Υποτίθεται ότι σήμερα παντρεύομαι, αλλά
εγώ παίρνω τους δρόμους. Αρπάζω ένα μικρό τσαντάκι μου και χώνω μέσα τα κλειδιά
κι ένα εικοσάευρο. Η κομμώτρια μόλις έχει ολοκληρώσει το έργο της και η
μακιγιέζ έχει βάλει την τελευταία της πινελιά. Η καημένη η μανούλα που κάτι
νιώθει, το αίμα μιλά κι ανησυχεί βλέπεις, ρωτάει με αγωνία “πού πας κοριτσάκι
μου; σε μία ώρα φεύγουμε.” “Επιστρέφω αμέσως μάνα, επιστρέφω” της λέω και
ανοίγω την πόρτα αφήνοντας άφωνους όσους έχουν μαζευτεί ήδη από το σόι μας. Και
βγαίνω στον δρόμο, μοναχική καβαλάρης, χωρίς άλογο, χωρίς πρίγκηπα, όμως νύφη
με τα όλα της, που τραβώ όλα τα βλέμματα περαστικών και οδηγών πάνω μου. “Ταξί,
ταξί” φωνάζω. Ανοίγω την πόρτα κι αμέσως ορμάει στ' αυτάκια μου λαϊκό άσμα “δεν
παντρεύομαι, δεν παντρεύομαι...”. “Δεν μπορεί” σκέφτομαι. Τυχαίο; Έχω και τον
ταξιτζή που περιμένει με ανοιχτό το στόμα και επηρεασμένος σίγουρα κι αυτός με
την σύμπτωση του άσματος σε συνδυασμό με την κούρσα νυφούλα. “Στην Ασκληπιού
12”, λέω κι αφήνομαι στις σκέψεις μου. Το άσμα ολοκληρώνει “και δεν
νοικοκυρεύομαι” και ακούω τον μουστακαλή ταξιτζή να λέει “η νύφη το σκάει,
μαντάμ;”

Μου
κόβονται τα γόνατά μου. Τί κάνω; Σφίγγει το στομάχι μου. Γιατί ήρθα εδώ;
Κατεβαίνω. Σαν υπνωτισμένη, σαν στρατιωτάκι που πρέπει να κάνει αυτό που
πρόσταξε η καρδιά. Φτάνω στην είσοδο και μόλις μπαίνω τον αντικρίζω να κάθεται
στο τραπεζάκι που συνηθίζαμε να καθόμαστε τότε. Εκείνος με αγκαλιάζει αμέσως με
το βλέμμα του. Κι εγώ ξαφνικά ηρεμώ και γυρίζω δέκα χρόνια πριν. Παιδιά σχεδόν,
με τα νιάτα στα χέρια μας. Τα βλέμματα ζεστά, οι χειρονομίες οικείες, αν και
λίγο αμήχανες κι ένα ζεστό φιλί στο μάγουλο. Εννοείται βέβαια ότι είμαι το
θέαμα του μαγαζιού. Πάλι καλά, που η ώρα είναι τέτοια, που γίνομαι σε λίγα
μάτια ρεζίλι. Εκείνος λίγο αμήχανος με ρωτάει “Συνέβη κάτι;” κι εγώ του τα είπα
όλα, από την ώρα που είμαι μπροστά στον καθρέφτη και με πιάνει η επιθυμία να
τον δω. “Δεν ξέρω γιατί ήρθα, ειλικρινά. Έτσι ένοιωσα” του λέω. Κι εκείνος μου
κάνει την πιο απλή και την πιο δύσκολη ερώτηση, ταυτόχρονα.
“Τον αγαπάς;”

Συγγραφέας: Χριστίνα Αλεξίου - Φοιτήτρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου