Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Τρίτη 28 Μαρτίου 2017

“Αγορά σπιτιού” της Ευαγγελίας Βερνάρδου


Είχα πρόσφατα κληρονομήσει αρκετά χρήματα από μια μακρινή εξαδέλφη της μητέρας μου από την Αμερική. Άκληρη καθώς ήταν και τσιγγούνα άφησε ένα όχι ευκαταφρόνητο ποσόν στην μητέρα μου, γιατί ήταν η μόνη που την φιλοξενούσε όταν ερχόταν στην Ελλάδα. Καθώς εκείνη είχε φύγει η κληρονομιά ερχόταν σε μένα. Η αλήθεια είναι ότι δεν την συμπαθούσα. Ήταν μια ξινή γεροντοκόρη που απεχθανόταν τα παιδιά και τον θόρυβο, όλο παρατηρήσεις και κριτική. Θεός σχωρέσ’ την, έκανε και ένα καλό με τον θάνατο της.


Η πρώτη μου σκέψη όταν πήρα τα λεφτά ήταν να αγοράσω ένα σπίτι, το όνειρο κάθε Έλληνα. Έψαχνα κυρίως στην περιοχή που είχα μεγαλώσει γιατί οι παιδικές και εφηβικές αναμνήσεις με γέμιζαν πάντα χαρά και νοσταλγία χαμένης ευτυχίας. Και τι σύμπτωση! Ο μεσίτης με ειδοποίησε ότι πουλιέται ένα διαμέρισμα στην πολυκατοικία που μεγάλωσα, στον πρώτο όροφο με μπαλκόνι.

Περιχαρής έτρεξα να το επισκεφθώ και χωρίς δεύτερη σκέψη το αγόρασα. Η τιμή πώλησης ήταν πολύ κατώτερη της αξίας του. “Συνεχίζω να είμαι τυχερή”, σκέφθηκα. “Κοίτα η θεία από το Αμέρικα γούρι που μου έφερε!”

Πυρετωδώς αρχίζω τις διαδικασίες μετακόμισης. Πολύ κούραση αλήθεια , αλλά όταν τα πράγματα μπήκαν στη θέση τους η χαρά μου ήταν μεγάλη. “Πρέπει να κάνω ένα πάρτι”, μου ήρθε ιδέα, “και μάλιστα θα καλέσω τις παλιές μου συμμαθήτριες να γιορτάσουμε μαζί την επάνοδο μου στα πάτρια εδάφη”.

Γέμισα τα βάζα με πορτοκαλί τριαντάφυλλα, που πήγαιναν με το γκρι σαλόνι μου, και αφού άνοιξα την ροτόντα έβαλα πάνω τα μαγειρικά μου αριστουργήματα μαζί με τα πορσελάνινα πιάτα της μητέρας μου και τα κρυστάλλινα χειροποίητα ποτήρια.

Το κουδούνι με ξύπνησε από την αναπόληση. Αρχίσαν να έρχονται οι φίλες μου. Αγκαλιές, φιλιά, λουλούδια. Ένας συρφετός χαρούμενων κοριτσιών  γέμισε το διαμέρισμα με φωνές. Αφού χορέψαμε, τραγουδήσαμε φάγαμε εκεί στο επιδόρπιο, είχα φτιάξει ένα cheesecake που ήταν η σπεσιαλιτέ μου, μια συμμαθήτρια μου και παλιά γειτόνισσα με την αφέλεια μισομεθυσμένης με ρώτησε: 
-Πως σου ήρθε να αγοράσεις αυτό το διαμέρισμα;
-Γιατί δεν είναι καλό; Μάλιστα πέτυχα και πολύ καλή τιμή!
-Λείπεις καιρό από την περιοχή και δεν γνωρίζεις τα γεγονότα, μου αποκρίθηκε.
-Τι εννοείς είναι κάτι που πρέπει να ξέρω;
-Θυμάσαι την Ελένη, μια παχουλή, ζωηρή κοπέλα; Χρόνια τα είχε με τον Νίκο, το ξέρεις βέβαια. Από το σχολείο.
-Ναι, το θυμάμαι. Αυτή ήταν τσαχπίνα. Έκανε και παράλληλες σχέσεις, ενώ ο καημένος ο Νίκος ,δειλό και μαζεμένο παιδί, την περίμενε πάντα.
-Πριν δύο χρόνια παντρεύθηκαν. Έλα όμως που πρώτα βγαίνει η ψυχή και μετά το χούι! Η Ελενίτσα ερωτεύθηκε κάποιον άλλον και αποφάσισε να χωρίσει τον Νίκο. Όταν λοιπόν εκείνη πήγε να μαζέψει τα πράγματά της, ο καημένος προσπάθησε να την μεταπείσει, αλλά μάταια. Τότε εκείνος την πυροβόλησε στο κεφάλι με ένα όπλο που είχε αγοράσει κρυφά γι’ αυτό το ενδεχόμενο, και μετά αυτοκτόνησε. Τι τραγικό! Ο Μιμίκος και η Μαίρη του Βύθουλα λέγονται έκτοτε και το διαμέρισμα αυτό θεωρείται στοιχειωμένο από την αγάπη και τον θάνατό τους.
Έμεινα εμβρόντητη. Το τυροπιτάκι που έτρωγα μου έκατσε στο λαιμό. Όχι ότι ήμουν προληπτική, αλλά ο τραγικός θάνατος του ζευγαριού με τάραξε.

Στο τέλος της βραδιάς και αφού μάζεψα προχείρως το τραπέζι, ξάπλωσα να κοιμηθώ κατάκοπή και προβληματισμένη. Στο χολ αφήνω πάντα ένα φως, κατάλοιπο παιδικής φοβίας. Από κει λοιπόν στο ημίφως  και ενώ τα βλέφαρα μου μισόκλειναν πρόβαλλε η μορφή του Νίκου αγριεμένη. “Τι θες εσύ εδώ, γιατί πατάς το χώρο που περιμένω την αγαπημένη μου;” Τρομάρα που με κυρίευσε! Σηκώθηκα, άναψα όλα τα φώτα και έκανα την προσευχή μου. Ήπια λίγο νερό για να συνέλθω από την τρομάρα που πήρα και σε λίγο ξανάπεσα ,δεν με κρατάγανε τα πόδια μου από την κούραση, αφού βέβαια φωταγώγησα όλο το σπίτι.

Αγκαλιά με το σκυλάκι μου άρχισα να χαλαρώνω. Έλα όμως που δεν έμελλε να ηρεμήσω! Ξάφνου από το μπάνιο βγαίνει μια γυναικεία σκιά, η Ελενίτσα. “Βοήθησε με να γλυτώσω απ’ αυτόν. Δεν μ’ αφήνει να φύγω να πάω να βρω τον έρωτα μου που με περιμένει!”

Εκεί ήταν που πετάχτηκα έντρομη και σταυροκοπήθηκα. Ο ύπνος είχε κάνει φτερά. Άναψα τσιγάρο, έφτιαξα καφέ και καταπιάστηκα να καθαρίζω το σπίτι, μέχρι να ξημερώσει. Με το πρωινό φως εξατμίστηκαν οι φόβοι, όλα φαίνονταν γαλήνια! “¨Να θυμηθώ να φωνάξω ένα παπά να κάνει τρισάγιο εις μνήμη των παιδιών”, σκέφτηκα. “Μάλλον επηρεάστηκα από την βραδινή συζήτηση, δεν πιστεύω στα φαντάσματα. Παιχνίδια που σου κάνει το μυαλό! Αλλά εν πάση περιπτώσει ας ξορκίσω το κακό” και έπεσα να κοιμηθώ με το φως της ημέρας, δεν άντεχα άλλο.   

     Συγγραφέας: Ευαγγελία Βερνάρδου - Σπουδάστρια Tabula Rasa


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου