Υποτίθεται ότι σήμερα παντρεύομαι, αλλά
εγώ παίρνω τους δρόμους. Αρπάζω ένα μικρό τσαντάκι μου και χώνω μέσα τα κλειδιά
κι ένα εικοσάευρο. Η κομμώτρια μόλις έχει ολοκληρώσει το έργο της και η
μακιγιέζ έχει βάλει την τελευταία της πινελιά. Η καημένη η μανούλα που κάτι
νιώθει, το αίμα μιλά κι ανησυχεί βλέπεις, ρωτάει με αγωνία “πού πας κοριτσάκι
μου; σε μία ώρα φεύγουμε.” “Επιστρέφω αμέσως μάνα, επιστρέφω” της λέω και
ανοίγω την πόρτα αφήνοντας άφωνους όσους έχουν μαζευτεί ήδη από το σόι μας. Και
βγαίνω στον δρόμο, μοναχική καβαλάρης, χωρίς άλογο, χωρίς πρίγκηπα, όμως νύφη
με τα όλα της, που τραβώ όλα τα βλέμματα περαστικών και οδηγών πάνω μου. “Ταξί,
ταξί” φωνάζω. Ανοίγω την πόρτα κι αμέσως ορμάει στ' αυτάκια μου λαϊκό άσμα “δεν
παντρεύομαι, δεν παντρεύομαι...”. “Δεν μπορεί” σκέφτομαι. Τυχαίο; Έχω και τον
ταξιτζή που περιμένει με ανοιχτό το στόμα και επηρεασμένος σίγουρα κι αυτός με
την σύμπτωση του άσματος σε συνδυασμό με την κούρσα νυφούλα. “Στην Ασκληπιού
12”, λέω κι αφήνομαι στις σκέψεις μου. Το άσμα ολοκληρώνει “και δεν
νοικοκυρεύομαι” και ακούω τον μουστακαλή ταξιτζή να λέει “η νύφη το σκάει,
μαντάμ;”
Βυθίζομαι.
Πρέπει να τον συναντήσω σκέφτομαι. Δεν ξέρω γιατί, έτσι νοιώθω. Κι αυτός όμως
απάντησε άμεσα και δέχτηκε. Ο πρώτος έρωτας, η δύναμή του, το χάσιμο της νιότης
μας, οι όμορφες αναμνήσεις, ποιός να ξέρει; Εγώ τον είχα διώξει τότε. Τώρα τί
θέλω; Να καταλάβω τί; Αν είμαι έτοιμη για γάμο γενικά; Αν είμαι διατεθειμένη
να παντρευτώ, να δεσμευτώ σε μια μόνιμη σχέση, να δημιουργήσω οικογένεια;
Άγχος, φόβος; Τί να είναι; Και τί θα του πω; Ήθελα να σε συναντήσω απλά; Ε
και, θα μου πει. Τί θέλεις τώρα κοπελιά, να σε παντρέψω εγώ, ή να παντρευτούμε
όλοι μαζί; Τί θέλω αλήθεια; Κι όμως πρέπει να τον δώ. Ίσως θέλω να τσεκάρω τον
εαυτό μου. Να σβήσω το άγχος, την αδυναμία που νοιώθω με αυτόν τον τρόπο. Γιατί
όμως νοιώθω έτσι; Ένα κενό; Τριάντα χρονών έφτασα. Πλήρης ωριμότητα υποτίθεται.
Τότε δεν ήμουν ούτε είκοσι καλά, καλά. Άλλο είκοσι, άλλο τριάντα όμως. Λες; Λες
να με τρομάζει η ηλικία; Ε, βέβαια! Άλλο ο πρώτος έρωτας, άλλο ο τελευταίος.
Στο “τελευταίος” βάζεις όριο. Δεν πρέπει να υπάρξει επόμενος, κατάλαβες; Ενώ
στον πρώτο έρωτα δεν ήταν έτσι. Είχες την ζωή μπροστά σου βρε αδερφέ. Λες να
τελειώνει η ζωή με τον γάμο; Γιατί “οι παντρεμένοι δεν έχουν ψυχή”; Τελειώνει
η ελευθερία; Αυτό το τελευταίο πρέπει να το μουρμούρισα γιατί ακούω τον, κατά
τα άλλα καλοσυνάτο, ταξιτζή να λέει “έχει βάσανα ο γάμος μανδάμ, τί νομίζετε;
Ένα λευκό φόρεμα και το γλέντι; Ουουου...” Και σταματά. “Φτάσαμε”.
Μου
κόβονται τα γόνατά μου. Τί κάνω; Σφίγγει το στομάχι μου. Γιατί ήρθα εδώ;
Κατεβαίνω. Σαν υπνωτισμένη, σαν στρατιωτάκι που πρέπει να κάνει αυτό που
πρόσταξε η καρδιά. Φτάνω στην είσοδο και μόλις μπαίνω τον αντικρίζω να κάθεται
στο τραπεζάκι που συνηθίζαμε να καθόμαστε τότε. Εκείνος με αγκαλιάζει αμέσως με
το βλέμμα του. Κι εγώ ξαφνικά ηρεμώ και γυρίζω δέκα χρόνια πριν. Παιδιά σχεδόν,
με τα νιάτα στα χέρια μας. Τα βλέμματα ζεστά, οι χειρονομίες οικείες, αν και
λίγο αμήχανες κι ένα ζεστό φιλί στο μάγουλο. Εννοείται βέβαια ότι είμαι το
θέαμα του μαγαζιού. Πάλι καλά, που η ώρα είναι τέτοια, που γίνομαι σε λίγα
μάτια ρεζίλι. Εκείνος λίγο αμήχανος με ρωτάει “Συνέβη κάτι;” κι εγώ του τα είπα
όλα, από την ώρα που είμαι μπροστά στον καθρέφτη και με πιάνει η επιθυμία να
τον δω. “Δεν ξέρω γιατί ήρθα, ειλικρινά. Έτσι ένοιωσα” του λέω. Κι εκείνος μου
κάνει την πιο απλή και την πιο δύσκολη ερώτηση, ταυτόχρονα.
“Τον αγαπάς;”
Κι εκείνη την στιγμή εγώ κοκαλώνω. Τον
αγαπώ ; Ένα δευτερόλεπτο κράτησε η αμφιβολία. Λύθηκαν όλα τα σφιγμένα μέσα μου.
“Ναι, τον αγαπώ”, είπα κι έφυγα τρέχοντας. Κανένας δεν εγγυάται το μέλλον
σκέφτηκα, ψάχνοντας για δεύτερη φορά ταξί, το τελευταίο μισάωρο. Σήμερα όμως
παντρεύομαι. Αύριο βλέπουμε.
Συγγραφέας: Χριστίνα Αλεξίου - Φοιτήτρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου