Αγαπημένη
μου Δήμητρα,
Μου
ζήτησαν να σου γράψω στα πλαίσια μιας άσκησης λογοτεχνικής γραφής. Θέλω να γίνω
συγγραφέας. Το όνειρό μου δεν είναι ίδιο με το δικό σου. Το δικό σου το
εγκατέλειψες τόσο νωρίς! Ίσως και για αυτό το λόγο να δέχτηκα να σου γράψω
τελικά. Μπορείς να μη συνεχίσεις το διάβασμα αν θέλεις, γιατί δεν ξέρω τι
περισσότερο θα κερδίσεις εσύ διαβάζοντάς το. Εγώ όμως πρέπει να κάνω ότι λέει η
δασκάλα μου, κι αυτό το καταλαβαίνεις, έτσι δεν είναι;
Δεν
έχει περάσει πολύς καιρός από την απαγγελία του ποιήματος με τις 12 στροφές
στην σκηνή του κινηματογράφου κατά τη σχολική εορτή της 28ης
Οκτωβρίου 1973. Η μητέρα σου κεντούσε όλη νύχτα πάνω στην κόκκινη βελούδινη
ποδιά χρυσές πούλιες και χάντρες, ώστε να είσαι ντυμένη στη γιορτή περήφανη
ελληνοπούλα -βασίλισσα Αμαλία σε έλεγε. Ούτε ήξερες ποια ήταν αυτή η βασίλισσα και
γελούσες κοιτάζοντας τα ρούχα που καμιά σχέση δεν είχαν με τα ρούχα που
φορούσαν οι βασίλισσες των παραμυθιών, με την ελάχιστη εικονογράφηση, που είχες
διαβάσει μέχρι τότε. Αλλά δεν θα της χαλούσες το χατίρι, τόσο κόπο έκανε για
σένα. Δεν το συνήθιζε.
Δεν
είχες πάει ποτέ σου σε κινηματογράφο μέχρι εκείνη την ημέρα. Ανέβηκες δειλά και
στάθηκες όπου σου έδειξαν. Στο κέντρο της σκηνής. Στα πνευμόνια σου εισχωρούσε
η μυρωδιά της μουχλιασμένης αυλαίας και χαιρόσουν που κάποιος την τραβούσε
ψηλά, μακριά από τη μύτη σου. Στάθηκες μαρμαρωμένη και απροετοίμαστη μπροστά
στο θέαμα που αντίκρισες. Τόσα μάτια στραμμένα επάνω σου, που κοιτούσαν,
νόμιζες, τα αλλήθωρα δικά σου. Άκουγες γέλια και πίστευες ότι σε κορόιδευαν
είτε για τα ρούχα είτε για τα μάτια. Τότε άναψαν τα φώτα και σε τύφλωσαν. Δεν
έβλεπες το δρόμο της επιστροφής, πίσω από τις κουίντες, στην σιωπή και τη
ντροπή σου.
Σήκωσες
το πρόσωπο ψηλά, κάρφωσες το βλέμμα στους προβολείς -ας σε πόναγε τόσο φως, κι
άρχισες την απαγγελία. Πεντακάθαρες οι λέξεις έβγαιναν από τα χείλη σου
χορεύοντας στο ρυθμό της ρίμας, μη χάνοντας ούτε ένα βήμα. Λεβέντικα, με σάλτα
και φιγούρες κατά πως των έπρεπε. Άκουγες το μέταλλο της φωνής σου να αντηχεί
στην αίθουσα άλλοτε πυρακτωμένο κι άλλοτε ψυχρό και σε παρέσυρε στων λέξεων τον
κόσμο. Δεν υπήρχε κανείς, θυμάσαι; Μόνο φως, ήχος και συναίσθημα. Ήσουν εκείνη
η Ελληνοπούλα, που μονολογούσε εκστατική γιατί πόνεσε, γιατί δόξασε την πατρίδα
της. Όταν τελείωσες, για λίγο επικράτησε σιωπή στην αίθουσα κι εσύ ακίνητη προσπαθούσες
να ξαναβρείς το φως σου.
Δεν
κατάλαβες σε ποια στιγμή οι άνθρωποι σηκώθηκαν και όρθιοι χειροκροτούσαν χωρίς
σταματημό ζητωκραυγάζοντας. Τότε ήταν που το όνειρό σου πήρε σχήμα. Θέλησες να
γίνεις ηθοποιός, θυμάσαι; Να ανεβείς και πάλι στη σκηνή, να γίνεις κάποια άλλη,
κι ύστερα να ακούσεις το κοινό να αλαλάζει με τον παροξυσμό της μεταγγισμένης
συγκίνησης, να χειροκροτεί, να σε μεθάει από το μεθύσι του. Υπνωτισμένη ακόμη
κατέβηκες από τη σκηνή κι έμεινες έτσι μέχρι την άλλη μέρα όταν σου έφεραν να
δεις τις φωτογραφίες της σχολικής γιορτής, όπως και στις οικογενειακές, κανένα
θαύμα δεν είχε γίνει. Το αριστερό σου μάτι επαναστατούσε κι αρνιόταν να
συμμορφωθεί στην πορεία που είχε το δεξί. Κανένας ποτέ δεν θα σε θαύμαζε.
Κανένας δεν θα σε αγαπούσε.
Και
έθαψες το όνειρο μαζί με τις φωτογραφίες στον κήπο της προσφυγικής αυλής μια
νύχτα
του 1973. Τα θαμμένα όνειρα δεν πονάνε. Συνέχισες να διαβάζεις πολύ ότι
βιβλίο έβρισκες και να κάνεις χαρτοκοπτική στις φιγούρες που υπήρχαν στο
οπισθόφυλλο του κοριτσίστικου εικονογραφημένου περιοδικού, της δασκάλας, της
τραγουδίστριας, της τυρολέζας και τόσες άλλες. Αρχειοθετούσες τις χάρτινες ζωές
σε φακέλους, και κοιτούσες πάντα ευθεία μπροστά κρύβοντας την αναπηρία σου από
τους άλλους. Τα διπλά φεγγάρια της λοξής ματιάς, θα τα κρατούσες μυστικά, το
ίδιο και τα ουράνια τόξα. Δεν σου χρειαζόταν διπλή πραγματικότητα. Τη μία και
ήταν δύσκολο να την χειριστείς. Πόσο πολύ σε αγαπώ μικρή μου Δήμητρα. Θέλω να
σε πάρω αγκαλιά και να σου πω ότι κι αν έθαψες το όνειρό σου, θα έρθει να σε
βρει το επόμενο. Ίδιο με το δικό μου. Μα κι εγώ, σαν εσένα, από τον ίδιο φόβο
της έκθεσης στα μάτια του κόσμου δεν το τόλμησα ακόμη. Έστω για μια φορά υπήρξες
πιο θαρραλέα και ευρηματική από εμένα. Σε θαυμάζω, το ξέρεις;
Και
σου έχω κι ένα άλλο νέο. Θα αγαπηθείς πολύ. Οι άνθρωποι ποτέ δεν παρατήρησαν
αυτό που εσύ θεωρούσες μέγιστη αναπηρία. Αυτό που σε έκανε να νιώθεις πάντα
λίγη και κατώτερη. Αυτό για το οποίο ντρεπόσουν και το έκρυβες από φόβο μη
φύγουν από κοντά σου αυτοί που αγαπάς. Αυτό που σε πλημμύριζε ενοχές γιατί δεν
μοιραζόσουν μια αλήθεια σου και εξαπατούσες θαρρείς τον άλλο που σε κοίταγε.
Ήξερες από τόσο νωρίς πως δεν αντέχουν όλα τα μάτια την αλήθεια.
Μικρή
μου Δήμητρα, δώσε σε μένα την δύναμή σου να βγω στο παλκοσένικο με τα σχήματα
των δικών μου λέξεων και σκέψεων. Να μη φοβηθώ τα σχόλια του κόσμου. Να δώσω
την παράσταση μιας άλλης πραγματικότητας. Να τους κάνω να νιώσουν, να ονειρευτούν,
να ερωτευθούν, να επεκτείνουν τα όρια της ανθρώπινης εμπειρίας τους. Το θέλω
δυνατά και πολύ. Το σημαντικότερο όμως ξέρεις ποιο είναι; Ότι μπορώ να
δημιουργήσω τι άλλες πραγματικότητες χάρη σε σένα. Σε όσα έζησες μεγαλώνοντας
μέχρι να με φτάσεις. Οι δικοί σου μόχθοι βλάστησαν μέσα μου και δίνουν τώρα
καρπούς.
Πιάσε
μου το χέρι να ξεθάψουμε το όνειρο από την προσφυγική αυλή και να ζήσουμε μαζί
τους ρόλους που γράφω για σένα και για μένα. Είδες; Αγαπήθηκες πολύ, πρώτα και
πάνω από όλα από εμένα. Ποια είμαι εγώ που σου γράφω μικρή μου Δήμητρα; Ο
ενήλικος εαυτός σου στην ηλικία των πενήντα χρόνων. Αυτός που σε έχει πάντα
δίπλα του και δεν σε εγκατέλειψε ποτέ. Πάμε, μαζί μπορούμε.
Με
αγάπη,
Εν
έτη 2016.
ΥΓ.
Και τώρα μπορώ να σου πω ότι σαν εκείνο το χειροκρότημα δεν θα είναι ποτέ
κανένα. Ήσουν τυχερή που το κέρδισες νωρίς.
Συγγραφέας:
Δήμητρα Αθενάκη - Φοιτήτρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου