Ακούω τον μεταλλικό ήχο του κλειδιού που μπαίνει στην κλειδαριά. Γυρνάει
μία, δύο, τρεις… Λατρεύω την μελωδία των γραναζιών που τρίβονται μεταξύ τους.
Είναι η δικιά μου μελωδία της Ευτυχίας.
Το τραγούδι της Ελευθερίας μου. Επιτέλους θα βγω από εδώ μέσα. Και θα τον δω.
Φως. Νιώθω μια μικρή ακτίδα φωτός να διαπερνά τη σκοτεινή φυλακή μου. Μου
χαϊδεύει το πρόσωπο. Ανοίγω αργά τα μάτια μου. Ρουφάω λαίμαργα τον αέρα που
εισβάλει ορμητικά στο ξύλινο κουτί. Αναπνέω τη δροσιά του και παρατηρώ το
καπάκι που ανασηκώνεται αργά τρίζοντας. Σηκώνω το κεφάλι. Μια γλυκιά μυρωδιά κανέλας
και ξύλου που καίγεται με γεμίζει ευχαρίστηση. Νιώθω ξανά ζωντανή.
Τεντώνομαι. Πρώτα τα χέρια μου. Κουνάω τα δάχτυλα μου. Αρχίζουν να ξεμουδιάζουν.
Γέρνω με απαλές κινήσεις το κεφάλι μου δεξιά κι αριστερά, ζεσταίνω με μικρές
στροφές τη μέση μου και πατάω ελαφρά στις μύτες των ποδιών μου. Ανασηκώνομαι με τεντωμένα πόδια και κατεβαίνω
λυγίζοντας τα γόνατα. Δεν έχω και πολύ
χρόνο για ζέσταμα. Όμως θέλω να χορέψω όπως ποτέ μέχρι τώρα. Για εκείνον.
Εδώ και καιρό τον σκέφτομαι όλην την ώρα. Σχηματίζω την εικόνα του στο
μυαλό μου και ονειρεύομαι. Ονειρεύομαι να με κρατάει από το χέρι και να
περπατάμε μαζί σε μέρη που δεν έχω ξαναδεί. Να μου μιλάει, να γελάμε, να
αγκαλιαζόμαστε, να φιλιόμαστε. Πώς να είναι άραγε το φιλί του; Το χάδι του;
Νιώθω μια έντονη έξαψη. Η καρδιά μου χτυπάει με ένταση και μια παράξενη ζέστη
με πλημμυρίζει. Το στήθος, ο λαιμός μου, τα μάγουλά μου φλέγονται. Αναπνέω με
δυσκολία από την προσμονή.
Δεν τον είχα προσέξει τόσο καιρό. Ήξερα ότι στην πύλη του στεκόταν ένας
στρατιώτης. Ως εκεί όμως. Αν μου ζητούσες να στον περιγράψω δε θα μπορούσα.
Μέχρι που αυτός φώναξε «Ε, εσύ όμορφη μπαλαρίνα!». Έστρεψα το βλέμμα μου προς
την κατεύθυνση από την οποία ερχόταν η βαθιά αντρική φωνή. Τον κοίταξα με
απορία. Κάρφωσε τα μάτια του στα δικά
μου και το βλέμμα του ήταν γεμάτο γλύκα. Και μου χαμογέλασε. Φώτισε ολόκληρο το
πρόσωπό του και έλαμψαν τα μαύρα του μάτια. Λες και σταμάτησε ο χρόνος τότε.
Ένιωσα ένταση για πρώτη φορά στη ζωή μου. Τι όμορφος που ήταν μέσα στην κόκκινη
στολή του! Πόσο του πήγαινε το μαύρο καπέλο! Από τότε κάθε μέρα ζω για να
ξαναζήσω την ίδια σκηνή. Το βλέμμα του να με τυλίγει και να μου χαμογελάει. Κι
εγώ να τον κοιτάω εκστασιασμένη και να μη μπορώ να πάρω τα μάτια μου από πάνω
του.
Τον ψάχνω με τα μάτια καθώς χορεύω.
Τρέμω στη σκέψη ότι σε λίγα δευτερόλεπτα θα τον αντικρύσω. Δαγκώνω τα χείλη μου
να κοκκινίσουν καθώς ολοκληρώνω την πιρουέτα μου με χάρη. Ξέρω ότι και αυτός περιμένει να με δει και αυτό με
γεμίζει ταραχή. Προτάσσω το στήθος μου προκλητικά, ρουφάω την κοιλιά, σκύβω και φέρνοντας ψηλά το ένα πόδι μου
σχεδόν παράλληλα με το σώμα μου παίρνω μια άκρως ερωτική στάση. Τεντώνω τους
γλουτούς πίσω σε μια σκερτσόζικη χορευτική φιγούρα, που τονίζει το λεπτό μου
σώμα. Λυγίζω τα χέρια και τα τραβώ προς το μέρος της καρδιάς. Τον βλέπω και μου
και μου κόβεται η ανάσα. Τεντώνοντας αργά τα χέρια μπροστά στο στήθος, με μια
θεατρική κίνηση του προσφέρω την καρδιά μου.
