Έκλαιγε
κι έπινε. Παρήγγειλε με ένα νεύμα άλλο ένα ποτό. Ο σερβιτόρος τον κοίταξε με
λύπηση αλλά δεν μίλησε. Είχε συνηθίσει να βλέπει αυτή τη σκηνή.
Ο
Κώστας στήριξε το κεφάλι με τα δυο του χέρια και ταξίδεψε για ακόμα μια φορά
στα παλιά .
Σε εκείνα τα περασμένα που ποτέ δε ξέχασε. Ήταν μικρό παιδί όταν
έβλεπε τον πατέρα του να κάθεται ολημερίς να πίνει ξαπλωμένος στον καναπέ.
Έβγαινε μόνο για να χαρτοπαίξει. Η μάνα καθάριζε σπίτια για να τους ζήσει. Δεν
είχε αδέρφια και το μόνο καταφύγιο ήταν η αγκαλιά της τα βράδια. Κι όμως κι
εκείνη τον πρόδωσε. Έφυγε μια μέρα από το σπίτι χωρίς να του πει ούτε μια
κουβέντα. Τον πρόδωσε, κι αυτή η προδοσία έμελλε να τον καθορίσει. Κάθε γυναίκα
που βρέθηκε στον δρόμο του ήταν μια ευκαιρία για να εκδικηθεί όλες τις γυναίκες.
Στο όνομα εκείνης. Μέχρι που συνάντησε την Ελένη. Ήρεμη και γλυκιά. Πίστευε ότι
η κοινή ζωή μαζί της θα ήταν το χάδι που πάντα του έλειπε.
Δεν
κατάφερε να ξεφύγει από την τεμπελιά που κληρονόμησε από τον πατέρα του. Ούτε
όμως κι από τους δαίμονες που ζητούσαν εκδίκηση. Την αγαπούσε, τη λάτρευε αλλά
ταυτόχρονα ήθελε να την πονάει, να την ταπεινώνει.
Την
ήθελε δική του για πάντα και σκεφτόταν ότι έπρεπε να τη κάνει υποχείριο του.
Ήθελε να εξουσιάζει αυτός τη ζωή του. Να βάζει αυτός τους κανόνες.
Την
απατούσε συχνά κι εκείνη το καταλάβαινε. Κλεινόταν με τις ώρες στο δωμάτιό της
κι έκλαιγε. Όταν δεν άντεχε τον ρωτούσε «Γιατί μου το κάνεις αυτό. Σε αγαπάω
τόσο πολύ».
Δεν
τοn είχε πείσει όμως ότι τον αγαπούσε. Δε μπορούσε να πειστεί ότι θα μπορούσε να
τον αγαπήσει κανείς. Γιατί σε εκείνο το μακρινό παρελθόν εκείνη τον είχε
εγκαταλείψει.
Κι
άρχιζε να τη χτυπάει. Δυνατά. Χωρίς έλεος. Για να προλάβει την ενδεχόμενη
προδοσία της. Για να τη τιμωρήσει για την υποτιθέμενη υποκρισία της.
Ύστερα
έτρεχε σαν κυνηγημένος στο κοντινότερο μπαρ κι έπινε. Έπινε για να ναρκωθεί.
Για να εξιλεωθεί. Αγαπούσε αλλά δεν μπορούσε να δώσει αγάπη. Δεν μπορούσε να
δώσει ευτυχία. Γιατί γι’ αυτόν η αγάπη σήμαινε πόνος.
Ώσπου
μια μέρα μετά από έναν άγριο ξυλοδαρμό και ένα ακόμα πιο άγριο μεθύσι γύρισε
σπίτι και δεν τη βρήκε εκεί. Δεν χρειάστηκε καν να τη ψάξει. Είχε φύγει. Όπως είχε φύγει κάποτε
και η άλλη.
Άρχισε
να γελάει υστερικά. Το έργο είχε το τέλος που περίμενε. Όλες οι γυναίκες ήταν
τελικά φτιαγμένες από ψέμα.
Ξαναβγήκε
από το σπίτι. Με αργά βήματα κάτω από μια λυσσασμένη βροχή κατευθύνθηκε ξανά
προς το μπαρ.
«Αιωνία
της η μνήμη» φώναξε μόλις μπήκε μέσα και
με μια αρρωστημένη χαρά άρχισε να πίνει τα καθιερωμένα ποτά του.
Συγγραφέας: Γιώτα Σιπέτα - Σπουδάστρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου