Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Σάββατο 4 Φεβρουαρίου 2017

"Φοβίες" του Αργύρη Γιαμάλογλου



Η ώρα ήταν 6:15 το πρωί όταν ο Αργύρης πετάχτηκε ιδρωμένος από έναν ακόμη εφιάλτη. Τον τρίτο στη σειρά. Ο σφυγμός του έτρεχε σαν άλογο που καλπάζει για να ξεφύγει τον κίνδυνο και η ανάσα του αντηχούσε σε ολόκληρο το δωμάτιο. Η μετακόμιση στο καινούργιο σπίτι τον είχε αγχώσει αλλά ήξερε ότι δεν ήταν αυτή η αιτία των απαίσιων ονείρων του το συγκεκριμένο βράδυ.

Η αιτία ήταν άλλη. Το ένιωθε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Εδώ και δύο μέρες, είχε το ίδιο αίσθημα. Κάτι σαν προαίσθημα, αν και ποτέ δεν πίστευε σε αυτά. Τα θεωρούσε κουταμάρες, για ανόητους που αφήνουν τη μοίρα στους στα χέρια κάποιου άλλου που συνηθίζουν να ονομάζουν «Θεό». Ανακάθισε αργά στο κρεβάτι και κοίταξε δίπλα του. Η Αλίκη κοιμόταν, δεν είχε καταλάβει τίποτα.
Ή τουλάχιστον προσποιούνταν ότι δεν είχε καταλάβει τίποτα.
Όπως πάντα, σκέφτηκε.
Η σχέση τους είχε φτάσει σε ένα τέλμα. Ο Αργύρης σκέφτηκε το κλασικό,
«ο γάμος σκοτώνει τον έρωτα» αλλά ήξερε ότι δεν έφταιγε αυτό. Αυτά είναι δικαιολογίες πολυγαμικών ανθρώπων που δεν αντέχουν στη σκέψη ότι θα περάσουν τη ζωή τους με έναν μόνο άνθρωπο και ψάχνουν την ευτυχία σε απαγορευμένες απολαύσεις. Ενοχικοί άνθρωποι που ενώ απιστούν ρίχνουν το μπαλάκι των ευθυνών τους σε κοινωνικά στερεότυπα.  Είχε παραδεχτεί στον εαυτό του εδώ και καιρό ότι πια δεν υπήρχε έρωτας. Δεν υπήρχε σπίθα ανάμεσα τους. Καυγάδιζαν με το παραμικρό. Ίσως και να έφταιγε η συμβίωση. Όλα είχαν γίνει συνήθεια. Την αγαπούσε πολύ, αυτό το ήξερε, απλά το αιώνια βασανιστικό και συνάμα ζωοφόρο αίσθημα του έρωτα είχε περάσει ανεπιστρεπτί.

Ξαναβυθίστηκε στο ριγέ πάπλωμα και με το αριστερό του χέρι της χάιδεψε απαλά το μάγουλο. Κοιμόταν τόσο γλυκά. Αποφάσισε να την παρατηρήσει για λίγο. Σα να της έδινε μία δεύτερη ευκαιρία.
Όχι σε εκείνη, σκέφτηκε. Σε μένα, στον εαυτό μου.
Σα να την έβλεπε για πρώτη φορά κι ίσως και για τελευταία. Είχε πολύ καιρό να τη «δει» έτσι. Θυμήθηκε τι του είχε κάνει εντύπωση στο πρώτο τους ραντεβού. Πριν 6 χρόνια. Και με τη θύμηση της, ήρθε ο ύπνος. Ένας ύπνος γαλήνιος, ξεκούραστος, χωρίς όνειρα που όμως δεν κράτησε πολύ καθώς ο εκνευριστικός ήχος του ξυπνητηριού που από παιδί ακόμα σε κάνει να μονολογείς «πέντε λεπτά ακόμα» ακούστηκε στην ησυχία της χαραυγής.

Ο Αργύρης άνοιξε και πάλι τα μάτια του αλλά όλα ήταν διαφορετικά. Ήταν ξεκούραστος. Ανάλαφρος. Τέντωσε τα χέρια του και κοίταξε δίπλα του. Η Αλίκη δεν ήταν εκεί. Είχε φύγει. Σηκώθηκε απότομα ενώ η καρδιά του άρχισε απειλητικά να αυξάνει παλμούς. Κοίταξε για λίγο γύρω του και έπειτα χαμογέλασε. Και μετά από λίγα δευτερόλεπτα το χαμόγελο άνοιξε πιο πολύ στο πρόσωπο του. Σαν κλόουν βαμμένος από τη μία άκρη μέχρι την άλλη με κόκκινη νερομπογιά. Και μετά από λίγα δευτερόλεπτα το χαμόγελο έγινε γέλιο.

Γέλιο που αντηχούσε σε όλο το δωμάτιο. Κοίταξε από τη χαραμάδα της πόρτας, συνεχίζοντας να γελάει, τις κούτες που ήταν απ’ έξω, στο χωλάκι. Σκονισμένες και στοιβαγμένες η μία πάνω στην άλλη. Σκούπισε τα δάκρυα χαράς από τα μάτια του και έβαλε το χέρι του κάτω από το κρεβάτι προσπαθώντας να πιάσει το τετράδιο που είχε κρύψει. Το έπιασε και το έφερε κοντά στο στόμα του φυσώντας τη σκόνη που το είχε καλύψει. Στο εξώφυλλο ήταν μία φωτογραφία του με την Αλίκη. Έμεινε για λίγο να τη χαζεύει χαμογελώντας και πάλι. Το άνοιξε και γύρισε βιαστικά τις γραμμένες σελίδες μέχρι που έφτασε σε μία λευκή. Πήρε το στυλό που ήταν περασμένος στο σπιράλ του τετραδίου και άρχισε να γράφει.

«22 Μαΐου 2011. Η πρώτη μου μέρα χωρίς εσένα. Ο γιατρός μου είχε πει ότι αυτή η μέρα θα αργήσει αλλά θα έρθει. Δεν τον πίστευα. Αλλά είχε δίκιο. Ούτε ότι θα νιώθω ευτυχισμένος πίστευα αλλά είναι αλήθεια. Έτσι νιώθω. Περάσανε πέντε μήνες. Πέντε μήνες που κοιμόμασταν μαζί, που τρώγαμε μαζί, που μαλώναμε, που κάναμε έρωτα, που πηγαίναμε βόλτα το παιδί στο πάρκο και με μάλωνες γιατί το πήγαινα πολύ ψηλά στην κούνια. Πέντε μήνες που μόνο εσύ έφερνες λεφτά στο σπίτι γιατί εγώ είχα σταματήσει τη δουλειά. Πέντε μήνες που με έβλεπες να κλαίω κρυφά αλλά δεν έλεγες τίποτα, που με έβλεπες να κοιτάω φωτογραφίες από το Παρίσι και δε μιλούσες. Πέντε μήνες που έχω συνέχεια τον ίδιο εφιάλτη. Ξανά και ξανά. Κάθε βράδυ. Τρεις φορές. Η μία χειρότερη από την άλλη. Ότι στέκομαι στον Πύργο του Άιφελ και σε βλέπω να πέφτεις και δεν έρχομαι να σε σώσω. Κάθομαι ακίνητος παρατηρητής. Γιατί δεν μπορώ να πλησιάσω στην άκρη. Δεν αντέχω. Και σε χάνω γιατί φοβάμαι.

Αλλά τώρα πια δεν είσαι κοντά μου. Και θέλω να χαμογελάσω. Το έκανα. Χαμογέλασα και μετά έβαλα τα γέλια. Μετά από τόσο καιρό. Δεν έφταιγα εγώ για ότι έκανες. Ίσως ούτε εσύ. Και δε με ενδιαφέρει πια ποιος έφταιγε. Δεν είσαι πια δίπλα μου. Η Αλίκη δεν είναι πια δίπλα μου. Εγώ στο διπλό μου κρεβάτι κοιμάμαι μόνος μου. Εδώ και πέντε μήνες κοιμάμαι μόνος μου. Και είναι η πρώτη φορά που το καταλαβαίνω».
Ο Αργύρης έκλεισε το τετράδιο. Έβαλε το στυλό μέσα στο σπιράλ και το τοποθέτησε ξανά κάτω από το κρεβάτι. Άπλωσε τα χέρια του σε όλο το μήκος του κρεβατιού. Το ίδιο και τα πόδια του. Πήρε το ριγέ πάπλωμα και τυλίχτηκε μέχρι το λαιμό. Αποκοιμήθηκε με ένα πλατύ χαμόγελο.
Όταν ξυπνούσε πάλι θα συνειδητοποιούσε ότι δεν είχε ξεχάσει την Αλίκη. Ότι του έλειπε. Θα ξανασκεφτόταν ότι ίσως αυτός έφταιγε που αυτοκτόνησε εκείνο το απόγευμα στο Παρίσι. Και θα ξανάβλεπε εφιάλτες. Θα προσπαθούσε πάλι να ξεπεράσει το χαμό της και θα παραμελούσε και πάλι το παιδί του, με τη δικαιολογία ότι του θυμίζει εκείνη. Αλλά τουλάχιστον είχε κάνει το πρώτο βήμα. Είχε αποδεχτεί ότι η Αλίκη είχε πια πεθάνει και δε θα την ξαναέβλεπε σα φάντασμα να τριγυρνάει στη ζωή του. Κι αυτό το πρώτο βήμα προς τη συνειδητοποίηση άξιζε το μεγαλύτερο χαμόγελο του κόσμου.

Συγγραφέας: Αργύρης Γιαμάλογλου - Φοιτητής Tabula Rasa

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου