Ο
Μένιος είχε πάντα τις ανέσεις του. Οι
δικοί του, η Κατερίνα κι ο Γιάννης, ήταν δύο άνθρωποι οι οποίοι είχαν μία καλή,
στρωμένη πλέον ζωή. Ο Γιάννης εργαζόταν σε μία ασφαλιστική που πήγαινε
ιδιαιτέρως καλά την εποχή εκείνη, με αποτέλεσμα να δίνει στον ίδιο πολύ καλές
απολαβές για την εργασία του. Η Κατερίνα από την άλλη εργαζόταν ως πωλήτρια στο
τμήμα της Lacoste σ' ένα μεγάλο εμπορικό κέντρο. Εργαζόταν πολλές ώρες, αλλά οι
απολαβές τις ήταν εξίσου καλές, με αποτέλεσμα να της «παίρνουν» ουσιαστικά τη
μισή κούραση. Το ζευγάρι ήταν παντρεμένο τρία χρόνια κοντά. Ζούσε σε ένα μεγάλο διαμέρισμα στους
Αμπελοκήπους Αττικής, επί της οδού Λαρίσης. Το σπίτι το είχαν αγοράσει με
δάνειο λίγο αφότου παντρεύτηκαν. Ένα χρόνο σχεδόν μετά ήρθε στη ζωή τους ο
Μένιος..
Παρά
το πιεστικό λόγω δουλειάς πρόγραμμά τους, του αφιέρωναν όσο περισσότερο χρόνο
μπορούσαν για παιχνίδια κι αγκαλιές. Κάθε Κυριακή δε, πήγαιναν οι τρεις τους τη
καθιερωμένη βόλτα στο Φλοίσβο, για περπάτημα στη Μαρίνα, κι ύστερα καφεδάκι με
θέα τη θάλασσα. Στο Μένιο άρεσε απίστευτα το να κάθεται να χαζεύει τη θάλασσα. Όπως είναι φυσικό κι επόμενο ο Μένιος είχε
αγαπήσει πάρα πολύ τις Κυριακές. Ολόκληρη την εβδομάδα περίμενε τη μέρα αυτή
που θα περνούσε εξολοκλήρου με τους δικούς του.
Κάποια
στιγμή όμως όλα άρχισαν να αλλάζουν μέρα τη μέρα. Οι καιροί άρχισαν να
δυσκολεύουν, οι υπερωρίες σταμάτησαν να πληρώνονται και υπήρξε περικοπή στους
μισθούς όλων. Αυτό άρχισε πολύ να επηρεάζει το ζευγάρι, το οποίο είχε μάθει να
ζει με άλλες ανέσεις. Πλέον τα οικονομικά άρχισαν να στενεύουν, το δάνειο να
πιέζει και η βόλτα της Κυριακής να φαντάζει σπατάλη. Το ζευγάρι τώρα μάλωνε
σχεδόν καθημερινά και κανείς τους δεν είχε πλέον όρεξη να ασχοληθεί με το
Μένιο.
Κάποια
στιγμή το πήραν απόφαση, πως δε γίνεται αλλιώς.
Ξεκίνησαν
για μια μονοήμερη στα Καλάβρυτα, με τον Μένιο στο πίσω κάθισμα να είναι
τρελαμένος από τη χαρά του, που μετά από τόσο καιρό ξαναέκαναν κάτι όλοι μαζί.
Οι γονείς του ήταν στενοχωρημένοι και όσο πλησίαζαν η Κατερίνα δε μπορούσε να
κρύψει τα δάκρυά της. Έφτασαν στη πόλη και στη κεντρική διασταύρωση απέναντι
από το τρενάκι του Οδοντωτού, άνοιξαν τη πόρτα του αυτοκινήτου, πέταξαν τον
Μένιο έξω, έκλεισαν γρήγορα, ανέπτυξαν ταχύτητα κι έφυγαν...
Ο
Μένιος δε μπορούσε να πιστέψει ότι τον εγκατέλειψαν. Ποτέ πριν δεν είχε
ξανανιώσει το φόβο αυτό. Από καλοταϊσμένος και καλοζωισμένος σκύλος της πόλης,
έγινε αδέσποτο σ' ένα άγνωστο γι' αυτόν επαρχιακό μέρος. Αβοήθητος και το χειρότερο,
μ' ένα κόκκινο λουρί στο λαιμό, να του θυμίζει συνεχώς την εγκατάλειψη των
δικών του.
Ευτυχώς
γι’ αυτόν τον βρήκε μετά από δύο μέρες μια κοπέλα και τον πήρε στο σπίτι της.
Του έβγαλε το παλιό λουρί και του έβαλε ένα καινούριο, κίτρινο. Του έδινε αμέτρητη
αγάπη, χωρίς να έχει καμία απολύτως άνεση. Τον αγάπησε από τη πρώτη στιγμή.
Εκείνος όμως, όσο κι αν την αγάπησε, ποτέ πια δε μπόρεσε να ξεπεράσει το φόβο
της εγκατάλειψης. Ο Μένιος πλέον ήταν μελαγχολικός, στενοχωρημένος. Ποτέ δε
ξεπέρασε ότι τα αφεντικά του, οι γονείς του, τον άφησαν στους πέντε δρόμους...
Συγγραφέας: Γεωργία Γανοπούλου - Φοιτήτρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου