Βρέθηκε μόνη να παλεύει με
φαντάσματα.
Γιατί εκείνος ήταν πλέον
παρελθόν.
Δεν υπήρχε χρόνος για άλλα
δάκρυα.
Έπρεπε να σηκώσει το κεφάλι
ψηλά και ν’ αρχίσει να ζει ξανά.
Ζωή δίχως χρώμα, δίχως άρωμα.
Ήλιος της ψυχής της ήταν
εκείνος.
Θυμήθηκε την τελευταία βόλτα
τους στην θάλασσα.
Ιστιοπλοϊκό της καρδιά της
ήταν το φιλί του.
Κι όμως εκείνος δεν θα τη
φιλούσε ποτέ πια.
Λαθραία μόνο τον αγκάλιαζε στα
όνειρά της.
Μάταια ονειρευόταν, μάταια
νοσταλγούσε.
Νόμιζε πώς αν δεν έπαυε να τον
σκέφτεται, κάποια στιγμή θα μπορούσε να τον αγγίξει ξανά.
Ξέχασε πως εκείνος ήταν πια
νεκρός.
Όσο κι αν δεν ήθελε να το
παραδεχτεί η πραγματικότητα θα έμενε εκεί ασάλευτη και σκληρή.
Πόσο ακόμα θα έμενε βυθισμένη
στα σκοτάδια;
Ρωτούσε ξανά και ξανά «γιατί;»
Στα αναφιλητά της μία ήταν η
απάντηση.
Τυφλώθηκε από το πάθος του και
αυτοκτόνησε πέφτοντας στο λιμάνι.
Ύστερα λευκό κενό για εκείνον, μαύρο για εκείνη.
Χωρίς καν να σκεφτεί ότι ο
άλλος ήταν απλά το άλλοθι για τη μόνιμη ανασφάλειά του και την
αίσθηση της
ανεπάρκειας που τον διακατείχε.
Ψίθυρος έφτανε τότε η κραυγή
της στ’ αυτιά του.
Ωστόσο εκείνη θα συνέχιζε να
φωνάζει «Εσένα αγαπώ» με τη σιγουριά ότι η φωνή της θα διαπερνούσε την άβυσσο
και θα έφτανε σ’ εκείνον.
Συγγραφέας: Γιώτα Σιπέτα - Φοιτήτρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου