευτώ τον πατέρα σου, αν
δεν φερόταν αντρίκια. Με χαστούκισε και έφυγε τσαντισμένος, ποντάροντας στην
αγάπη που του είχα.
Γύρισα
στο σπίτι και από πείσμα δέχτηκα την πρόταση γάμου του πατέρα σου. Είπα στον
πατέρα μου να μηνύσει της προξενήτρας, πως τον Ηλία θα τον πάρω με παππά και
με κουμπάρο.
Όλα
έγιναν πάρα πολύ γρήγορα και μέσα σε δυο μήνες στεφανώθηκα τον πατέρα σου. Φύγαμε
από το χωριό και ζήσαμε στην επαρχία. Φτιάξαμε το σπίτι μας στα θεμέλια ενός
εγωισμού. Το μυαλό μου ήταν συνεχώς στον Χρήστο, μιας και δεν μ´ άφηνε σε
ησυχία. Όπου πήγαινα τον έβρισκα συνεχώς μπροστά μου να με παρακαλάει να χωρίσω
και να φύγουμε μαζί μακριά από όλους… Είμαστε πλασμένοι ο ένας να αγαπάει τον
άλλο μου έλεγε και όλα εκείνα τα όμορφα λόγια που επιθυμεί να ακούσει κάθε
γυναίκα.
Ένα
πρωινό καθώς ξεπροβόδιζα τον πατέρα σου για την δουλειά, ένιωσα μια μικρή
αδιαθεσία, που με έβαλε σε ανησυχία. Είχα αποφασίσει να φύγω από το σπίτι και
κάθισα να γράψω ένα γράμμα στον Χρήστο μαρτυρώντας τον μυστικό μου πόθο γι´
αυτόν και τις προθέσεις μου για την μετέπειτα συνάντηση μας. Η λιποθυμία μου
όμως στάθηκε εμπόδιο να στείλω το γράμμα μου στον Χρήστο και άλλαξε και όλη την
πορεία της ζωής μου.
Μέσα
σε εννιά μήνες γέννησα το πιο όμορφο πλάσμα στον κόσμο. Ο ερχομός σου μικρή μου
γέμισε λευκά περιστέρια την ψυχή μου, έδωσε καινούργιο νόημα στην ζωή μου. Η
καρδιά μου πλημμύρισε από συναισθήματα πρωτόγνωρα και άρχισα να βλέπω τον
πατέρα σου με άλλη ματιά. Αργότερα έμαθα πως και ο Χρήστος παντρεύτηκε και
απέκτησε μια κόρη.
Έκρυψα
το γράμμα μαζί με την μορφή και την αγάπη που είχα γι’ αυτόν βαθιά μέσα σ´ ένα
συρτάρι και έδωσα όρκο τιμής στον εαυτό μου, να μην γυρίσω στα παλιά και να μην
επιτρέψω ούτε καν την σκέψη μου να πετάξει σ´ αυτόν. Η ζωή μου, η αρχή και το
τέλος της, θα ήσασταν εσύ και ο πατέρας σου. Αυτόν τον όρκο παιδάκι μου τον
τήρησα μέχρι σήμερα που εσύ με ανάγκασες να ξεθάψω με δυσκολία την μορφή του
από το μυαλό μου μιας και έχουν περάσει τόσα χρόνια.
Τον
πατέρα σου άρχισα σιγά σιγά να τον αγαπώ, να τον νοιάζομαι και να τον πονώ. Έγινε
κομμάτι του εαυτού μου. Περάσαμε μαζί σπουδαίες στιγμές κ άλλοτε πικρές και
άλλοτε χαρούμενες και εύχομαι να αξιωθούμε να περάσουμε ακόμα τόσες.
Όσο για
σένα μικρή μου, εδώ θα βρίσκομαι πάντα ρίζα μου, πλάι σου, όποτε με χρειαστείς.
Να έχεις εμπιστοσύνη στην μητέρα σου, γιατί έχτισα με πολύ αγάπη και
αυταπάρνηση τα θεμέλια αυτής της οικογένειας και τίποτα μα τίποτα στον κόσμο
δεν θα τα γκρεμίσει παρά μόνο ο Θεός...
Έγειρα
στην αγκαλιά της, ένιωσα πως λυτρώθηκα, την έσφιξα δυνατά και της ζήτησα αυτό
που της άξιζε μια μεγάλη συγνώμη.
Συγγραφέας: Ελένη Μαρμαρίδου - Φοιτήτρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου