Τόλμησα να κατέβω τις σκοτεινές σκάλες,
στις οποίες τον έβλεπα τις τελευταίες μέρες να χάνεται, κάθε φορά που τελείωνα
το λιγοστό φαγητό που μου είχε φέρει. Τόσες μέρες τώρα, δεν μπορούσα να
υπολογίσω πόσες ακριβώς, τις ένοιωθα πολλές πάντως, με παρακολουθούσε να τρώω
σιωπηλός, χωρίς να αντιδρά, ούτε να απαντά σε καμία από τις ερωτήσεις που
τολμούσα να του κάνω, στην απόγνωση μου. Δεν με είχε πειράξει, το ήξερα.
Ένοιωθα ότι κυκλοφορεί σαν πνεύμα εκεί γύρω, σαν ονειρική, σκοτεινή ύπαρξη,
αλλά δεν με ενόχλησε και εγώ δεν μπορούσα να καταλάβω. Ήμουν φυλακισμένη; Κι
αν όχι, δεν έβλεπα έξοδο διαφυγής, μόνο τις σκοτεινές σκάλες τις οποίες
ακολουθούσε εκείνος, μετά τις λίγες στιγμές που με παρακολουθούσε να τρώω. Δεν φοβόμουν όμως, ένιωθα ασφαλής.
Τον είδα
στις σκάλες, καθισμένο, με κρυμμένο το κεφάλι. Σαν να τον περικύκλωνε λευκή
ομίχλη, σαν νεφέλωμα. Δεν ήξερα τι ήταν αυτό που με τράβηξε να τον πλησιάσω.
Πήρα βαθιά ανάσα και τον ρώτησα "είστε καλά;". Τότε αντίκρισα τα
μάτια του, μόλις σήκωσε και κάρφωσε το βλέμμα του, πάνω μου. Συνάντησα
σκοτεινιά που μ' έκανε ν' ανατριχιάσω, αλλά ταυτόχρονα ήταν γεμάτα θλίψη και
μελαγχολία. Μίσος; Αγάπη; Πόνος; Πολλά και μπερδεμένα συναισθήματα, δεν
μπορούσα να εξηγήσω τί ακριβώς έβλεπα μέσα του. Εγώ θυμόμουν καλά, ήξερα ότι
ήθελα να ελέγχω τους ανθρώπους, να υπολογίζω τις καταστάσεις. Δεν μου άρεσαν
καθόλου τα απρόοπτα, ούτε οι περιπέτειες και τώρα... Ήθελα να προστατεύω τον
εαυτό μου προτού πέσω σε παγίδες. Δεν άφηνα ποτέ τα δικά μου συναισθήματα να
εκφραστούν, βαθιά πληγωμένη κι εγώ. Για εκείνον, όμως, εκείνη την συγκεκριμένη
στιγμή, ένοιωσα κάτι, ένα περίεργο συναίσθημα και δεν ήταν φόβος. Ναι, τώρα
ήμουν σίγουρη. Δεν τον φοβόμουν.
Προσπάθησα να θυμηθώ τις ώρες που με τράβαγε με
βία, να με ανεβάσει σ' αυτό το σκοτεινό κάστρο. Το κοιτούσα από χαμηλά, έτσι
επιβλητικό, την ώρα που ανεβαίναμε τα φυσικά σκαλοπάτια που είχαν δημιουργηθεί από
το χώμα σε συνδυασμό με την άγρια βλάστηση και τα δέντρα που μας περικύκλωναν
κι έκρυβαν ταυτόχρονα τις άπειρες μικρές σπηλιές γύρω μας. Τον άκουγα που
παραμιλούσε "στο κάστρο των πειρατών, εκεί θα σε πάω, εκεί θα με
αγαπήσεις, θέλεις δεν θέλεις...". Κάτι έλεγε για μαγικούς χρησμούς, για
μαγικά φίλτρα, δεν καταλάβαινα. Μέχρι που φτάσαμε ψηλά, μπροστά σε μια
μπρούτζινη καγκελόπορτα, η οποία άνοιξε μόνη της, μόλις πλησιάσαμε. Μπήκαμε σ'
ένα τούνελ, μέσα στον γιγάντιο βράχο και σε λίγα δευτερόλεπτα βγήκαμε σε μια
μικρή γεφυρούλα, η οποία οδηγούσε στο εσωτερικό άλλου τεράστιου βράχου. Μόλις
βγήκαμε στην γέφυρα, εκείνος σταμάτησε να με τραβάει και μου είπε "τώρα
πρέπει να μπεις μόνη σου". Αλλά
εγώ δεν θυμόμουν τίποτα από εκεί και πέρα. Βρέθηκα σ' αυτό το κλειστό, σκοτεινό
μπουντρούμι, χωρίς να ξέρω το γιατί. Τώρα όμως έπρεπε να μάθω και βρήκα το
θάρρος να τον πλησιάσω. Μου φάνηκε τεράστιος και τρομερός, αλλά ένιωθα κάτι
οικείο.
Τα σκοτεινά του μάτια εξακολουθούσαν να
είναι καρφωμένα πάνω μου όμως με κοιτούσαν με απελπισία, με παράκληση. Τί
μπορούσε να θέλει εκείνος από μένα, σκεφτόμουν την στιγμή που άκουσα την βαθιά
μπάσα φωνή του.
"Δεν έπρεπε να λιποθυμήσεις,
έπρεπε να μπεις με την θέληση σου" μου λέει.
"Γιατί κάθεσαι εδώ;" τον
ρωτάω.
"Φοβάμαι να φύγω. Για να λυθούν
τα μάγια και να φύγουν οι φόβοι από την ψυχή μου, πρέπει να μ'
αγαπήσεις" λέει και θολώσανε τα μάτια του. Έσκυψε το κεφάλι του και το
στήριξε στα δυο του χέρια. Ο τρόπος που μιλούσε ήταν σαν πληγωμένου παιδιού που
το κοροϊδέψανε.
"Μακάρι να ήταν τόσο εύκολο να
φύγουν οι φόβοι από την ψυχή μας" του λέω δίνοντας λίγο ζωντάνια στην φωνή
μου.
"Κι όμως", τον ακούω να
λέει κλαίγοντας "η αγάπη μόνο θα διώξει τις μαύρες σκιές. Με κυνηγάνε
κάθε βράδυ, δεν αντέχω άλλο...Αγάπη και πίστη..." και ακούστηκε από το
βάθος το κλάμα ενός μωρού. Ενστικτωδώς τον έπιασα από το χέρι και κατεβήκαμε τρέχοντας,
τις σκάλες. Σαν από βαθύ τούνελ ακουγόταν σταδιακά να σβήνει το κλάμα.
Βρεθήκαμε στην γέφυρα που είχα λιποθυμήσει. Από κάτω ένα απέραντο κενό. Το
χάος. Ένοιωσα τα μέλη μου να μουδιάζουν κι ένα λευκό φως να με τυλίγει. Εκείνος
εξαϋλωνόταν κι εγώ του φώναξα μόνο "ποιος είσαι, πώς σε λένε;".
Εκείνος εξαφανιζόταν από μπροστά μου κι η φωνή του ψιθύρισε "είμαι ο
φοβισμένος εαυτός σου". Πήρε ο άνεμος την φωνή και την ταξίδεψε και το
λευκό φως κάλυψε τα πάντα γύρω μου κι ολόκληρη την ύπαρξή μου.
Ξύπνησα χωρίς να έχω την αίσθηση εάν είχαν περάσει ώρες,
μέρες ή μήνες. Άκουγα ένα συνεχόμενο κλάμα μωρού σε κοντινό χώρο. Ήμουν
ξαπλωμένη σε ζεστά και καθαρά σεντόνια. Από την τζαμαρία, απέναντι μου, έβλεπα
τα σχέδια που έκαναν τα σύννεφα και χαμογέλασα ασυναίσθητα. Κατάλαβα αμέσως που
βρισκόμουν και τα μάτια μου ξεκίνησαν να τρέχουν. Το μωρό δίπλα μου έκλαιγε και
ανασηκώθηκα νιώθοντας δυνατό πόνο χαμηλά. Μπήκε στο δωμάτιο εκείνη, η μητέρα
μου, ο άγγελος μου. Είχα φέρει στον κόσμο το δεύτερο παιδάκι μου και θα τα
μεγάλωνα μόνη μου, αφού εκείνος αποφάσισε ότι ήθελε να φτιάξει την ζωή του
μακριά από εμάς που τον πνίγαμε. Οι φόβοι τρομακτικοί και γιγάντιοι στα μάτια
μου. Μόνη αχτίδα φωτός τα υπέροχα αυτά πλάσματα και η μανούλα μου. Πάντα εκεί,
ακοίμητη φρουρός. Είδα το βλέμμα της
γαλήνιο, ήρεμο και πήρα δύναμη. Μου χάιδεψε το μάγουλο και ύστερα πήρε αγκαλιά
το μωράκι που σταμάτησε το κλάμα.
Πλησίασε δίπλα μου και άφησε το μωρό στα χέρια μου απαλά. Ξαφνικά
ηρέμησα, κοίταξα το μωρό στα μάτια και υποσχέθηκα να κάνω τα πάντα γι' αυτή την
ψυχούλα, όπως έκανα ήδη και για το πεντάχρονο κοριτσάκι μου. Αχ, πόσο μου
έλειπε το μεγάλο παιδάκι μου. Πήγα να την ρωτήσω, αλλά την είδα να κινείται
προς την πόρτα λέγοντάς μου "μην σε νοιάζει για την Χρυσή. Είναι μια
χαρά. Συνέχεια σου ετοιμάζει ζωγραφιές και σε περιμένει για
αγκαλιές"."Αχ, μαμά σ' ευχαριστώ" πρόλαβα να της πω, πριν
κλείσει την πόρτα πίσω της. Ανασηκώθηκα
καλύτερα και κοίταξα τον ουρανό με τα υπέροχα χρώματα του. Κάπου εκεί ανάμεσα
στα σύννεφα νόμισα ότι είδα την γέφυρα, που θα μου θύμιζε ότι έπρεπε επιτέλους
να αγαπήσω τον εαυτό μου με τους φόβους του.
Συγγραφέας: Χριστίνα Αλεξίου - Σπουδάστρια Tabula Rasa
Υπεροχο
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ ωραία περιγραφή!
ΑπάντησηΔιαγραφή