Μου χαμογελάει και του χαμογελάω κι εγώ. Κρατάω τα μάτια μου πάνω του μέχρι
που πονάει ο λαιμός μου από τη στροφή. Θυμώνω και τα ματιά μου γεμίζουν δάκρυα.
Δε θέλω άλλο να είμαι καρφωμένη σε αυτό το ηλίθιο κουτί. Δε θέλω καν να χορεύω.
Θέλω να τρέξω και να χωθώ στην αγκαλιά του. Να του φιλήσω τον λαιμό, να τον
αφήσω να με χαϊδέψει, να του βγάλω τη στολή και το πουκάμισο, να χώσω το
πρόσωπό μου στο στήθος του και να γευτώ το δέρμα του, να ανασάνω τη μυρωδιά
του. Τον αγαπώ.
Κι όπου να είναι αυτή η ηλίθια μουσική θα τελειώσει. Κι εγώ θα ξανακλειστώ
στο κουτί μέχρι την επόμενη φορά που θα θυμηθεί η μικρή να με κουρδίσει. Τώρα τελευταία με αφήνει μέρες
κλεισμένη. Πού εκείνες οι μέρες που έπαιζε μαζί μου συνέχεια. Φαίνεται πως
παίζει με άλλα παιχνίδια, πιο καινούρια. Άσε που μπορεί να βαρέθηκε την ίδια
μουσική συνέχεια. Εδώ την έχω βαρεθεί εγώ. Σε λίγο θα με βάλει στην αποθήκη με
τα παλιά παιχνίδια. Και δεν θα τον ξαναδώ ποτέ. Όχι θέε μου! Καλύτερα να
πεθάνω.
Νιώθω παγιδευμένη. Κάτι πρέπει να κάνω, να ξεφύγω. Αλλά πώς; Το ένα μου
πόδι είναι καρφωμένο σε μια μικρή στρογγυλή μεταλλική ροδέλα. Όσο και να το
τραβάω δεν ξεκολλάει. Εκτός αν βγάλω και τη ροδέλα μαζί. Κι έτσι όπως χορεύω,
να κάνω ένα jete και να
βρεθώ έξω από αυτό το καταραμένο κουτί. Και να τρέξω κοντά του.
Ωχ! Όχι παίζουν οι τελευταίες νότες…
Τον βλέπω να με κοιτάζει. Θέλω να ουρλιάξω «Σώσε με» αλλά δεν μπορώ να μιλήσω…Βλέπεις,
δεν έχω φωνή, μόνο να χορεύω μπορώ…
Δάκρυα κυλούν από τα μάτια μου και μού ζωγραφίζουν τα μάγουλα με τα χρώματα της
απελπισίας. Πότε θα τον ξαναδώ; Χάνω τον κόσμο κάτω από τα πόδια μου, δεν
αντέχω μακριά του. Η μουσική σταματά. Το κουτί με τραβάει αλύπητα στο εσωτερικό
του. Νιώθω να βυθίζομαι σε μια μαύρη, σκοτεινή άβυσσο. Όπως τόσες φορές πριν.
Ακούω το καπάκι να τρίζει κλείνοντας. Κουλουριάζομαι μέσα στη φυλακή μου,
αγκαλιάζω τα γόνατά μου και ξεσπώ σε λυγμούς. Το σώμα μου πονάει από την ένταση
και από την άβολη στάση. Τραβάω το καρφωμένο μου πόδι με οργή. Το πιάνω σφιχτά
και τραβάω με όλη μου τη δύναμη. Μάταια, το μόνο που καταφέρνω είναι να πονάω
ακόμη περισσότερο. Ξαπλώνω απογοητευμένη.
Όπως αφήνω τα χέρια μου να πέσουν
στο πλάι χτυπάω σε κάτι μεταλλικό. Τι να είναι άραγε; Τεντώνομαι για να το
πιάσω και να το σύρω κοντά μου. Ψαχουλεύω το σχήμα του. Νιώθω την αιχμηρή άκρη.
Ένα καρφί! Μεγάλο όσο η παλάμη μου και βαρύ. Το πιάνω και αρχίζω να χτυπάω με ορμή
το ξύλο. Το ακούω να σπάζει. Τι γλυκός ήχος! Προσπαθώ με όση δύναμη έχω, σφυροκοπάω
το ξύλο γύρω από το φυλακισμένο μου πόδι. Τα χέρια μου πληγώνονται από την
τριβή με το σίδερο αλλά δεν με νοιάζει. Η καρδιά μου χτυπάει δυνατά από την
έντονη προσπάθεια. Τραβώ έξω τα πρώτα κομμάτια ξύλου. Σταματάω να πάρω ανάσα,
σκουπίζω με την άκρη από το φόρεμά μου τον ιδρώτα και χαμογελάω με ευχαρίστηση.
Θα τα καταφέρω, σκέφτομαι. Και συνεχίζω…
Συγγραφέας: Σταυρούλα Τσούτσα - Σπουδάστρια Tabula Rasa
Ζεστό τρυφέρο κείμενο που δίνει τον αγώνα για ζωή και ελευθερία για έρωτα και ζωντάνια. Μπράβο!!
ΑπάντησηΔιαγραφήσε ευχαριστώ πολύ!
ΑπάντησηΔιαγραφή